Ο ιδρυτής της μεγαλύτερης εταιρείας ρομποτικών εφαρμογών στην Ελλάδα μιλάει για τις εντυπωσιακές προοπτικές που διανοίγονται -και στη χώρα μας- την εποχή του Industry 4.0 και του Smart Factory.

Η συνάντησή μας μπορεί να αναβλήθηκε δυο φορές, όπως συμβαίνει συχνά με τους πολυάσχολους επιχειρηματίες, αλλά την τρίτη (και τυχερή) που τα καταφέραμε, όσα είπαμε άξιζαν και με το παραπάνω την αναμονή. Γιατί, ο Ευάγγελος Γκιζελής, ιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Gizelis Robotics, με ταξίδεψε στο παρελθόν, το παρόν και το (λαμπρό, όπως δηλώνει εμφατικά) μέλλον των ρομποτικών εφαρμογών στην Ελλάδα, χώρο που και ο ίδιος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό με τις δραστηριότητές του.

Από μικρό παιδάκι στη δουλειά, ενηλικιώθηκε στη βιοτεχνία μηχανημάτων επεξεργασίας λαμαρίνας του πατέρα του, Σταμάτη – έκκεντρες πρέσσες- που, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, σιγά-σιγά μεγάλωνε. Εποχές σημαντικής ανάπτυξης για την Ελλάδα, πολλές οι ανάγκες… Από τα Καμίνια μεταφέρονται στον Ταύρο κι εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, βγάζουν στην αγορά τις πρώτες κοπτικές-καμπτικές λαμαρίνας – ψαλίδι και στράντζα… το ’93 φτιάχνουν και την πρώτη αυτόματη μηχανή, ένα CNC. «Από πιτσιρίκι τα Σαββάτα για μένα δεν είχε μπάλα, αλλά δουλειά – ήθελε να με βάλει να τη μυρίζω- κι αντί για διακοπές το καλοκαίρι, τόρνο! Το μικρόβιο της δουλειάς, λοιπόν, το είχα από πολύ νωρίς… Την είχα δει, την είχα καταλάβει, μου άρεσε, αλλά την είχα φανταστεί σε άλλο level από τον πατέρα μου, όχι ένα μαγαζί με 15 μάστορες κι ούτε έναν μηχανικό, μ’ όλη τη γνώση μονάχα στα κεφάλια των ανθρώπων». Σήμερα, χαμογελάει «Μονάχα εκπλήξεις έχουν, γενικά, από μένα οι γονείς μου…» Σύγκρουση γενεών, αλλά ο πρώτος μηχανικός προσλαμβάνεται, παρά τις αντιδράσεις…

Σπουδάζει στο Deree Οικονομικά και Ψυχολογία, χωρίς να αφήσει στιγμή τη δουλειά, παρά μόνο για το στρατό, και στα 25 του, το 2000, φορτώνει κάποια αντιπροσωπευτικά μηχανήματά τους και κατεβαίνει μόνος του σε μεγάλη κλαδική έκθεση, στη Messe του Αννοβέρου. «Φάγαμε τα μούτρα μας – δεν κάναμε τίποτα, αλλά ήταν τεράστια εμπειρία και κομβική η σημασία της για τη συνέχεια, καθώς εκεί γνώρισα τους Γερμανούς της Boschert GmbH, που είναι από τότε συνεργάτες μας… Πολύ μεγάλη εταιρεία, αλλά διαφορετική από εμάς, με αυτόματες διατρητικές ‘Δώστε μου τις μηχανές σας να τις πουλάω πακέτο με τις δικές μου στην Ελλάδα, αφού συμπληρωνόμαστε, αλλά από μπλε βάψτε τες άσπρο-πορτοκαλί, να μοιάζουν’ Κάνε ό,τι γουστάρεις, μου λέει ο Γερμανός, εγώ στην Ελλάδα δεν έχω πουλήσει ούτε βίδα! Όταν γύρισα πίσω, πούλησα ακόμα και το μπλε δείγμα – είχαμε πελάτες που τα ζητούσαν… Μετά από τρία χρόνια, με παίρνει ο Γερμανός και μου λέει φέτος εσύ πούλησες στην Ελλάδα 15, εγώ σ’ όλη τη Γαλλία 8 – βάψε τα δικά σου μηχανήματα μπλε και στείλε μου να τα πουλάω εγώ πακέτο, στη Γερμανία -αντιστρέψαμε τη συνταγή κι αρχίσαμε τις εξαγωγές…» Και; «Ο Γερμανός ήταν πολύ μπροστά ποιοτικά – μεγάλο σχολείο! Επειδή ήρθαμε πολύ κοντά, εκπαιδεύτηκε το μάτι μου και κατάλαβα τι σημαίνει ποιότητα σε βάθος – μεγάλη μάχη, για να είναι το προϊόν τέλειο, χωρίς γρατζουνιά – γερμανικά standards!»

Η τρέλα με το διαφορετικό
«Την ίδια περίοδο γεννήθηκε και η τρέλα με τα ρομπότ… Αναρωτιόμουν, πώς μπορείς να κάνεις τον άλλο να καταλάβει ότι είσαι πολύ μπροστά; Βάλε ένα ρομπότ μπροστά στη στραντζόπρεσσα – έτσι κι αλλιώς, δεν πουλάς το ρομπότ, αλλά το μηχάνημα! Τότε γνώρισα και τον Κουβαλιά, ένα νέο παιδί (ο πατέρας του ήταν γνωστός κατασκευαστής ξύλινων παιχνιδιών, στην Κατερίνη) που είχε τρέλα με τα ρομπότ (ΣΣ. η Kouvalias Robots & Vision Systems ήταν η μοναδική μαζί με τον -καλύτερα δικτυωμένο, όμως- ‘Ζήνωνα’ εταιρεία ρομποτικών εφαρμογών τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα), αλλά ξεκίνησε σε λάθος εποχή – πολύ νωρίς… Μου έφερνε ένα ρομπότ, λοιπόν, το προγραμματίζαμε και έλεγχε αυτόματα τη στραντζόπρεσσα, αντί για έναν εργάτη!

Ήταν, όμως, άλλες οι εποχές τότε κι άλλοι οι καιροί… «Τότε πήγαμε πολύ μπροστά, ποιοτικά… ‘Χτυπήσαμε’ όλα τα μεγάλα ‘μαγαζιά’, την περίοδο πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κυριαρχούσαμε με μερίδιο περίπου 80% της αγοράς – 20% είχαν όλοι οι άλλοι, με εισαγόμενα μηχανήματα. Τότε ήταν που πήγα στο Σχηματάρι, ως ΑΕ πιά, αγόρασα έκταση κι άρχισα να κτίζω, έκανα το σημερινό εργοστάσιο, 12.000 τ.μ. Ο πατέρας μου (ο πιο αγωνιστής άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου, να δουλεύει ακούραστος μέρα-νύχτα, τον αγαπώ πολύ γιατί μου έδωσε το μεράκι για δουλειά και την τιμιότητα) λίγο έλειψε να… Όμως, αν δεν έκανα το βήμα, θα έχανα το τραίνο – ο Γερμανός πελάτης ήθελε να έρθει να δει μια βάση, μια δομή, όχι κάτι άναρχο, με παλιά λογική…»

Κι οι Γερμανοί τους έσωσαν, καθώς το 2008 η ελληνική αγορά μηδενίστηκε (‘8 εκατ. € τζίρος χάθηκαν μέσα σ’ ένα χρόνο’ τονίζει), όμως αυτοί είχαν ξεκινήσει εξαγωγές ήδη από το 2003-4. Μάλιστα, το 2012 η Boschert πήρε και μερίδιο 20% της εταιρείας, δένοντας ακόμα περισσότερο της σχέση τους. Όσο για τις εξαγωγές, προϊόντα της Gizelis SA υπάρχουν σήμερα σε 55 χώρες, ενώ σε 35 από αυτές υπάρχουν μόνιμοι συνεργάτες, με δίκτυα πωλήσεων, service κλπ. Επίσης, η ελληνική εταιρεία συμμετέχει ακόμα και σε joint venture στην Ινδία, όπου κτίσθηκε πρότυπο εργοστάσιο στην πόλη Ράτσκοτ, το οποίο κατασκευάζει μηχανήματα επεξεργασίας λαμαρίνας για την εσωτερική αγορά της αχανούς χώρας.

Και εγένετο Robotics!
Θύμα της κρίσης κι ο Κουβαλιάς – δυο από τους στενούς συνεργάτες του πάνε στην Gizelis («τουλάχιστον δεν πήγε χαμένη η τεχνογνωσία τους» μου λέει) κι η μικρή ερευνητική ομάδα που είχε συσταθεί εσωτερικά το 2008, αυτονομείται το 2011 ως Gizelis Robotics, αλλά μοιράζεται τις ίδιες εγκαταστάσεις με τη «μαμά». Με τη σημαντική συμβολή του καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Πάτρας (προηγουμένως, στο ΜΙΤ), Γιώργου Χρυσολούρη, εστιάζουν αρχικά σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα – για τον ιδιωτικό τομέα είναι νωρίς ακόμα… Το σημείο καμπής ανιχνεύεται πριν από 2-3 χρόνια -με την πρόοδο της τεχνολογίας και της έναρξη της εποχής του Industry 4.0 και του Smart Factory- και δίπλα στα ερευνητικά προγράμματα μπαίνει σαν στόχος ο μετασχηματισμός των ελληνικών επιχειρήσεων.

Η Robotics παρουσιάζει πλέον δικά της προϊόντα και εφαρμογές (ξεκινώντας από το χώρο των φαρμάκων, των τροφίμων και των συγκολλήσεων), αξιοποιεί ως συνεχιστής της παράδοσης του Κουβαλιά τους ρομποτικούς βραχίονες της ιαπωνικής Yaskawa, αλλά βεβαίως προχωρεί ακόμα πιο πέρα, χάρη στο δραστήριο τμήμα R&D, βάζοντας τη δική της σφραγίδα με τη μορφή προστιθέμενης αξίας στις εξειδικευμένες για κάθε περίπτωση λύσεις. Πρόσφατα, μάλιστα, οι Ιάπωνες άρχισαν να ζητούν περισσότερες πληροφορίες για έναν (made in Athens) post-processor, που αυξάνει τις δυνατότητες του δικού τους βραχίονα…

«Το ‘δεν γίνεται’ δεν υπάρχει σ’ εμάς», μου λέει χαμογελώντας ο Ευάγγελος Γκιζελής. «Είμαστε, πλέον, σε μια διαδικασία όπου ‘χτυπάμε’ πολύ μεγάλα και δύσκολα project στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας ως integrators μεγάλες βιομηχανίες, σαν την ΕΛΒΑΛ, τη Σωληνουργία Κορίνθου, την Αλουμίνιο της Ελλάδος κ.ά. Μπορούμε να αυτοματοποιήσουμε πλήρως εργοστάσια εκ του μηδενός κι έχουμε μπει στην εποχή που η Ελλάδα όχι μόνο μπορεί να μας συντηρήσει ως εταιρεία, αλλά και να μας γιγαντώσει, καθώς οι επιχειρηματίες είναι πλέον έτοιμοι να επενδύσουν, ξέροντας ότι έτσι θα δώσουν άλλα 20 χρόνια ζωής στο εργοστάσιό τους…»

Μικρό δείγμα του ενδιαφέροντος, ο «κακός χαμός» που έγινε το περασμένο καλοκαίρι στις εγκαταστάσεις της εταιρείας, κατά την ταυτόχρονη επίδειξη 17 ρομποτικών διατάξεων «Φέτος, θα το οργανώσουμε τον Νοέμβριο» μου δηλώνει, «σε άλλη βάση και με άλλη δομή, με μηχανήματα αυτοματισμού, αλλά και δυο project-εκπλήξεις – θα είναι πολύ δυνατή εκδήλωση! Έχουμε πολλές ιδέες, ετοιμάζουμε συνεργασίες, με την Πάτρα, τον «Δημόκριτο», ενδιαφερόμαστε για ρομποτική χειρουργική, για αυτόνομα AGVs, για εξελιγμένο 3D printing on a large scale, δεν τα προλαβαίνουμε όλα… Ήρθαν και δυο αγγλικά fund, να επενδύσουν – δεν πουλάμε, ακόμα! Θέλω πρώτα να γίνουμε μια πρότυπη ελληνική εταιρεία ρομποτικής, με δικά της προϊόντα και παγκόσμιες βλέψεις, τώρα που οι βιομηχανίες -χάρη στην πρόοδο των ρομπότ- επιστρέφουν στο σπίτι τους… Κι εμείς οι Έλληνες είμαστε πολυμήχανοι, έχουμε ένα DNA που το μειονέκτημα το κάνει πλεονέκτημα». Τι σας λείπει, τολμώ την τελευταία ερώτηση. «Έχουμε μια απίστευτη ομάδα – 80 άτομα, όλοι φοβερά μυαλά, αλλά ψάχνω πιτσιρικάδες!» μου λέει. «Από αυτούς με τα μακριά μαλλιά και τα ακουστικά στ’ αυτιά, που απλώς θέλουν φτερά για να πετάξουν – θα τους τα βάλουμε εμείς! Αλλού συνήθως τους τα κόβουν…Τηλεφωνώ συχνά στα πανεπιστήμια – γυρεύω ανθρώπους χωρίς παρωπίδες, τους λέω…»