Για να έρθει η “άνοιξη¨ του IoT θα πρέπει πρώτα να τελειώσει ο χειμώνας της ελληνικής οικονομίας.

Στα μέσα Απριλίου, ο Δήμος Ηρακλείου ανακοίνωσε ότι θα συνεργαστεί με το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας για τη δημιουργία πλατφόρμας IoT, πάνω στην οποία θα αναπτυχθούν εφαρμογές με στόχο τη βελτίωση των υπηρεσιών του Δήμου. Η σύμπραξη εκπέμπει πολλαπλά μηνύματα, όπως οι δυνατότητες τεχνολογικής εξέλιξης κρατικών φορέων με την αξιοποίηση της γνώσης και της εμπειρίας ακαδημαϊκών οργανισμών και η προσγείωση της IoT υπερβολής των τελευταίων ετών, σε εφαρμογές που μπορούν με ρεαλιστικό προϋπολογισμό να βοηθήσουν στη βελτίωση υπηρεσιών, όπως ο δημόσιος φωτισμός, η αποκομιδή απορριμμάτων και η ρύθμιση του κυκλοφοριακού. Τη δράση του Δήμου Ηρακλείου συμπληρώνουν προηγούμενες δράσεις από τους άλλους Δήμους, όπως αυτοί της Καρδίτσας, Τρικάλων, Θεσσαλονίκης, Χαλκιδέων και Ξάνθης. Σε κάποιες περιπτώσεις, η ακαδημαϊκή συνεισφορά είναι έντονα παρούσα, σε κάποιες άλλες οι Δήμοι έχουν επιλέξει την αξιοποίηση εμπορικών λύσεων από τη φάση του πιλοτικού.

Ρε Μάνο τι είναι αυτό το ΙοΤ;
Μια ερώτηση του ιδιοκτήτη της επιχείρησης που εργάζεται ο Μάνος, η οποία θα μπορούσε να τον φέρει σε δύσκολη θέση, προκειμένου να στηρίξει την εμπειρογνωμοσύνη του. Το IoT μέσα σε λιγότερο από μια τριετία έγινε τα πάντα. Το πρώην fleet management έγινε IoT, τα online συστήματα ασφαλείας το ίδιο και το πρώτο Mi Store που άνοιξε στην Ελλάδα τον περασμένο Οκτώβριο έκανε το IoT προσιτό σε όλους.

Είναι εφικτό το IoT να γίνει προσιτό σε όλους; Ναι, αλλά όχι όμως επειδή αγόρασαν ένα smart phone ή ένα ψυγείο που συνδέεται με το WiFi. Μέσω αυτών των συσκευών γίνονται κομμάτια του IoT, χωρίς απαραίτητα να το αξιοποιούν. Για παράδειγμα, ένας αισθητήρας για μέτρηση της φωτεινότητας του περιβάλλοντος, τον οποίο διαθέτουν όλα τα smart phone, θα μπορούσε να είναι κομμάτι του IoT, αλλά χωρίς να προσφέρει κανένα όφελος στον ιδιοκτήτη, αν αυτός δεν έχει μεριμνήσει να ενεργοποιήσει την επιλογή “Αυτόματη ρύθμιση φωτεινότητας”. Ο ίδιος μηχανισμός σε ένα βιολογικό οργανισμό, όπως οι αισθητήρες των φύλλων ενός φυτού, προσφέρει άμεσο όφελος στη λειτουργία του, γιατί χωρίς αυτόν κινδυνεύει η επιβίωση του οργανισμού. Αν λοιπόν ένας χρήστης smart phone έχει ενεργοποιημένη την επιλογή “Τοποθεσία”, αλλά δε χρησιμοποιεί τους χάρτες της Google για να πλοηγηθεί, τότε είναι πολύτιμος για τη Google, αλλά χωρίς ο ίδιος να έχει κάποιο όφελος. Για την ακρίβεια μάλλον ζημιά έχει, γιατί δαπανά ενέργεια προκειμένου να συντηρεί ζωντανή τη λειτουργία εντοπισμού τοποθεσίας.

Ωστόσο, η συνεισφορά του στη Google και στο κοινωνικό σύνολο είναι σημαντική. Από τα στοιχεία της θέσης του, αλλά και των θέσεων εκατοντάδων άλλων χρηστών, η Google δημιουργεί τους πολύ χρήσιμους χρωματιστούς χάρτες που απεικονίζουν την ένταση της κυκλοφορίας και εκτός από το γεγονός ότι ενημερώνει όσους χρησιμοποιούν την εφαρμογή “Χάρτες”, έχει και τη δυνατότητα να στείλει κάποια στιγμή εκπρόσωπο της στο ελληνικό υπουργείο συγκοινωνιών και να του προτείνει ένα σύστημα ρύθμισης φωτεινών σηματοδοτών που θα βελτιώνει το κυκλοφοριακό σύστημα. Ένα τέτοιο σύστημα για ρύθμιση φωτεινών σηματοδοτών είχαν παρουσιάσει η Χριστίνα Διακάκη και ο Ηλίας Κοσματόπουλος στο Internet of Things Conference 2016, το οποίο είχε πραγματοποιήσει η BOUSSIAS. Η μόνη αποδεδειγμένη διαφορά της εφαρμογής από μια αντίστοιχη εφαρμογή της Google, είναι ότι τα δεδομένα που την τροφοδοτούσαν ήταν ελάχιστα σε σχέση με αυτά που λαμβάνει δωρεάν η Google από τους χρήστες της, καθώς η εφαρμογή δεν αξιοποιήθηκε από εκατομμύρια Έλληνες χρήστες, αλλά από ένα περιορισμένο αριθμό χρηστών που συμμετείχαν στο πιλοτικό πρόγραμμα.

Επομένως, ο Μάνος θα μπορούσε να απαντήσει στο παραπάνω ερώτημα ως εξής: Το IoT είναι ροές δεδομένων από διαφορετικές πηγές, οι οποίες αφού συγκεντρωθούν και αξιοποιηθούν από τους κατάλληλους αλγόριθμους, έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν στη βελτίωση λειτουργιών είτε ως σύμβουλοι σε άτομα που θα λάβουν την τελική απόφαση, είτε ως αυτόνομα συστήματα.


Το IoT είναι για όλους, αφού προηγουμένως διαπιστώσουν ότι το χρειάζονται
Με ένα Rasberry και ένα Arduino, ο καθένας μπορεί να μετατρέψει διάφορες συσκευές του σπιτιού του σε πηγές δεδομένων, όπως για παράδειγμα τις λάμπες φωτισμού, τον πίνακα διανομής ηλεκτρισμού και την πόρτα του γκαράζ. Στη συνέχεια και με τη βοήθεια ανοιχτού και δωρεάν διαθέσιμου λογισμικού μπορεί να αναλύσει τα δεδομένα από αυτές τις πηγές και να αξιοποιήσει την πληροφορία είτε για να λαμβάνει αποφάσεις, είτε για να δημιουργεί αυτοματισμούς.

Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και σε επίπεδο εταιρείας με τη διαφορά ότι η επένδυση σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό θα είναι αρκετά μεγαλύτερη. Για παράδειγμα, μια εταιρεία που εμφιαλώνει νερά θα μπορούσε να εφοδιάσει με αισθητήρες, όλα τα μπουκάλια της, αλλά και τα ψυγεία των πελατών της. Συλλέγοντας, δεδομένα υγρασίας, θερμοκρασίας και φωτεινότητας θα είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει το “ιδανικό” σύστημα ιχνηλάτησης και παράλληλα να ρυθμίζει με “ιδανικό” τρόπο την εφοδιαστική της αλυσίδα. Ένα τέτοιο σύστημα έχει δημιουργηθεί από ελληνική εταιρεία, με τη διαφορά ότι απευθύνεται σε εμφιαλωτές κρασιού, οπότε η τιμή παραγωγής και πώλησης του προϊόντος κάνει ευκολότερη την απόσβεση της επένδυσης. Σε γενικές γραμμές, οι επενδύσεις ελληνικών επιχειρήσεων σε έργα IoT βρίσκονται σε πολύ πρώιμο στάδιο και μάλλον δεν αναμένεται να συμμετέχουν σημαντικά στην αγορά του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων που προβλέπει η IDC μέχρι το 2020.

Αυτήν την περίοδο, οι τηλεπικοινωνιακές κυρίως εταιρείες σε σύμπραξη με εταιρείες παραγωγής υλικοτεχνικής υποδομής προσπαθούν να ανοίξουν την αγορά με πιλοτικά έργα που απευθύνονται κυρίως σε κρατικούς φορείς.

Ένα σημαντικό έργο, το οποίο πρόκειται να ολοκληρώσει η ΔΕΔΔΗΕ και αφορά πάνω από 250.000 μετρητές ρεύματος, βρίσκεται στα δικαστήρια, γιατί οι διεκδικητές προσπαθούν να λύσουν τα μεταξύ τους προβλήματα.

Οι big tech εταιρείες δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με την ελληνική αγορά, δεδομένου ότι δεν έχουν αιτήματα για έργα του μεγέθους που συνήθως τις ενδιαφέρουν.

Φαίνεται λοιπόν να έχει δημιουργηθεί ένα τέλμα, το οποίο κρατά την Ελλάδα πίσω σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο που εξελίσσεται. Ωστόσο, αυτό είναι ένα μέρος της αλήθειας. Το IoT δεν έχει πετύχει την ανάπτυξη που προσδοκούσαν οι bit techs, ούτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παγκοσμίως, οι επενδύσεις σε IoT έργα στον τομέα της βιομηχανίας διαμορφώθηκαν στα 178 δισεκατομμύρια δολάρια το 2016, ενώ άλλα 69 δισεκατομμύρια δολάρια μπήκαν στην αγορά από τον τομέα των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Από εκεί και κάτω οι υπόλοιποι τομείς απέχουν έτη φωτός σε επενδύσεις. Μια από τις εταιρείες που δραστηριοποιείται στον τομέα του IoT, είναι η SenseOne, θυγατρική του ομίλου Singular Logic. Η εταιρεία έχει δημιουργήσει μια IoT πλατφόρμα για να υποστηρίξει κτιριακές και δημόσιες υποδομές, αλλά και διαχείριση βιομηχανικού εξοπλισμού. Δύο σημαντικά έργα στην Ελλάδα, τα οποία ήδη χρησιμοποιούνται ως σύστημα αναφοράς στην επέκταση της εταιρείας εκτός συνόρων και ένα βραβείο από τον WITSA στην κατηγορία “Emerging Digital Solutions Award”, αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι πρόκειται για μια από τις εταιρείες που γνωρίζει καλά την αγορά. Από συζήτηση που είχαμε με εκπρόσωπο της εταιρείας, διαπιστώσαμε ότι είναι λίγα τα βήματα που έχουν γίνει στον τομέα των επενδύσεων σε εφαρμογές IoT από το 2015, οπότε η BOUSSIAS είχε πραγματοποιήσει το πρώτο IoT Conference, μέχρι και σήμερα. Δύο είναι οι βασικές αιτίες που φαίνεται να συντελούν σε αυτήν την στατική εικόνα. Ο ένας είναι η απουσία υποδομών στο επίπεδο του networking, το οποίο είναι οργανικό στοιχείο σε ένα IoT σύστημα.

Όπως διαπιστώναμε στο άρθρο “Σκληρές κόντρες στο IoT networking” (Netweek, τεύχος 403), οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν είχαν ξεκινήσει, μέχρι και το 2017, κάποιες επενδύσεις στην τεχνολογία NB-IoT, κάτι που ξεκίνησε να συμβαίνει το 2018, αλλά με αργό ρυθμό. Επομένως, τα έργα που λειτουργούν ήδη είναι κυρίως τοπικής κλίμακας, υποστηριζόμενα από τις τεχνολογίες Sigfox και LoRa.

Ένας δεύτερος παράγοντας καθυστέρησης εφαρμογών μεγάλης κλίμακας είναι το υψηλό κόστος επένδυσης. Η οικονομική ασφυξία που συνεχίζουν να βιώνουν οι εταιρείες στην Ελλάδα, οδηγεί σε προτεραιότητες επενδύσεων, στη λίστα των οποίων το IoT βρίσκεται μακριά από την κορυφή.

Σε αυτό το περιβάλλον, είναι αναμενόμενο και ωφέλιμο για την ανάπτυξη της αγοράς να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι λύσεις των startup, οι οποίες προτείνουν έργα μικρότερης κλίμακας με υλικοτεχνική υποδομή σχετικά χαμηλού κόστους. Σε ένα ευχάριστο σενάριο, η σύμπραξη startup εταιρειών με την ακαδημαϊκή κοινότητα ή η ανάδυση startup εταιρειών μέσα από την ακαδημαϊκή κοινότητα, θα μπορούσε να “εκπαιδεύσει” την αγορά και να θέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για επενδύσεις μεγαλύτερης κλίμακας.