Δέκα ερωτήσεις σε εννιά επαΐοντες, από διαφορετικούς χώρους, γι’ αυτό το μεγάλο πρόβλημα.
(Μέρος Α’)

Όταν ξεκίνησα να δημοσιογραφώ, πριν από 40+ χρόνια, το κύριο μέλημα -και σημείο (αυτό)κριτικής, αν θέλετε- ήταν αν κάτι το γράφεις καλά ή όχι, αν ο αναγνώστης κατανοεί τι θέλεις να πεις ή μένει με τις απορίες και τις αμφιβολίες του. Σήμερα, το αντίστοιχο μέλημα, για εμάς αρχικά που προστρέχουμε στις πηγές, ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να πούμε (μετά λόγου γνώσεως, ει δυνατόν) κάτι σωστό στους αναγνώστες μας, είναι να διασφαλίσουμε αν πρόκειται για αλήθεια ή ψέμα. Θα μου πείτε, τώρα εφευρέθηκαν τα ψέματα; Υπήρχαν πάντοτε, βεβαίως, μόνο που το ποσοστό τους ήταν αμελητέο μπροστά στη σημερινή πλημμυρίδα των fake news!

Κι είναι αυτή η πλημμυρίδα που έχει διαβρώσει -σε ανησυχητικό, μάλιστα, βαθμό- την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στα ΜΜΕ που απ’ το ζενίθ έχει πάρει την κατηφόρα προς το ναδίρ, ιδιαίτερα στη χώρα μας. Κάτι που αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία: στο Ευρωβαρόμετρο του περασμένου Μαρτίου, με θέμα «Εμπιστοσύνη σε ΜΜΕ & Παραπληροφόρηση» οι Έλληνες σε ποσοστό 90% θεωρούν τα fake news πρόβλημα για τη χώρα (έναντι 85% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και 87% (στο 84%, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι) πρόβλημα για τη Δημοκρατία. Από την άλλη, όμως, εξακολουθούν να εμπιστεύονται για την ενημέρωσή τους τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις online πλατφόρμες, την ώρα που οι Ευρωπαίοι ακόμα προτιμούν την TV, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες…

Πού σταματάει η αλήθεια και πού αρχίζει το ψέμα, λοιπόν; Ζούμε σε έναν fake world, σε μια υβριδική κατάσταση, που όλο και πιο πολύ αποδεχόμαστε; Γιατί μόνο αντικειμενικά δεν μπορείς να πεις τα κάθε λογής advertorials, που διαβάζουμε ανάμικτα με τα «κανονικά» κείμενα – προωθητικές ενέργειες vs. δημοσιογραφία, σημειώσατε 1. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αθώο, μετράει μόνο τι καταναλώνουμε – πού να πιάσουμε την οικονομία και την πολιτική; If information is power, mis-information is what? Η μέθοδος των τριών, σε νέα εκδοχή – διεθνή, παρακαλώ… Μια απάντηση στις απορίες (μα, καλά, δεν το καταλαβαίνουν;) ίσως δίνει η πρόσφατη έρευνα στο Tweeter που έκανε ερευνητική ομάδα του Media Lab, στο ΜΙΤ, υπό τον Soroush Vosoughi. Τα αποτελέσματά της, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Science, έδειξαν ότι οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται έξι φορές πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι αληθείς. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά / όμως, η ζωή έχει από καιρό δείξει πως οι αληθινές ειδήσεις είναι βαρετές, συνηθισμένες, «δεν πουλάνε, βρε παιδί μου»!

Αμ, τα social media, πάλι… Ολόκληρα στρώματα χρηστών (ιδιαίτερα τα μικρότερης ηλικίας) από εκεί πληροφορούνται για τα πάντα – τίποτε’ άλλο δεν κοιτάζουν, άντε το πολύ-πολύ… YouTube!

Άντρο και φωλιά των fake news… Να σου και η Cambridge Analytica με τις μηχανορραφίες της, μια ολόκληρη πόλη στην ΠΓΔΜ επιστρατεύτηκε για να «δουλέψει» με στόχο την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και αποστολή να «σπρώχνει» συστηματικά fake news σε επιλεγμένους Αμερικανούς πολίτες… Πέσανε κάτι χοντρά πρόστιμα σε κάποιες, μετά τις ακροάσεις και τις καταθέσεις, μαζί με απειλές για ακόμα χειρότερα, δόθηκαν υποσχέσεις περί λήψης μέτρων, διαγράφηκαν κάμποσες χιλιάδες τοξικές σελίδες, στήθηκαν ομάδες εργασίας, κάποια καλά αποτελέσματα φάνηκαν ήδη, αλλά τίποτα δεν τέλειωσε κι η «δαμόκλειος» επικρέμαται… Όμως, τι να την κάνεις τη «δαμόκλειο», όταν ο ίδιος ο πλανητάρχης χαρακτηρίζει όσα ΜΜΕ τον επικρίνουν ως «εχθρούς του λαού» και ο εξ ίσου λαϊκιστής ηγέτης του ιταλικού Κινήματος των 5 Αστέρων, Λουίτζι ΝτιΜάιο, ακολουθεί στα χνάρια του, απειλώντας μάλιστα με αναστολή της «ρεκλάμας» απ’ όλον τον δημόσιο τομέα!

Κι η τεχνολογία, τι κάνει; θα ρωτήσετε. Φοράει δυο καπέλα, θα σας απαντήσω. Από τη μια δίνει τα μέσα στους δημιουργούς των ψευδών ειδήσεων σήμερα, ήχων και βίντεο αύριο, να κάνουν τη «δουλειά» τους – τεχνητή νοημοσύνη και μηχανική μάθηση διευκολύνουν πλέον πολύ τα πράγματα. Κι από την άλλη, δίνει σ’ εμάς, τους υπόλοιπους, τα μέσα να αναγνωρίζουμε (πάντα μαζί με την κοινή λογική) τα fake news και να ενεργούμε τα δέοντα για την αντιμετώπισή τους, ανάλογα με την περίπτωση.

Όμως, το πρόβλημα υπάρχει και είναι σοβαρό. Εξ ου και η απόφασή μας να ετοιμάσουμε αυτό το αφιέρωμα, ώστε να πάρετε μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα για το θέμα. Enjoy!

Περί του αφιερώματος και της δομής του
Στο πλαίσιο αυτού του αφιερώματος, το οποίο ετοιμάστηκε στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου 2018, ζητήθηκε από σημαντικούς ανθρώπους, εκπροσώπους φορέων και εταιρειών, με γνώση και άποψη για τα τεκταινόμενα στα media και όχι μόνο, να απαντήσουν σε μια δεκάδα ερωτήσεων, οι οποίες -τουλάχιστον κατά την άποψη του γράφοντος- καλύπτουν ευρύ φάσμα σ’ ό,τι αφορά στο ίδιο το φαινόμενο των fake news και τις επιπτώσεις του. Στον καθένα δόθηκε η δυνατότητα να απαντήσει σε όσες και όποιες από τις ερωτήσεις επιθυμεί, αρκεί να μην ξεπεράσει (αθροιστικά και, προφανώς, για λόγους διαχείρισης χώρου) κάποιο άνω όριο λέξεων – έτσι, κάποιοι-ες θέλησαν να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις περιληπτικά κι άλλοι-ες σε λίγες, εστιασμένα, αλλά εν εκτάσει. Οι (ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, σ’ ό,τι αφορά στις συμπτώσεις και διαφορές απόψεων, όπως «κρέμονται» κάτω από κάθε ερώτηση) απαντήσεις τους, ακολουθούν.


  • Τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι στον ύπουλο και συνεχή καταιγισμό των fake news, ως πολίτες – αναγνώστες – χρήστες;

Σίσσυ Αλωνιστιώτου: Πιστεύω, ότι για τους πολίτες η μοναδική λύση είναι η εκπαίδευση στα Μέσα, αυτό που ονομάζουμε News & Media Literacy. Μόνον έτσι θα μπορούν να αναγνωρίζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των πληροφοριών που προσλαμβάνουν από κάθε μέσο, έντυπο ή διαδικτυακό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό. Δηλαδή:

  • Να αναγνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ της δημοσιογραφίας και άλλων μορφών πληροφόρησης και μεταξύ των δημοσιογράφων κι άλλων προμηθευτών πληροφοριών.
  • Στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας, να αναγνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ ειδήσεων και γνώμης.
  • Στο πλαίσιο των ειδήσεων, να είναι σε θέση να αναλύσουν τη διαφορά μεταξύ των ισχυρισμών και της επαληθευμένης πληροφορίας, καθώς και μεταξύ των αποδείξεων και των συμπερασμάτων.
  • Να μπορούν να αξιολογούν και να αποδομούν ειδησεογραφικές αναφορές σε όλες τις πλατφόρμες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με βάση την ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων και την αξιοπιστία των πηγών.
  • Να μπορούν να διακρίνουν τη μεροληψία των ειδησεογραφικών μέσων, αλλά και τη μεροληψία του κοινού. Με την υποστήριξη αυτών των δεξιοτήτων ενισχύονται τέσσερις βασικές έννοιες:
  • Η εκτίμηση της δύναμης των αξιόπιστων πληροφοριών και της σημασίας της ελεύθερης ροής πληροφοριών σε μια δημοκρατική κοινωνία.
  • Η κατανόηση του γιατί οι ειδήσεις έχουν σημασία και ο λόγος για τον οποίο ένας πιο απαιτητικός καταναλωτής ειδήσεων μπορεί να αλλάξει την προσωπική του ζωή, τις ζωές των άλλων και τη ζωή της χώρας.
  • Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι δημοσιογράφοι εργάζονται και παίρνουν αποφάσεις και γιατί κάνουν λάθη.
  • Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ψηφιακή επανάσταση και οι διαρθρωτικές αλλαγές στα μέσα ενημέρωσης επηρεάζουν τους καταναλωτές ειδήσεων

Μαρία Αντωνιάδου: Να καταγγείλουμε επώνυμα και να διδάξουμε τους οικείους μας, ιδίως τους νέους, να μην πιστεύουν τα πάντα και να διαχωρίζουν τα μέσα σε έγκυρα και μη έγκυρα.

Θοδωρής Γεωργακόπουλος: Να είμαστε υποψιασμένοι και διστακτικοί. Υπάρχουν μια σειρά από σημάδια που υποδεικνύουν αν αυτά που διαβάζουμε είναι αληθινές ή κατασκευασμένες πληροφορίες. Η πηγή είναι ένα πολύ σημαντικό τέτοιο σημάδι. Το αν και από ποιους αναπαράγεται η πληροφορία, είναι ένα άλλο. Ένα γρήγορο ψάξιμο για διασταύρωση και επιβεβαίωση είναι πάντα χρήσιμο, πριν πιστέψουμε ή αναδημοσιεύσουμε κάτι. Σε κάποιο επίπεδο, αυτά είναι πράγματα που καθένας μας θα έπρεπε να κάνει, ούτως ή άλλως. Από την άλλη, η υιοθέτηση μιας ενεργούς δυσπιστίας και επιφυλακτικότητας δεν είναι καλό πράγμα. Όσο φθείρεται η εμπιστοσύνη μας στα μέσα που χρησιμοποιούμε για να πληροφορούμαστε, τόσο φθείρεται -έμμεσα- η γενικότερη εμπιστοσύνη μας σε θεσμούς ή στην κοινωνία. Αυτό που θα πρότεινα, είναι να επιλέξετε κάποιες πηγές πληροφόρησης, να τις δοκιμάσετε και, αν τις εμπιστεύεστε, να τις υποστηρίζετε ενεργά, είτε πληρώνοντας συνδρομές, είτε αναπαράγοντας τις δικές τους ειδήσεις και όχι άλλες, τυχαίες. Είναι απαραίτητο τέτοιες αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης να είναι υγιείς και να υποστηρίζονται.

Δημήτρης Ηλιόπουλος: Καταρχάς να αποδεχτούμε ότι η ιστορία των ψευδών ειδήσεων ξεκινάει με την ανάπτυξη του προφορικού λόγου σε όλους τους πολιτισμούς. Το έχουμε στο DNA μας, οπότε ας το γνωρίζουμε και ας είμαστε πιο επιφυλακτικοί. Από εκεί και πέρα, υποθέτω μια καλή αρχή θα ήταν να βάζουμε το μυαλό μας να δουλεύει και να αναρωτιόμαστε τι διαπιστευτήρια έχει η «πηγή» και τι πιθανό κίνητρο. Αυτή ίσως να είναι και η καλύτερη προστασία.

Μιχάλης Μπλέτσας: Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε άμεσα, είναι να μην γινόμαστε συνεργοί στην διάδοση τους. Θα πρέπει να σκεφτόμαστε πολύ και να τεκμηριώνουμε μια είδηση, πριν πατήσουμε το share ή το retweet. Κάθε δυνατότητα που μας δίνεται, συνοδεύεται με μια ευθύνη, κάτι που δυστυχώς φαίνεται να ξεχνάμε. Το τραγικό είναι ότι σήμερα, που η τεκμηρίωση έχει γίνει τόσο προσιτή, ελάχιστοι ασχολούνται μαζί της…

Μάριος Νόττας: Υπάρχει το κοινό που ενημερώνεται βάσει του «τι θέλει να ακούσει», ψάχνοντας την επιβεβαίωση της άποψής του (για τον κόσμο, την κοινωνία, την πολιτική κλπ.) και ένα σαφώς μικρότερο μέρος που επιθυμεί ποιοτική ενημέρωση, ακόμα κι αν ανατρέπει τις εμπεδωμένες θέσεις του. Η πρώτη είναι πιο ευάλωτη στο πρόβλημα των FN. Η ποιοτική ενημέρωση (και η δεξιότητα να τη διαχωρίσεις από την παραπληροφόρηση, την προπαγάνδα, την εμπορική επικοινωνία κλπ.) είναι μια σοβαρή υπόθεση. Οι δεξιότητες / αρετές του Ενήμερου και Ενεργού Πολίτη, αποτελούν πιο επιτακτικό μάθημα, απ’ ό,τι η Φυσική ή η Βιολογία. Μέχρι να υπάρξει ‘ολιστική’ αντιμετώπιση αυτού του αναλφαβητισμού, ως μέρος της εγκύκλιου παιδείας μας, το πλατύ κοινό είναι ανυπεράσπιστο.

Νίκος Σαρρής: Πρέπει να εξασκούμε και να χρησιμοποιούμε την κριτική μας σκέψη. Πριν πιστέψουμε κάτι, πρέπει να διερευνούμε όσες περισσότερες πτυχές είναι δυνατόν. Για παράδειγμα, ποιος είναι αυτός που το ισχυρίζεται, τι άλλο έχει πει στο παρελθόν, τι λένε άλλοι για αυτόν και για τον ισχυρισμό, κλπ.


  • Πόσο πολύ έχουν μειώσει το κύρος των ΜΜΕ και του Internet ως φορέα ειδήσεων τα fake news; Φοβάστε ότι αυτό θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα;

Μαρία Αντωνιάδου: Στην πατρίδα μας μετρήσεις που έχουν γίνει δείχνουν ότι το κοινό έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο Internet από τα παραδοσιακά Μέσα. Στο εξωτερικό η τάση είναι αντίστροφη. Το φαινόμενο δεν θα εξαλειφθεί, όμως, η έγκυρη δημοσιογραφία και η θέληση των κυβερνήσεων είναι ικανές να το κάμψουν.

Θοδωρής Γεωργακόπουλος: Αν και κάποια ΜΜΕ πλήττονται περισσότερο από άλλα, αυτό που πλήττεται γενικώς είναι η εμπιστοσύνη σε οτιδήποτε (μέσα, κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, στους άλλους πολίτες), και στην ίδια την έννοια της αλήθειας. Αυτός είναι ο στόχος της προπαγάνδας και των fake news. Όχι τόσο να παραπλανήσουν για ένα συγκεκριμένο θέμα, αλλά να διαβρώσουν την εμπιστοσύνη του λαού στον ίδιο το δημόσιο διάλογο. Έτσι γίνεται εύφορο το έδαφος για τους λαϊκιστές.

Δημήτρης Ηλιόπουλος: Ας έχουμε κατά νου ότι πολύ πριν μπει στη ζωή μας ο όρος “fake news”, η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια από τις χώρες που «σκοράρει» σταθερά χαμηλά στους δείκτες εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στις Ειδήσεις. Η αντίληψη ότι ζούμε σε ένα «αναξιόπιστο» περιβάλλον είναι ισχυρή στην χώρα μας και, σίγουρα, η ρίζα του κακού δεν βρίσκεται στα newsrooms του Internet.

Μιχάλης Μπλέτσας: Δεν νομίζω ότι τα fake news έχουν θίξει δραστικά το κύρος των «παραδοσιακών» ΜΜΕ – εκείνο που έχει συρρικνωθεί δραματικά, είναι η απήχησή τους. Προφανώς και αυτό επιδρά έμμεσα στο κύρος τους. Γενικότερα, παρατηρούμε ότι κάποια -λίγα- μέσα αυξάνουν το κύρος τους, ενώ τα περισσότερα το βλέπουν να μειώνεται σημαντικά. Τα fake news είναι ένα κυρίως διαδικτυακό φαινόμενο, με το οποίο θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε.

Μάριος Νόττας: Όπως και στην καθημερινή ζωή (και όπως σε πολύ πιο αθώες εποχές διακήρυξε ο Μακ Λούαν), πρέπει να δίνεις προσοχή στο ‘ποιος μιλάει’. Αυτό μπορεί να είναι πολύ πιο ‘ηχηρό’ από το «τι λέει». Στην εποχή που ο κάθε πολίτης μπορεί να είναι μόνος του ένα ΜΜΕ, ας μην είμαστε αφοριστικοί, ούτε για το Web, ούτε για τους bloggers, ούτε για τα μεγάλα τζάκια της Ενημέρωσης. Απλώς (χωρίς να είναι πάντα εύκολο..) πρέπει να συν-αξιολογούμε τη γραμμή συμφερόντων πίσω από τα εκπεμπόμενα. Και πάντα την ‘ιδιοκτησία’, «ποιος μιλάει» δηλαδή. Σε μία καλύτερη κοινωνία, ίσως πετύχουμε μια κλίμακα αξιοπιστίας που θα διευκολύνει το ευρύ κοινό στην επιλογή φορέα ενημέρωσης. Ωστόσο ακόμα κι αυτό, ενέχει κινδύνους.

Νίκος Σαρρής: Το κύρος των ΜΜΕ έχει πληγεί σημαντικά, αλλά το φαινόμενο αυτό ταυτόχρονα προσφέρει μία ευκαιρία να αναδυθούν όσα προσφέρουν ποιοτική δημοσιογραφία που στηρίζεται σε αξιόπιστη έρευνα κι έτσι να ξεχωρίσουν από τον όγκο αυτών που απλώς αναδημοσιεύουν πληροφορίες, χωρίς κανένα έλεγχο.

Βαλεντίνος Τζέκας: Εκτός από τις εκλογές και το χρηματιστήριο, που επηρεάζεται σε καθημερινή βάση από την παραπληροφόρηση και το ρεπορτάζ χαμηλής ποιότητας, τα ΜΜΕ και οι πλατφόρμες διάδοσης ειδήσεων έχουν σίγουρα μείνει πιο πίσω. Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή που ο κόσμος έχει σταματήσει να εμπιστεύεται τους δημοσιογράφους, αλλά ακόμα και τους τεχνολογικούς γίγαντες, όπως το Facebook.

  • Ποιες θεωρείτε ως σημαντικότερες κινήσεις περιορισμού των fake news; Σε ποιόν πέφτει ο κλήρος (ή το βάρος) να εκπαιδεύσει (ή έστω, να υποψιάσει) το κοινό;

Μαρία Αντωνιάδου: Εναπόκειται στους νομοθέτες και τις κυβερνήσεις να αποφασίσουν εάν θέλουν να νομοθετήσουν. Εμείς, ως δημοσιογράφοι, έχουμε καθήκον να εκπαιδεύσουμε το κοινό μας και να τους προσφέρουμε τα κατάλληλα εργαλεία επιλογής, ιδιαίτερα στα νεότερα ακροατήρια που μεγαλώνουν σε έναν κόσμο όπου είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τα πραγματικά νέα.

Θοδωρής Γεωργακόπουλος: Όλοι έχουν ευθύνη. Και το κοινό μόνο του (πρώτα απ’ όλους) και τα ΜΜΕ και όποιος άλλος έχει δημόσιο λόγο, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι φορέων, Instagram influencers, οι πάντες. Είναι ευθύνη όλων μας να κρατήσουμε το δημόσιο διάλογο υγιή και ζωντανό.

Δημήτρης Ηλιόπουλος: Δεν θεωρώ ότι έχει νόημα να προσπαθούμε να περιορίσουμε τα fake news. Θα ήταν μάταιο. Ούτε είναι ρόλος κάποιου συγκεκριμένου να «υποψιάσει» το κοινό. Όσο υψηλότερο το μορφωτικό επίπεδο και η ευρύτερη κουλτούρα, τόσο καλύτερη η αντίληψη του ατόμου και μεγαλύτερες οι άμυνες απέναντι στην παραπληροφόρηση.

Μιχάλης Μπλέτσας: Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να θυμούνται ποια είναι η δουλειά τους και να μην παρασύρονται από την ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας – το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να κάνει την κριτική σκέψη κεντρικό του στόχο.

Μάριος Νόττας: Στην ελεύθερη βούληση. Αν δεν είμαστε έτοιμοι να δυσαρεστήσουμε τον εαυτό μας, να απεκδυθούμε των ατράνταχτων πεποιθήσεών μας και να εξετάσουμε τα ‘απέναντι’ επιχειρήματα, τότε γινόμαστε συνένοχοι στην Κακή Ενημέρωση. Η δογματική προσκόλληση σε μία φωνή, σε ένα ΜΜΕ ή σε ομοιογενείς πηγές, δημιουργεί μία κακοφωνία, μία «ιδρυματοποίηση», μία αναπόδραστη κλειστή ‘βιόσφαιρα Ενημέρωσης’ μέσα στην οποία τα Fake News κυκλοφορούν και πολλαπλασιάζονται σαν βακτήρια. Απαιτείται ένας «Ενάρετος Κύκλος» ενημέρωσης, που μέρος του είναι οι «άλλες απόψεις». Αυτό είναι το κλειδί. Η άλλη (και σημαντικότερη) κίνηση, είναι αυτό που αναφέρθηκε πιο πάνω, η εγκύκλιος εκπαίδευση, π.χ. στο Λύκειο, ή και νωρίτερα.

Νίκος Σαρρής: Η εκπαίδευση πρέπει να ξεκινήσει από τις σχολικές αίθουσες. Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα και ευάλωτα στην παραπληροφόρηση. Αν δεν μάθουν τρόπους για να ξεχωρίζουν τις φήμες από την πραγματικότητα, θα εξελιχθούν σε καταναλωτές ειδήσεων που είτε θα πιστεύουν τα πάντα, είτε απολύτως τίποτα.

Βαλεντίνος Τζέκας: Ζούμε σε μια αρκετά περίπλοκη εποχή. Όλα ξεκινάνε από την Παιδεία, επομένως το κράτος πρέπει να φροντίζει ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν στα σχολεία να είναι ανοιχτόμυαλα, αλλά και καχύποπτα, ταυτόχρονα. Επίσης, οι τεχνολογικές ικανότητες είναι σημαντικές. Όταν το μόνο που ψάχνουμε στο Internet είναι το YouTube και το Facebook, είμαστε ήδη καταδικασμένοι σε παλιά, αλλά και νέα φαινόμενα απατών.

Διαβάστε το Β’ Μέρος του αφιερώματος στο τεύχος Νοεμβρίου.