Το ΙΟΒΕ δίνει έμφαση στη χρήση του χρηματιστηριακού συστήματος και των προϊόντων του ελληνικού χρηματιστηρίου για την χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων ιδιαίτερα μέσα σε μία περίοδο που η ρευστότητα προς τις επιχειρήσεις έχει συρρικνωθεί.

    Πώς διαμορφώθηκε το πρόβλημα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων;

Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά χρηματοδότησαν την περίοδο 1995-2007 τις επενδύσεις και τις λειτουργικές/καταναλωτικές δαπάνες τους σε μεγάλο βαθμό με τραπεζικό δανεισμό, ενώ η άντληση πόρων σε αυτήν την περίοδο από τη χρηματιστηριακή αγορά ήταν σχετικά περιορισμένη, στον απόηχο και του βραχυπρόθεσμου, αλλά μεγάλων διαστάσεων, κύκλου υπερθέρμανσης στην ελληνική κεφαλαιαγορά κατά τα έτη 1997-1999.

Όμως, τα αρκετά λιγότερα κεφάλαια που πλέον έχουν στη διάθεσή τους οι ελληνικές τράπεζες, λόγω της εκτεταμένης απόσυρσης των καταθέσεων, αλλά και της κατακόρυφης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεν επιτρέπουν μεσοπρόθεσμα την εκτεταμένη παροχή χρηματοδότησης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε η ελληνική οικονομία μέχρι την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και την εγχώρια δημοσιονομική κρίση ήταν μη διατηρήσιμος μακροπρόθεσμα.

    Πώς μπορεί να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης;

Για την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χρειάζεται αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου, το οποίο πρέπει να δομηθεί στους εξής βασικούς στόχους:

  • Περιορισμός της σημασίας της καταναλωτικής δαπάνης για τη μεγέθυνση της οικονομίας,
  • Ενίσχυση του ρόλου των επιχειρηματικών επενδύσεων, οι οποίες διατηρούν και βελτιώνουν την παραγωγική δυναμικότητα μια χώρας,
  • Άνοδος της «καθαρής» συμβολής του εξωτερικού τομέα, κυρίως από την αύξηση των εξαγωγών.

Για την επιδίωξη αυτών των στόχων απαιτείται πρωτίστως η διευκόλυνση των επενδύσεων και της εξαγωγικής δραστηριότητας τομέων οι οποίοι καινοτομούν και παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, με υψηλή προστιθέμενη αξία και πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να παράσχει σε αυτούς τους τομείς τους πόρους που χρειάζονται, είναι περιορισμένη. Επομένως, για την άντληση των απαραίτητων κεφαλαίων για τη μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο, εναλλακτικές ως προς τον τραπεζικό δανεισμό μορφές χρηματοδότησης πρέπει να αναπτυχθούν.

Τούτων δεδομένων, η χρηματοδότηση μέσω της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό, τόσο ως προς τη διοχέτευση των εγχώριων αποταμιεύσεων σε επιχειρηματικές επενδύσεις, όσο και ως προς την προσέλκυση επενδυτικών πόρων από το εξωτερικό. Οι επιλογές άντλησης κεφαλαίων που προσφέρουν οι χρηματιστηριακές αγορές πρέπει να αναδειχθούν στην Ελλάδα και να αναπτυχθούν περαιτέρω.

Ειδικά σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση νέων επιχειρήσεων μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς, έχουν διαμορφωθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και εγχωρίως, νέα εργαλεία χρηματοδότησης των ΜμΕ. Αυτά τα χρηματοδοτικά μέσα μπορούν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στην περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία το ποσοστό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικά σε εγχώριους κλάδους με ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και μικρό μέσο μέγεθος επιχείρησης, όπως ο τουρισμός και ο αγροδιατροφικός τομέας.

    Tι ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν οι χρηματιστηριακές αγορές στο ασφαλιστικό σύστημα;

Οι χρηματιστηριακές αγορές μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και ως προς την ενίσχυση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Οι επικρατούσες δημογραφικές τάσεις στις αναπτυγμένες χώρες, με σημαντικότερη την αυξημένη αναλογία συνταξιούχων προς εργαζομένους, καθώς και οι σχετικά υψηλές παροχές στους απόμαχους της εργασίας, έχουν καταστήσει απαραίτητη τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματός τους. Αυτή πρέπει να αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός ασφαλιστικού συστήματος του οποίου ο αναδιανεμητικός ρόλος από εργαζομένους προς συνταξιούχους να είναι ηπιότερος, διασφαλίζοντας ένα συγκεκριμένο επίπεδο εισοδήματος για όλους τους συνταξιούχους, προωθώντας παράλληλα την αποταμίευση κεφαλαίων από τους εργαζομένους, για τη συμπλήρωση του βασικού, εγγυημένου από την αναδιανεμητική λειτουργία εισοδήματος.


Παρά ταύτα, η διείσδυση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος και η ανάπτυξη του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα στην Ελλάδα (ομαδική και ατομική αποταμίευση, σε επαγγελματικά ταμεία και ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις) γίνονται με πολύ αργούς ρυθμούς, ειδικά σε σύγκριση με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η περαιτέρω ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, ως αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγορών, αποτελεί απαραίτητο βήμα για την ενδυνάμωση του δευτέρου και του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Με την αξιοποίηση των επενδυτικών ευκαιριών που θα παρέχει, θα είναι εφικτή η ενίσχυση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μελλοντικών συνταξιούχων, αλλά και η αύξηση στο παρόν των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία.

Λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την αλλαγή του αναπτυξιακού της προτύπου, όπως επίσης τις ανάγκες του ασφαλιστικού συστήματος και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται, η μελέτη του Ι.Ο.Β.Ε. με τίτλο «Η χρηματοδότηση μέσω χρηματιστηριακής αγοράς και το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της Ελλάδας» αναδεικνύει τις λύσεις που προσφέρει η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά για τη συγκέντρωση κεφαλαίων για αυτούς τους σκοπούς.

    Ποιοι κλάδοι έχουν τις καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια;

Στους κλάδους με τις καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης και υψηλή πιθανότητα πραγματοποίησης επενδύσεων στα προσεχή έτη, συγκαταλέγονται εξωστρεφείς κλάδοι της Μεταποίησης, ο τομέας του Τουρισμού, το οικοσύστημα δραστηριοτήτων στις Μεταφορές και την Αποθήκευση και η Ενέργεια. Αυτοί οι κλάδοι έχουν σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα και μπορούν να συμβάλλουν στην αλλαγή του τρόπου ανάπτυξης της Ελλάδας. Οι παραχωρήσεις και οι αποκρατικοποιήσεις αναμένεται να επιδράσουν καταλυτικά στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων σε αυτές και άλλες δραστηριότητες.

Οι επενδύσεις σε εγκαταστάσεις παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, σε μηχανήματα και εξοπλισμό, τις οποίες θα χρειαστούν οι παραπάνω κλάδοι, είναι περισσότερο προσανατολισμένες στην ενίσχυση της παραγωγής και της παραγωγικότητας μιας οικονομίας, σε σύγκριση με την κατασκευή κατοικιών και την απόκτηση μεταφορικών μέσων στο παρελθόν.

Το γεγονός ότι διαχρονικά η ελληνική οικονομία βασίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις περισσότερο από ότι οι υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (>99% των επιχειρήσεων το 2015), αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που θα διαδραματίσουν οι ΜμΕ σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.

Επομένως, οι πολιτικές οι οποίες θα εφαρμοστούν για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων, αλλά και τα χρηματοδοτικά μέσα τα οποία θα είναι διαθέσιμα για αυτές, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες, τον τρόπο οργάνωσης κ.λπ. των ΜμΕ. Δεδομένης της πιστωτικής συρρίκνωσης από τον τραπεζικό τομέα προς τις επιχειρήσεις από το 2010, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση όλων των πιθανών πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων για σταθερή τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας, στις οποίες συγκαταλέγονται τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

    Ποια θα είναι τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία μέσω των χρηματιστηριακών αγορών;

Στα χρηματοδοτικά εργαλεία μέσω των χρηματιστηριακών αγορών τα οποία παρουσιάζονται στη μελέτη περιλαμβάνονται η τιτλοποίηση απαιτήσεων (securitisation), η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, η έκδοση ομολογιών, η έκδοση δικαιωμάτων προαίρεσης και συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης μέσω του Χρηματιστηρίου Παραγώγων. Αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία είναι αξιοποιήσιμα κυρίως από μεγάλες επιχειρήσεις. Υπάρχουν όμως και χρηματοδοτικά μέσα τα οποία είναι εφικτό να αξιοποιηθούν από επιχειρήσεις κάθε μεγέθους, όπως οι αγορές ομολόγων λιανικής για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (π.χ. BondM στην Γερμανία, ExtraMOTPRO στην Ιταλία), τα εισηγμένα επενδυτικά κεφάλαια (listed private equity), οι τίτλοι παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών (warrants). Ορισμένα εξ’ αυτών είναι σε κάποιες χώρες διαθέσιμα και σε μη εισηγμένες επιχειρήσεις, όπως τα επονομαζόμενα «mini-bonds» στην Ιταλία.

Ως προς τα πλεονεκτήματα τέτοιων χρηματοδοτικών εργαλείων, ενδεικτικά, η έκδοση μετοχών σε συνδυασμό με warrants θεωρείται κίνητρο προσέλκυσης επενδυτών σε περιπτώσεις όπου ο επιχειρηματικός κίνδυνος είναι υψηλότερος, όπως στις start-up εταιρίες και τις μικρότερες επιχειρήσεις, επειδή οι εταιρίες δεσμεύονται σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου σε προκαθορισμένη περίοδο, στην τιμή της εξάσκησης του δικαιώματος κτήσης, παρέχοντας και το δικαίωμα αγοράς επιπλέον μετοχών, στην τιμή εξάσκησης.


Η Εναλλακτική Αγορά (ΕΝ.Α.) του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αποτελεί άλλον ένα μηχανισμό άντλησης χρηματοδότησης ο οποίος απευθύνεται αποκλειστικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ορισμένα χαρακτηριστικά της ΕΝ.Α. που διευκολύνουν την πρόσβαση σε αυτή είναι τα κριτήρια εισόδου, τα οποία μπορούν να ικανοποιήσουν αρκετές από τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αλλά και μικρότερες. Παρά το πλήθος των εναλλακτικών επιλογών άντλησης κεφαλαίων οι οποίες υπάρχουν μέσω των χρηματιστηριακών αγορών, η συμβολή τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη δεν έχει αναπτυχθεί, ιδίως σε σύγκριση με τις Η.Π.Α. Βασική αιτία για τη χαμηλή απήχηση των χρηματοδοτικών εργαλείων μέσω των κεφαλαιαγορών στις επιχειρήσεις αποτελεί η ελλιπής πληροφόρησή τους σχετικά με αυτά. Ιδιαίτερα χαμηλή είναι η πληροφόρηση για τις δυνατότητες χρηματοδότησης αξιοποιώντας ηλεκτρονικά μέσα, όπως οι πλατφόρμες ηλεκτρονικής έκδοσης ομολόγων, ο πληθοπορισμός (crowdfunding). Κύριο πλεονέκτημά τους έναντι των περισσότερο συμβατικών διαδικασιών χρηματοδότησης, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι το χαμηλό κόστος πρόσβασης, αφού δεν χρειάζεται η παρέμβαση εξειδικευμένων οργανισμών, όπως επενδυτικών οίκων. Οι δυσχέρειες άντλησης κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις με την έκδοση μετοχών ή χρεογράφων, συνδέονται με θέματα όπως το κόστος συναλλαγής, οι προϋποθέσεις εισαγωγής στην χρηματιστηριακή αγορά, ζητήματα που απορρέουν από το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των κεφαλαιαγορών κ.ά. Στην πλευρά των επενδυτών, σημαντικός ανασχετικός παράγοντας ως προς την επενδυτική στρατηγική που ακολουθούν θεωρείται ο περιορισμένος όγκος πληροφοριών για τις επιχειρήσεις, π.χ. ως προς τα οικονομική αποτελέσματα, την πιστοληπτική τους ικανότητα, που δεν επιτρέπει τον εντοπισμό ελκυστικών επιχειρήσεων ή συγκεκριμένων έργων τους.

    Ποιές είναι οι πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν για την προσέλκυση κεφαλαίων από επιχειρήσεις;

Ξεκινώντας από τις πολιτικές εγχωρίως, αυτές πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη και διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας μακροπρόθεσμα, προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στη σταθερότητα της οικονομίας. Για αυτό το σκοπό θα χρειαστεί μεταβολή του δημοσιονομικού μίγματος που οδήγησε στην τρέχουσα δημοσιονομική θέση και βασίζεται κυρίως σε αύξηση φόρων, δημιουργώντας υψηλές επιβαρύνσεις και στην επιχειρηματικότητα. Απαραίτητη για την ενίσχυση της ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι η συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών, με έμφαση σε όσες αφορούν στις επιχειρήσεις (χαλάρωση ρυθμιστικών περιορισμών, μείωση διοικητικών «βαρών», επέκταση ηλεκτρονικών συναλλαγών με το δημόσιο κ.ά.).

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, πρωτεύουσας σημασίας είναι η σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος, κατόπιν της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Αυτό το στόχο επιδιώκει η Τραπεζική Ένωση στην Ε.Ε. Η χαλάρωση ή η άρση περιοριστικών κανονισμών στη διασυνοριακή κίνηση και διαχείριση κεφαλαίων, επίσης θα αποτελέσει σημαντικό κίνητρο για την προσέλκυσή τους. Ενδεικτική ενέργεια σε επίπεδο ΕΕ για αυτό το θέμα, είναι η οδηγία για τους «Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων» (2011/61/Ε.Ε.), Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ε.Ε. για τη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων πρέπει να είναι σχετικά αυστηρό, π.χ. για την προστασία των επενδυτών.0

    Ποιές είναι οι τάσεις στη χρηματοδότηση των ΜμΕ, που έχουν αυξημένη βαρύτητα στην ελληνική οικονομία, πανευρωπαικά;

Υψηλή σημασία από τους επιχειρηματικούς φορείς πανευρωπαϊκά (π.χ. BusinessEurope) για την εύρεση των κεφαλαίων τα οποία χρειάζονται οι νεοσύστατες επιχειρήσεις και οι αναπτυσσόμενες ΜμΕ, αποδίδεται στη μη τραπεζική χρηματοδότηση. Στις προτάσεις τους αναδεικνύουν νέα χρηματοδοτικά και διοικητικά σχήματα τα οποία έχουν αναπτυχθεί διεθνώς τα τελευταία χρόνια, όπως οι επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels), η μικροχρηματοδότηση (“microfinance”).

Επίσης, προτιμούν και χρηματοδοτικούς μηχανισμούς οι οποίοι αξιοποιούν νέες τεχνολογίες, όπως οι ψηφιακές πλατφόρμες. Στα σημαντικότερα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης για τις ΜμΕ τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν εγχωρίως, συγκαταλέγονται η Εναλλακτική Αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΕΝ.Α.), τα εισηγμένα επενδυτικά κεφάλαια (listed private equities), όπως οι Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.) και οι Εταιρείες Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.), οι εταιρίες επενδυτικής διαμεσολάβησης, η συμβουλευτική επιχειρήσεων (business mentors) και η εταιρική διακυβέρνηση (corporate governance). Η Εναλλακτική Αγορά και τα εισηγμένα επενδυτικά κεφάλαια αποτελούν χρηματοδοτικές δυνατότητες μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ωστόσο την τρέχουσα περίοδο ουσιαστικά δεν αξιοποιούνται από τις εγχώριες επιχειρήσεις. Όμως, εφόσον σταδιακά αξιοποιηθούν, μπορούν να έχουν σημαντικές θετικές επενέργειες στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

ΕΝΩΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ
Στην αναγκαία σταδιακή αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος εγχωρίως στην κατεύθυνση της ανάπτυξης του κεφαλαιοποιητικού του σκέλους, μπορεί να συμβάλλει η προωθούμενη Ένωση Κεφαλαιαγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Capital Markets Union). Η Ένωση Κεφαλαιαγορών συμπληρώνει τις χρηματοοικονομικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών στην ΕΕ και την Τραπεζική Ένωση, που αποσκοπούν στην ενίσχυση της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, προκειμένου να αποκατασταθεί και να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπλέον, η CMU επεκτείνει προηγούμενες πρωτοβουλίες για την προώθηση της ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, θέτοντας ορισμένους κοινούς στόχους με το προϋπάρχον Σχέδιο Δράσης Παροχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (Financial Services Action Plan – FSAP). Σε αυτούς περιλαμβάνονται η μείωση των εμποδίων στις διασυνοριακές χρηματοοικονομικές επενδύσεις, με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητας μέσω του μεγαλύτερου ανταγωνισμού, καθώς και η μεγαλύτερη διαφοροποίηση του επενδυτικού κινδύνου από τη διεύρυνση των επιλογών τοποθετήσεων. Με τη σταδιακή επίτευξη των παραπάνω στόχων, η Ένωση Κεφαλαιαγορών θα προσφέρει στα νοικοκυριά περισσότερες δυνατότητες αξιοποίησης των αποταμιεύσεών τους, π.χ. σε προγράμματα συντάξεων τα οποία επενδύουν και σε αγορές κεφαλαίων, περιορίζοντας ταυτόχρονα τους δυνητικούς κινδύνους τέτοιων τοποθετήσεων. Το εύρος και η ποιότητα των επενδυτικών επιλογών θα αυξηθούν και για τα ασφαλιστικά ταμεία. Το νομικό πλαίσιο εγχωρίως για την προστασία των επενδυτών (Ν. 4099/2012), το οποίο πληροί τις ισχύουσες κοινοτικές προδιαγραφές, αποτελεί πρόσθετο παράγοντα ο οποίος ευνοεί τις επενδύσεις σε προϊόντα τα οποία βασίζονται στην ελληνική κεφαλαιαγορά.