To πραγματικό Total Cost of Ownership των βάσεων δεδομένων RDBMS είναι αρκετά δύσκολο να υπολογιστεί. Και αυτό γιατί επηρεάζεται από πολλούς, αρκετές φορές αστάθμητους, παράγοντες. Στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που οργάνωσε το netweek με τη συμμετοχή Διευθυντών Πληροφορικής από μεγάλες εταιρείες και οργανισμούς, αναλύθηκε κάθε πτυχή αυτού του σύνθετου θέματος.

Στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που διοργάνωσε το netweek με θέμα «Υπολογίζοντας το πραγματικό Total Cost of Ownership των Relational Data Base Management Systems (RDBMS)» και τη συμμετοχή των Απόστολου Moυρελάτου, Διευθυντή Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών της Olympic Catering, Νίκου Παπαγιαννόπουλου, Project Leader, Business Applications and Technology του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, Ηλία Γιαννόπουλου, Υποδιευθυντή Τεχνολογίας, Προτύπων και Ασφαλείας του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, Ιωάννη Παράσχου, Διευθυντή Πληροφορικής της ΤΙΤΑΝ και Διονύση Θεοδοσίου, Αναπληρωτή Διευθυντή Πληροφορικής της Geniki Bank, αναλύθηκαν τα παρακάτω θέματα:

α) Ο ρόλος των Βάσεων Δεδομένων στην επιχείρηση και πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το TCO στην επιλογή τους
β) Τα οφέλη που προσφέρει στην επιχείρηση μια σύγχρονη βάση δεδομένων
γ) Δυνατότητες migration και το κόστος μετάβασης σε μια νέα, σύγχρονη πλατφόρμα, έναντι της αναβάθμισης της υπάρχουσας

Χορηγοί της συζήτησης ήταν οι εταιρείες SAP Hellas και HP Hellas, εκπρόσωποι των οποίων πραγματοποίησαν μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα του υπολογισμού τού TCO των RDBMS. Οι παρουσιάσεις ξεκίνησαν με τον Δημήτρη Κουβαρά, Business Development Database and Technology, SAP Hellas & Cyprus, ο οποίος αναφέρθηκε στην εξαγορά της Sybase από την SAP πριν από δύο χρόνια, που ενδυνάμωσε τη θέση της, προσφέροντάς της τη δυνατότητα να παρέχει σήμερα μια από τις πιο πλήρεις λύσεις RDBMS της αγοράς.

Η συγκεκριμένη λύση υλοποιείται μέσω του SAP Real Time Data Platform – το οποίο Data Platform αναφέρεται στα δεδομένα, και το Real Time αφορά στο γεγονός ότι η πρόσβαση στην πληροφορία γίνεται σε πραγματικό χρόνο. Η πλατφόρμα της SAP λαμβάνει υπόψη τούς ουκ ολίγους ανομοιογενείς παράγοντες του σήμερα, όπως είναι τα big data, το cloud και η αυξανόμενη χρήση των φορητών συσκευών, τα κοινωνικά δίκτυα και τα analytics. Παράλληλα, στηρίζεται σε πέντε βασικούς πυλώνες: εφαρμογές, analytics, mobile, τεχνολογία/βάσεις δεδομένων και cloud.

Οι βάσεις δεδομένων που προσφέρει η SAP για την υλοποίηση τής πλατφόρμας της είναι η SAP Sybase ASE (η Νο1 transactional βάση δεδομένων με το χαμηλότερο κόστος ιδιοκτησίας), η SAP Sybase IQ (μια analytical βάση δεδομένων που εισήγαγε για πρώτη φορά την αποθήκευση δεδομένων σε στήλες και όχι σε γραμμές) και η SAP Sybase SQL Anywhere (για φορητές συσκευές), με το SAP ΗΑΝΑ να βρίσκεται στο επίκεντρό τους και να εξασφαλίζει τη βέλτιστη επικοινωνία και εκμετάλλευσή τους. Στη συνέχεια, ο κ. Κουβαράς αναφέρθηκε στην SAP Sybase ASE, τονίζοντας ότι προσφέρει το χαμηλότερο TCO για τρεις βασικούς λόγους: είναι βελτιστοποιημένη για να τρέχει σε συστήματα SAP, έχει τα μεγαλύτερα οφέλη και τέλος προσφέρει το καλύτερο δυνατό support για τον πελάτη.

H SAP Sybase ASE χρησιμοποιείται, ήδη, από πολλές μεγάλες εταιρείες παγκοσμίως (για παράδειγμα, αποτελεί τη Νο1 βάση δεδομένων για την Wall street από όπου και ξεκίνησε, ενώ χρησιμοποιείται από το 90% των τραπεζών) κι έχει γίνει γνωστή για την απόδοση, την αξιοπιστία και το χαμηλό κόστος ιδιοκτησίας της. Είναι χαρακτηριστικό ότι διαθέτει τον μεγαλύτερο βαθμό ικανοποίησης από τους χρήστες της, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες βάσεις δεδομένων. Ακολούθως, ο κ. Κουβαράς αναφέρθηκε στους τομείς που επηρεάζουν το κόστος μιας βάσης δεδομένων, που εκτός από το licensing και το κόστος υποστήριξης, παίζουν ρόλο η αποδοτικότητα (αριθμός servers, storage, ισχύς, απαιτούμενος χώρος), η ευκολία διαχείρισης, η αξιοπιστία λειτουργίας (π.χ. πόσο downtime θα υπάρχει κ.λπ.) και τέλος το Time to Market (ευελιξία στις αναβαθμίσεις).

Σε πέντε από αυτούς τους τομείς που επηρεάζουν το TCO – servers, storage, software, καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού IT, μείωση του downtime – η SAP Sybase ASE έχει τα πρωτεία, σύμφωνα και με σχετική μελέτη της IDC. Εκτός, όμως, από το μικρότερο TCO, η SAP εξασφαλίζει ότι θα υποστηρίζει την Sybase ASE μέχρι το 2020 και όποιο enhancement packet ή νέα έκδοση της βάσης κυκλοφορήσει, θα υποστηρίζεται αυτόματα και χωρίς πρόσθετο κόστος. Επιπλέον, σε μια δεύτερη έρευνα της Bloor έγινε μια απευθείας σύγκριση ανάμεσα σε ASE και Oracle, με την πρώτη να αποδεικνύεται πιο οικονομική στο 85% των τομέων. Τέλος, ένα ακόμα σημαντικό πρόσθετο πλεονέκτημα της SAP Sybase ASE είναι η σημαντικά μεγαλύτερη ευκολία στο migration των βάσεων δεδομένων με ελαχιστοποίηση του downtime.

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Λάμπρος Καρακώστας, Business Critical systems Presales της HP, ο οποίος αναφέρθηκε στην πρόκληση του downtime και της ανάγκης ελαχιστοποίησης του κόστους, λύσεις που προσφέρει η HP με τα συστήματα της, σε συνεργασία με την SAP, σεβόμενη τις απαιτήσεις και επιλογές του πελάτη, υποστηρίζοντάς τις σε κάθε περίπτωση. Η λύση που πρότεινε ο κ. Καρακώστας για το Business Suite, περιλαμβάνει τη SAP Sybase ASE ως βάση δεδομένων που θα τρέχει με το λειτουργικό HP UΧ 3.0 και θα κάνει χρήση διαφόρων τεχνολογιών υψηλής διαθεσιμότητας. Ολα αυτά θα εγκατασταθούν σε συστήματα integrity με υπηρεσίες (consulting, migration, υποστήριξης, εγκατάστασης, κ.λπ.) είτε από την HP, είτε από την SAP. Βασικά οφέλη είναι το μικρότερο TCO, μια modular δομή (ώστε ο πελάτης να μην χρειαστεί να κάνει σημαντικές επενδύσεις εξ αρχής, αλλά όσο μεγαλώνει η επιχείρησή του να προσαρμόζει αντίστοιχα το σύστημά του), την ευελιξία επιλογών στον εξοπλισμό hardware και τις προσφερόμενες υπηρεσίες.

Στη συνέχεια, ο εκπρόσωπος της HP αναφέρθηκε, με ένα παράδειγμα, στα οφέλη του migration από ένα σύστημα με Οracle database σε Sybase, τονίζοντας την εξοικονόμηση χώρου που δημιουργήθηκε αλλά και το πολύ μικρό ROI. Εν κατακλείδι, το κόστος μετάβασης σε Sybase ASE με HP Integrity i2 blades/Superdome 2 μειώνεται με το χρόνο, ενώ αντίθετα η διατήρηση σε λύση Oracle oδηγεί σε μια αύξησή του σε συνάρτηση με το χρόνο. Μπορεί οι καιροί να είναι δύσκολοι, ωστόσο τώρα μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις που δεν θα σκεφτόμασταν καν πριν 2-3 χρόνια. Αποφάσεις που αφορούν το migration και που μπορούν να οδηγήσουν στη μείωση του TCO.

Το πολυσύνθετο κόστος
Οι εποχές είναι δύσκολες και το κόστος αποτελεί πρωτεύοντα ρόλο επιλογής ακόμα και για τις βάσεις δεδομένων, που αποτελούν ένα ευαίσθητο σημείο για όλες τις εταιρείες. Εκτός από το οικονομικό κόστος, στο οποίο δίνει κανείς βαρύτητα σήμερα, υπάρχουν και άλλα κόστη τα οποία συνήθως δεν τα υπολογίζουμε. Πέραν του εξοπλισμού, υπάρχει, για παράδειγμα, το κόστος του ρεύματος, της ψύξης, του απαιτούμενου χώρου αλλά και άλλων παραγόντων που εμμέσως αλλά σαφώς επηρεάζουν το συνολικό κόστος.

Ετσι, ο υπολογισμός του είναι αρκετά σύνθετος και προκειμένου να αξιολογηθεί σωστά, πρέπει να γίνει με τη χρήση ειδικών εργαλείων και εκτίμηση ειδικών παραμέτρων. «Το ετήσιο κόστος των βάσεων δεδομένων που χρησιμοποιούμε αντιστοιχεί στο 12-15% του λειτουργικού κόστους (opex) για τη Διεύθυνση Πληροφορικής. Επομένως, αν αυτό μπορούμε να το μειώσουμε και να έχουμε ένα γρήγορο ROI, τότε ναι, μας ενδιαφέρει να δούμε τον τρόπο» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Παράσχος της ΤΙΤΑΝ. «Αλλά μας ενδιαφέρει να κόψουμε το κόστος άμεσα και όχι σε βάθος τριετίας ή πενταετίας» συμπλήρωσε.

Στη κρισιμότητα της εφαρμογής για την επιλογή μιας βάσης δεδομένων αναφέρθηκε ο κ. Θεοδοσίου της Geniki Bank, ο οποίος έκανε λόγο για τις προσπάθειες των κατασκευαστών εφαρμογών να σε «κλειδώσουν» είτε σε κάποιο hardware, είτε σε κάποια βάση δεδομένων:
«Αν θέλεις να παρεκκλίνεις λίγο ώστε να ρίξεις τα κόστη σου, χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, ήδη υπάρχοντα εξοπλισμό, εκεί αρχίζει ο κατασκευαστής της εφαρμογής να σε αποτρέπει, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο δεν είναι προτεινόμενο. Και αν τελικά αποφασίσεις να παρεκκλίνεις, τότε οδηγείσαι σε μια λύση που δεν συμφέρει. Γιατί με το που εμφανιστούν τα πρώτα προβλήματα, ο κατασκευαστής θα υπερασπιστεί τη δική του προτεινόμενη λύση. Το αποτέλεσμα είναι downtime, δύσκολο administration, λειτουργίες για τους χρήστες που, είτε δεν υπάρχουν καν, είτε υπάρχουν, αλλά με τρόπο που δεν είναι εύχρηστος για τον χρήστη, και τελικά το TCO να είναι πολύ μεγαλύτερο”.

Παλιά το πρόβλημα ήταν εντονότερο γιατί οι επιλογές ήταν λιγότερες, συμπλήρωσε ο κ. Γκαραβέλας, Business Critical Systems Product Manager της HP, ωστόσο, σήμερα με τη διαθέσιμη γκάμα λύσεων και υπηρεσιών, αν ο πελάτης πιέσει τότε μπορεί να πετύχει την αλλαγή ή τη λύση που θέλει. Εμπόδιο σε αυτό, ωστόσο, αποτελούν τα enterprise agreements που συνήθως οι μεγάλοι οργανισμοί έχουν με τους κατασκευαστές, σχολίασε ο κ. Γιαννόπουλος από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Ενα πολύ καλό συμβόλαιο που συνοδεύεται από σημαντικές εκπτώσεις διαφοροποιεί σημαντικά την εκτίμηση του TCO. «Μια σημαντική παράμετρος με τα enterprise agreements, είναι ότι πολλές φορές υπάρχουν και ρήτρες. Για παράδειγμα, στον όμιλο μας, υπάρχουν εκπτώσεις ανάλογα με τον τζίρο που θα κάνεις. Οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση θέλεις τεκμηριωμένα επιχειρήματα για να επιλέξεις διαφορετικό λογισμικό από αυτό που περιλαμβάνεται στο enterprise agreement».


Πολυπλοκότητα
Ενα θέμα που απασχολεί τους Διευθυντές Πληροφορικής σήμερα είναι η αρχιτεκτονική. Οι κατασκευαστές, στην προσπάθεια τους να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους, οδηγούνται σε εξαγορές και αφομοιώσεις ανομοιογενών λύσεων, οι οποίες, τελικά, αυξάνουν κατακόρυφα την πολυπλοκότητα. «Εκείνο που χρειάζεται είναι ένα εργαλείο, το οποίο θα συγκεντρώσει τις διαφορετικές τεχνολογίες και θα μας φέρει στην κατάσταση που ήμασταν πριν από 20 χρόνια, όταν τα ΕRPs κατάργησαν τις υφιστάμενες νησίδες εφαρμογών. Αλλιώς, το κόστος είναι πολύ υψηλό» είπε ο κ. Παράσχος της ΤΙΤΑΝ.

Στο σημείο αυτό ο κ. Ξηρόκωστας, Διευθυντής Πωλήσεων της SAP Hellas, συμπλήρωσε ότι το κόστος σήμερα είναι εξαιρετικά χαμηλότερο από ότι παλιότερα. Και αυτό διότι ο τιμοκατάλογος της SΑP παραμένει σταθερός τα τελευταία 14 χρόνια, όπως είπε. «Καταλαβαίνω το πρόβλημα που υπάρχει με την πολυπλοκότητα, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Σήμερα υπάρχουν δυνατότητες, όπως το mobility, που δεν υπήρχαν πριν από 15 χρόνια. Ισως κάποια στιγμή γυρίσουμε πάλι στο ενιαίο μοντέλο. Αλλά δεν νομίζω να υπάρχει οποιοσδήποτε κατασκευαστής που να σκέφτεται να δημιουργήσει τώρα την υπερλύση που θα καλύψει τα πάντα» συμπλήρωσε. Η πολυπλοκότητα υπάρχει και τουλάχιστον στην παρούσα φάση είναι δύσκολο να αποφευχθεί.

Αυτό που μπορεί να γίνει είναι μια απλοποίηση, μια ομαδοποίηση και μια συρρίκνωση της πλατφόρμας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του κόστους συντήρησης, παρατήρησε ο κ. Γιαννόπουλος του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. «Εκτός αυτού οφείλει κανείς να εκτιμά και να ακολουθεί τις τάσεις της εποχής», είπε ο κ. Παπαγιαννόπουλος από το ΑΙΑ (Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών). «Δεν μπορείς να αγνοείς τις εξελίξεις όπως είναι το cloud, που απλοποιεί ορισμένα από τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν. Οπως είναι οι υποδομές και η διαχείριση» συμπλήρωσε.Καινοτομία και κόστοςΑναμφίβολα η περικοπή του κόστους έχει νόημα, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξασφαλίσεις το operation του συστήματος σε ένα μεταβλητό περιβάλλον, όπως είναι αυτό σήμερα.

Το κόστος είναι παντού, σε κάθε στρατηγική που θέλεις να χαράξεις, πρέπει να το υπολογίζεις, αλλά αφού εκτιμάς πρώτα σωστά τα δεδομένα, σχολίασε ο κ. Παράσχος της ΤΙΤΑΝ. Η επένδυση σε εργαλεία BI και Analytics έχει μικρό κόστος και μπορεί να φέρει σημαντικά οφέλη στην επιχείρηση, είπε ο κ. Moυρελάτος της Olympic Catering. «Με αυτά τα δεδομένα μπορείς να βοηθήσεις τον Οικονομικό Διευθυντή της εταιρείας ώστε να λάβει το ταχύτερο δυνατό τις σωστές αποφάσεις…Είμαι υπέρ της ανάπτυξης με πολύ συγκεκριμένα βήματα και υπέρ της καινοτομίας, αλλά το όποιο κόστος πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από αντισταθμιστικά οφέλη…

Σίγουρα έχουμε συμβόλαια με ορισμένους μεγάλους κατασκευαστές, ωστόσο, πρέπει να είμαστε ανοιχτόμυαλοι και ως εκ τούτου τα πάντα επανεξετάζονται» συμπλήρωσε. Στη σημασία της καινοτομίας σε συνάρτηση με τη μείωση του κόστους αναφέρθηκε ο κ. Θεοδοσίου της Geniki Bank. «Υπάρχουν τεχνολογίες με πολύ μικρό ROI – πχ. το virtualization – που βοηθoύν στη μείωση του κόστους, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν το σύστημα σε λειτουργία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να κοιτάς και το μέλλον. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις αυξάνονται γεωμετρικά όσο περνάνε τα χρόνια. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα πολύ μεγαλύτερο όγκο δεδομένων στα συστήματα και άρα μεγάλη πίεση στη βάση δεδομένων.

Και τότε πρέπει να σκεφτείς ‘out of the box’ και να εξετάσεις καινοτόμες λύσεις. Ωστόσο, οι νέες αυτές τεχνολογίες, λόγω της κρίσης, δεν έχουν την ανάπτυξη που θα έπρεπε με αποτέλεσμα οι χρόνοι υιοθέτησης τους να αυξάνονται και να μην υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος για να ωριμάσουν. Αυτό, σε συνδυασμό με την πίεση που δεχόμαστε από την επιχείρηση μας για μείωση του budget, μας δυσκολεύει στην επιλογή των αποφάσεων» συμπλήρωσε. «Εμείς ακολουθούμε μια πολιτική, σύμφωνα με την οποία κανένα κόστος δεν θεωρείται δεδομένο. Ολα τα κόστη επανεξετάζονται. Αυτή τη στιγμή προσανατολιζόμαστε σε λύσεις που φέρνουν άμεσα αποτελέσματα ή μπορούν να φέρουν σημαντικά κέρδη με μικρές επενδύσεις.

Από την άλλη πλευρά, η καινοτομία φέρνει έκρηξη σε μια βάση δεδομένων. Από τη δική μας εμπειρία είδαμε ότι το BI σύστημα κοντεύει να ξεπεράσει το ERP σύστημα…» σχολίασε ο κ. Παπαγιαννόπουλος από το ΑΙΑ. Η συζήτηση ολοκληρώθηκε σχολιάζοντας το πρόβλημα της ποιότητας των δεδομένων. Πρόκειται για ένα σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει την αποδοτικότητα μιας βάσης δεδομένων και κατ’ επέκταση το λειτουργικό της κόστος. Οπως σχολίασαν οι συμμετέχοντες, όσες δικλείδες ασφαλείας και να βάλει κανείς, πάντα θα υπάρχουν δεδομένα κακής ποιότητας, ειδικά στην περίπτωση που ο χρήστης βάζει, για παράδειγμα, μόνος του μια περιγραφή στη βάση. Χρειάζεται πολύ δουλειά – και χρόνια – για να ξεκαθαρίσει η βάση από τέτοια δεδομένα, ενώ απαιτείται και η συνεργασία της Διεύθυνσης Πληροφορικής με εκείνα τα τμήματα της εταιρείας που καταχωρούν στοιχεία.

Εν κατακλείδι
Από τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βγήκαν αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα για το πραγματικό TCO μιας βάσης δεδομένων RDBMS και πώς αυτό μπορεί να υπολογιστεί όσο γίνεται πιο σωστά και αντικειμενικά. Παράλληλα, αναλύθηκαν προτάσεις που μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση, βασισμένες στην εμπειρία και τις γνώσεις των συμμετεχόντων. Η συνάντηση αποτέλεσε ένα καλό έναυσμα για τη διεύρυνση ενός σημαντικού θέματος όπως είναι το TCO μιας βάσης RDBMS και όλοι μας επιφυλαχθήκαμε να επαναλάβουμε μια τέτοια συνάντηση και στο μέλλον.