Μπορεί να μοιάζει αυτονόητο, αλλά για πολλούς εξ ημών δεν είναι. Αν το δούμε όμως θετικά, οι προοπτικές είναι ευοίωνες.

Αφορμή για το editorial του τεύχους είναι το Microsoft Reimagining Retail in the Digital Age. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το πολύ ενδιαφέρον event της Microsoft, στο οποίο παρουσιάστηκαν σύγχρονες τάσεις και λύσεις στο Retail, με βάση τα προϊόντα της εταιρείας (μπορείτε να διαβάσετε τη σχετική κάλυψη στο τεύχος που κρατάτε, #429. Ομολογώ ότι το περιεχόμενο των παρουσιάσεων – τουλάχιστον, εκείνων που έγιναν από τα στελέχη της ίδιας της Microsoft – ήταν πολύ ενδιαφέρον (και δεν έχω πρόβλημα να το πω αυτό). Φαντάζομαι ότι ενδιαφέρουσες κρίθηκαν οι παρουσιάσεις των τάσεων και των λύσεων από την πλειοψηφία των επαγγελματιών που τις παρακολούθησαν, αν κρίνω από τη συμμετοχή και τις συζητήσεις που ακολουθούσαν στα διαλείμματα. Όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα.

Οι λύσεις της Microsoft, όπως και κάθε εταιρείας που έχει να προτείνει τέτοιες στον τομέα (και σε άλλους τομείς, αντίστοιχα), μπορούν να είναι αποδοτικές και κερδοφόρες (ας μη φοβόμαστε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους) αν αρέσουν στους τελικούς χρήστες – στα καταστήματα κάθε μεγέθους και είδους, μιας και μιλάμε για το Retail.

Εννοείται ότι, οι προμηθευτές και οι εταιρείες πληροφορικής που θα κληθούν να ενσωματώσουν τις όποιες διαθέσιμες λύσεις -από κάθε vendor- λειτουργούν ως φίλτρο συνθέτοντας και προσαρμόζοντας αυτές στις ανάγκες του end point user. Αλλά αυτό, όμως, δεν αρκεί. Δεν αρκεί να «αρέσουν» οι λύσεις στις εταιρείες που θα τις υλοποιήσουν. Πρέπει να αρέσουν (χωρίς εισαγωγικά) και στους retailers. Γνωρίζω ότι ο κλάδος διαθέτει ικανότατους πωλητές, πολλοί εκ των οποίων είναι άριστα καταρτισμένοι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Αυτό που απουσιάζει είναι η επικοινωνία, η κομψή και επί της ουσίας παρουσίαση των λύσεων που είναι διαθέσιμες.

Λείπει η μεταλαμπάδευση της πληροφορίας και της ύπαρξης της γνώσης με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε, ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος να αναζητήσει και να στραφεί προς τη λύση. Απουσιάζει το marketing, στο οποίο έχουν ήδη επενδύσει (καθόλου τυχαία) οι περισσότερο επιτυχημένες εταιρείες και επενδύουν σε αυτό οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες στον κλάδο. Από το σημείο αυτό και μετά, τα ευκόλως εννοούμενα, παραλείπονται.