Δέκα ερωτήσεις σε εννιά επαΐοντες, από διαφορετικούς χώρους, γι’ αυτό το μεγάλο πρόβλημα (μέρος 2ο).

Σε μια εποχή που η πληροφόρηση τρέχει από τα δικτυακά «μπατζάκια» μας, που οι κάθε λογής οθόνες μας ζαλίζουν με τη θορυβώδη και πολύχρωμη «πραμάτια» τους κι ο κόσμος μάταια αναρωτιέται τι είναι αληθινό και τι όχι, απ’ όσα ακούει και βλέπει γύρω του, ο ρόλος του δημοσιογράφου μοιραία αποκτά νέα χαρακτηριστικά και νέα προοπτική: είτε αναδεικνύεται σε «έμπιστη τρίτη οντότητα» (trusted third party), λειτουργώντας ως φίλτρο και καταλύτης της αλήθειας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, είτε -με δεδομένο κι ότι η κρίση στα media «χτυπάει κόκκινο» από καιρό-αποχαιρετά «την Αλεξάνδρεια που χάνει»….

Τα fake news και η αντιμετώπισή τους, όπως όλα δείχνουν, είναι η πρώτη πραγματικά μεγάλη μάχη και ταυτόχρονα το πρώτο σοβαρό test για την τέταρτη εξουσία παγκοσμίως, αλλά πολύ περισσότερο στη χώρα μας. Γιατί, μέσα στις τόσες πρωτιές (όλες αρνητικές, δυστυχώς) για την Ελλάδα, προστέθηκε πρόσφατα άλλη μια που δικαιώνει έστω αναδρομικά την απόφασή μας να γίνει αυτό το αφιέρωμα, του οποίου το πρώτο μέρος ήδη διαβάσατε, τον περασμένο μήνα: Σημαντική έρευνα του Pew Research Center, η οποία έγινε σε 38 χώρες απ’ όλο τον κόσμο και δόθηκε στη δημοσιότητα στα μέσα Οκτωβρίου, μας κατατάσσει στην τελευταία θέση σ’ ό,τι αφορά στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα ΜΜΕ. Αναλυτικότερα, μόλις 18% των ερωτηθέντων βρίσκουν δίκαιη την αντιμετώπιση των πολιτικών κομμάτων εκ μέρους τους, ένας στους τέσσερις (25%) βρίσκουν αξιόπιστη την κριτική τους για την κυβέρνηση και τους αξιωματούχους της, μόλις 22% πιστεύουν πως τα ΜΜΕ δίνουν τη σωστή διάσταση των γεγονότων στις ειδήσεις τους, ενώ ούτε καν ένας στους δυο (42%) θεωρούν πως όντως επιλέγονται οι σημαντικότερες ειδήσεις, κάθε φορά! Ελπίζουμε οι επόμενες σελίδες που αποτελούν το δεύτερο μέρος της έρευνας αυτής, να σας προσφέρουν αρκετή τροφή για σκέψη…

    Ο ρόλος του δημοσιογράφου στη μετά-fake news εποχή; Θύμα ή θύτης; Εκούσια ή ακούσια;

Σίσσυ Αλωνιστιώτου: Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι πρέπει να προχωρήσουν σε αυτοκριτική. Για τη διαρκώς μειούμενη αξιοπιστία τους, που οδηγεί χρήστες του διαδικτύου σε εναλλακτικούς τρόπους ενημέρωσης και κάποιες φορές σε άκριτη συμμετοχική δημοσιογραφία, δεν φταίει μόνο το Facebook και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα. Φταίνε, κατά μείζονα λόγο, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που προτιμούν τις εύκολες λύσεις αντί μιας κοπιώδους έρευνας.

Μαρία Αντωνιάδου: Ούτε θύτης ούτε θύμα. Ο δημοσιογράφος, που ασκεί ευσυνείδητα το καθήκον του, ταυτόχρονα εκπαιδεύει το κοινό του να ξεχωρίζει το αληθινό από το ψεύτικο.

Θοδωρής Γεωργακόπουλος: Εκτός από τους εργαλειοποιημένους προπαγανδιστές και τα τρολ, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν δημοσιογράφοι, οι υπόλοιποι είναι αναπόφευκτα θύματα, αλλά έχουν και μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αντίσταση. Ζούμε έναν πόλεμο. Το ότι είναι ασύμμετρος και οι απέναντι πολεμάνε με λάσπη και ψέματα, δεν σημαίνει ότι οι από εδώ δεν έχουν την ευθύνη να καθαρίζουν τη λάσπη, να διορθώνουν τα ψέματα. Η απάντηση στη fake δημοσιογραφία είναι περισσότερη και πιο μαχητική δημοσιογραφία.

Δημήτρης Ηλιόπουλος: Δεν θα υπάρξει «μετά-fake news εποχή». Ανεξάρτητα από το πότε «γεννήθηκε» ο όρος «fake-news», η πρακτική υπάρχει διαχρονικά. Και δεν βλέπω πώς μπορεί να εξαλειφθεί στο εγγύς μέλλον.

Μιχάλης Μπλέτσας: Θύμα αρχικά, που έπαθε σύνδρομο της Στοκχόλμης και πλέον παίζει το παιχνίδι με τους ίδιους όρους. Ο δημοσιογράφος είναι ένας ενδιάμεσος μεταξύ της πληροφορίας και του χρήστη, επομένως εύκολος στόχος για να απο-ενδιαμεσοποιηθεί (disintermediated). Η αξία του έγκειται στην τεκμηρίωση και όχι στην ταχύτητα (δύσκολο να ανταγωνιστείς τους υπολογιστές στην ταχύτητα). Καλό είναι να μην το ξεχνάει.

Μάριος Νόττας: Έχει δύο εναλλακτικές: δικό του ΜΜΕ (προσωπικώς ή μέσω μικρών συλλογικοτήτων), έστω και περιορισμένης εμβέλειας ή, αλλιώς, ένταξη σε ΜΜΕ – Επιχείρηση. Εξαιρώντας τα δημόσια (κάθε τύπου) ΜΜΕ, όπου οι παθολογίες είναι εντελώς διαφορετικές, το ΜΜΕ – επιχείρηση ανήκει στον/στους ιδιοκτήτες του. Άρα, όλες οι βασικές επιλογές είναι δικές τους. Οι εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα (π.χ. ‘πένες’ που επιβίωναν σε μεγάλα μέσα, σε ‘κόντρα’ με την γραμμή του μέσου ή την ιδιοκτησία) είναι τόσο λίγες που –δυστυχώς- δεν αλλάζουν την εικόνα. Αν με ρωτήσετε αν υπάρχει τρόπος διάσωσης της αξιοπρέπειας (και της ηθικής) καθενός δημοσιολογούντος ξεχωριστά, θα σας απαντήσω ναι, υπάρχει. Για άλλους αυτή η διαχωριστική γραμμή είναι χαλαρή, ενώ κάποιοι επιλέγουν τον δύσκολο δρόμο. Ακόμα δυσκολότερο στα χρόνια της κρίσης.

Νίκος Σαρρής: Δημοσιογράφοι θα βρίσκονται πάντα, σ’ όλους αυτούς τους ρόλους. Πρώτοι αυτοί θα πρέπει να οπλιστούν με κριτική σκέψη, ηθική και εργαλεία, ώστε να καθοδηγήσουν σωστά τους πολίτες.

Θάνος Σιτίστας Επαχτίτης: Ο μέσος δημοσιογράφος, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο εργάζεται, είναι υποχρεωμένος να παράγει έναν συγκεκριμένο (και μεγάλο) όγκο εργασίας. Είναι σαφές πως αυτός ο εργαζόμενος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει fact-checking σε κάθε είδηση που θα γράψει -συνήθως κάνοντας copy paste δημοσιεύματα του εξωτερικού- ή αναπαράγοντας άρθρα τρίτων. Κανένα ελληνικό ΜΜΕ δεν έχει σκεφτεί να προσλάβει fact-checkers, δηλαδή άτομα που διασταυρώνουν και επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν ειδήσεις, προκειμένου να ελέγχουν την ποιότητα των νέων που αναμεταδίδουν. Αξίζει να αναφερθεί πως μεγάλα πρακτορεία του εξωτερικού, όπως το AFP και μεγάλα ενημερωτικά ΜΜΕ, όπως η Le Monde, διαθέτουν ανθρώπους γι’ αυτήν ακριβώς τη δουλειά. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όμως, αφενός η οικονομική κρίση, αφετέρου η αδιαφορία πολλών ΜΜΕ, δεν έχουν επιτρέψει ανάλογες κινήσεις. Επομένως, ο δημοσιογράφος -ειδικά όταν μιλάμε για μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ- είναι συνήθως το θύμα μιας κατάστασης που δεν δύναται να ελέγξει, διότι πολύ απλά, πληρώνεται πολύ λίγα για να αποδώσει μεγάλο όγκο εργασίας.

Βαλεντίνος Τζέκας: Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο αναγνώστης δύσκολα καταλαβαίνει πλέον την ποιοτική ερευνητική δημοσιογραφία. Όλοι έχουν φωνή, όλοι έχουν κάμερα κι όλοι έχουν followers. Επομένως, η δουλειά του δημοσιογράφου συναντά τεράστιο ανταγωνισμό. Σίγουρα, οι σωστές δημοσιογραφικές πρακτικές ανάλυσης της είδησης έχουν πλέον ξεχαστεί, όπως έγινε και πρόσφατα με τον ψεύτικο «θάνατο» του Κώστα Γαβρά. Είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας εποχής της ενημέρωσης, όπου στο βωμό της ταχύτητας, παραβλέπονται βήματα επαλήθευσης της είδησης. Για την αποφυγή τέτοιων γεγονότων, η χρήση τεχνολογικών εργαλείων είναι πλέον μονόδρομος.


    Ποια είναι η δική σας απάντηση – λύση – δράση σ’ αυτό το τεράστιο πρόβλημα, με τις πολλαπλές κοινωνικές επιδράσεις;

Μαρία Αντωνιάδου: Η τήρηση των κανόνων δεοντολογίας και η δημόσια παρέμβαση σε κραυγαλέες περιπτώσεις παραπληροφόρησης.

Μιχάλης Μπλέτσας: Ο χρόνος (οι νεότερες γενιές είναι αρκετά πιο υποψιασμένες). Ουσιαστική λύση θα έρθει μόνο αν αλλάξει το κυρίαρχο επιχειρηματικό μοντέλο στο διαδίκτυο και το περιεχόμενο δεν υποστηρίζεται αποκλειστικά από τη διαφήμιση. Θα πρέπει να θυμόμαστε πως «ό,τι πληρώνεις, παίρνεις».

Μάριος Νόττας: Το πρόβλημα το εξετάζουμε στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Επικοινωνίας (ECI) συστηματικά. Διδάσκουμε Προπαγάνδα & Παραπληροφόρηση στη Βιέννη από το 1996 και στην Αθήνα από το 2007, ως μέρος μεταπτυχιακών σπουδών Επικοινωνίας, πολύ πριν ‘εφευρεθεί’ ο όρος Fake News. Έχουμε δημιουργήσει ένα εργαστήριο («Τοpos») σε συνεργασία με την Fighthoax και κληθήκαμε να συμμετάσχουμε στην πρωτοβουλία του Ευρωκοινοβουλίου κατά των ψευδών ειδήσεων, εν όψει των ευρωεκλογών. Έχουμε ήδη καταθέσει προτάσεις τόσο στο EP όσο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ στις 26-28 του Σεπτέμβρη συμμετείχαμε σε συνάντηση στις Βρυξέλλες, για τη χάραξη πολιτικής εν όψει των ευρωεκλογών.

Νίκος Σαρρής: Εκπαίδευση του κοινού, αρχίζοντας από τα σχολεία και παραδειγματική τιμωρία της εκούσιας πρακτικής της παραπληροφόρησης, εκεί όπου μπορεί να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας.

Βαλεντίνος Τζέκας: Το FightHoax έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει αναλύσεις, για τις οποίες άλλοι χρειάζονται αρκετές ώρες ή και μέρες. Προσφέρουμε στον δημοσιογράφο αλλά και στις εταιρίες, την ταχύτητα που, μέσα στο χάος του Internet, είναι πλέον αναγκαία. Είτε θες να ελέγξεις μια είδηση για την εγκυρότητά της, είτε θες να καλύψεις την εξέλιξη ενός γεγονότος μέσα στους μήνες, είτε θέλεις απλά να προσθέσεις interactive γραφήματα στα άρθρα σου, η τεχνολογία και τα Big Data, μπορούν να βοηθήσουν!

    Πέρα από τους κινδύνους για την κοινωνία από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, υπάρχει -σύμφωνα με τους ειδικούς- και αρνητικός οικονομικός αντίκτυπος στην αγορά. Έχει υπολογιστεί; Πώς τον αντιμετωπίζουμε;

Μαρία Αντωνιάδου: Οι θέσεις εργασίας της βιομηχανίας του fake news είναι επισφαλείς και κακοπληρωμένες. Ένα αρνητικό παράπλευρο αποτέλεσμα είναι να πιέζονται οι μισθοί και οι θέσεις εργασίας στον κόσμο της έγκυρης δημοσιογραφίας. Η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί χρόνο και συντονισμένες δράσεις από όλους τους εμπλεκομένους.

Μιχάλης Μπλέτσας: Σε ποια αγορά; Η διαφήμιση καλά κρατεί, απλά το κομμάτι της πίτας που «τρώει» το διαδίκτυο, μεγαλώνει συνεχώς.

Μάριος Νόττας: Πιστεύω πως κάθε αγορά λειτουργεί αποδοτικά όταν υπάρχουν κανόνες και γίνονται σεβαστοί από όλους. Διαφορετικά το δίκαιο του ισχυρού ευνοεί τους λίγους και βλάπτει την ίδια την Αγορά. Το ίδιο ισχύει για την πληροφόρηση/ενημέρωση. Η χειραγώγησή της μπορεί να ευνοεί πρόσκαιρα κάποια οικονομικά συμφέροντα, ωστόσο το μεσοπρόθεσμο κόστος για την αγορά και την κοινωνία, είναι ανυπολόγιστο. Επομένως τα FN, και όσον αφορά στην Οικονομία, αποτελούν θέμα ηθικής επιλογής.

Νίκος Σαρρής: Ο οικονομικός αντίκτυπος είναι πολύ μεγάλος, με πιο απλό παράδειγμα τη χειραγώγηση χρηματιστηριακών μεγεθών μέσω της διασποράς ψευδούς πληροφορίας. Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με παραδειγματικό τρόπο από τη Δικαιοσύνη, όπως και άλλα αντίστοιχα αδικήματα (πχ αυτό της συκοφαντικής δυσφήμισης).

Θάνος Σιτίστας Επαχτίτης: Το Brexit είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πώς τα fake news επηρέασαν την κοινή γνώμη στην ΕΕ. Σύμφωνα με τον ερευνητικό δημοσιογράφο Jon Danzig, γίνεται όλο και περισσότερο προφανές πως οι μεγαλύτερες βρετανικές εφημερίδες βοήθησαν στην επιλογή του Brexit, δημοσιεύοντας εμπρηστικούς και παραπλανητικούς τίτλους εναντίον της ΕΕ, της μετανάστευσης, της οικονομικής πολιτικής κτλ. Η Internet Research Agency, με έδρα την Αγία Πετρούπολη, κατηγορήθηκε για ανάλογη εμπλοκή στο Brexit, όπως είχε πράξει και στις αμερικανικές εκλογές του 2016. Αν και δεν είναι σαφές κατά πόσο τα fake news επηρέασαν τελικά το αποτέλεσμα, είναι βέβαιο πως κάποιοι χρησιμοποίησαν ψευδείς ειδήσεις για να χειραγωγήσουν τους πολίτες. Από οικονομικής άποψης, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αναμένεται να χάσει 72 δισ. στερλίνες ως το 2021, ενώ η ΕΕ θα απωλέσει την ετήσια συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου στο κοινό ταμείο, η οποία ανέρχεται σε περίπου 8-15 δις στερλίνες.

    Τα social media έχουν αντικαταστήσει τα «παραδοσιακά» Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τουλάχιστον ανάμεσα στους νέους. Όμως, αυτό μάλλον διευκολύνει ακόμα περισσότερο (βοηθούσης και της προθυμίας του κοινού να δεχτεί σχεδόν άκριτα κάθε τι «κακό») την εξάπλωση των fake news… Υπάρχει «γιατρικό»;

Σίσσυ Αλωνιστιώτου: Εκατομμύρια ανθρώπων έχουν πλέον τη δυνατότητα πρόσβασης σε μηνύματα, είτε ως παθητικοί αποδέκτες είτε ως δημιουργοί τους. Η δυνατότητα αυτή, όμως, προκύπτει από τη χρήση ενός εργαλείου και, όπως συμβαίνει με όλα τα εργαλεία, η αποτελεσματικότητά του κρίνεται από τις ικανότητες του χρήστη και η ηθική του αποτελέσματος από το δικό του ηθικό πλαίσιο αρχών. Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα εκπομπής ειδήσεων από τον καθένα δημιουργεί την ανάγκη συγκρότησης συγκεκριμένων ικανοτήτων του αποδέκτη, αυτό που ονομάζουμε news ή media literacy. Όχι απαραίτητα για να αποκαλύψει το ψέμα, αλλά για να δημιουργηθούν αντιστάσεις μέσω της κριτικής σκέψης, επιθυμία για περαιτέρω έρευνα και διασταύρωση. Η αυτορρύθμιση του διαδικτύου, αλλά και όλων των ΜΜΕ που μπορεί να προκύψει από μια τέτοια εκπαίδευση, είναι ο μοναδικός δημοκρατικός τρόπος «ρύθμισης» του χαοτικού παγκοσμιοποιημένου τοπίου της επικοινωνίας. Δημοσιογράφοι, πολιτικοί και άλλοι επαγγελματίες φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται το νέο είδος ευθύνης που προκύπτει από την παγκόσμια συνδεσιμότητα και, επομένως, την ευθύνη που συνεπάγεται για το ρόλο τους η χρήση των κοινωνικών δικτύων. Ότι αυτό που λέμε, «ο υπολογιστής σε συνδέει με τον κόσμο», δεν είναι κάποια αφηρημένη, ποιητική έκφραση, αλλά αυτό ακριβώς που συμβαίνει…

Μαρία Αντωνιάδου: Μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, και κυρίως οι νέοι, χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για άντληση πληροφόρησης. Υπάρχει, επίσης, υψηλή συμμετοχή με σχολιασμό και ανταλλαγή ειδήσεων, γεγονός που αναπόφευκτα πυροδοτεί τον φανατισμό και τη δυσπιστία ως προς τη δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους, που έχει γίνει πιο έντονη λόγω της οικονομικής κρίσης. Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι οι Έλληνες είναι το ίδιο (ή και περισσότερο) ευάλωτοι στις ψευδείς ειδήσεις, όσο και οι πολίτες άλλων χωρών. Δεν θεωρώ, όμως, ότι τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να αντικαταστήσουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η έγκυρη δημοσιογραφία είναι απαραίτητη για την ενημέρωση των πολιτών και τη λειτουργία της Δημοκρατίας.

Δημήτρης Ηλιόπουλος: Καταρχάς είναι …fake η διατύπωση της ερώτησης. Τα social media δεν έχουν «αντικαταστήσει» τα παραδοσιακά ΜΜΕ, αλλά λειτουργούν και αυτά ως πηγή ενημέρωσης παράλληλα με τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Ανάλογα με το γενικότερο επίπεδο του ατόμου, βρίσκουν μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο αποδοχής και, φυσικά, χάρη στον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα τους, αποτελούν τη βασικότερη πηγή δημιουργίας και διασποράς ψευδών ειδήσεων. Γιατρικό δεν υπάρχει άλλο, πέρα από τη δική μας προθυμία να αναζητούμε συνειδητά την αξιόπιστη πληροφορία.


Μιχάλης Μπλέτσας: Πέραν του επιχειρηματικού μοντέλου στο διαδίκτυο, που ανέφερα παραπάνω, νομίζω ότι στην Ελλάδα (όπου όλα είναι ανάποδα) υπάρχει μεγάλη δυνατότητα ανάκαμψης των «παραδοσιακών» μέσων, απλά γιατί ο τομέας τους ήταν πάντα απόλυτα στρεβλός. Η απώλεια του κύρους τους δεν είχε να κάνει καθόλου με το διαδίκτυο, οπότε μπορεί να αντιστραφεί (τουλάχιστον μερικά) ανεξάρτητα από αυτό.

Μάριος Νόττας: Η αμεσότητα και απλόχερη διαθεσιμότητα είναι η φωτεινή πλευρά των Social Media. Ωστόσο, ως μέσο αυτοπροβολής και ανάδειξης της πιο εγωιστικής πλευράς μας (για τους περισσότερους), υποδαυλίζει και διευκολύνει τα πιο σκοτεινά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Πράγμα που επιδεινώνεται από την άκριτη, ανέλεγκτη κατάχρηση από τις πιο ευάλωτες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων και των μικρών ηλικιών. Γιατρικό υπάρχει μόνον με την ενθάρρυνση για πιο συχνή ανθρώπινη επαφή, με περισσότερες ευκαιρίες για να ‘συναντιόμαστε’. Μια τέτοια λύση, περνάει μέσα από όλες τις επιστήμες, από την Πολεοδομία μέχρι την Επικοινωνία, και σ’ ένα μεγάλο μέρος της από την τοπική αυτοδιοίκηση.

Νίκος Σαρρής: Η λύση θα έρθει από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, που θα αποδείξουν την αξιοπιστία τους μέσω υπεύθυνης δημοσιογραφίας και θα αναδειχθούν ως κέντρα αναφοράς στην πληροφόρηση του κοινού.

    Η τεχνολογία πώς μπορεί να βοηθήσει -δίπλα στον κοινό νου, βεβαίως- στην αποκάλυψη των fake news;

Μαρία Αντωνιάδου: Με τον ίδιο τρόπο που συνέβαλε στην έκρηξη του φαινομένου. Το Internet και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους δημοσιογράφους ως εργαλείο έγκυρης ενημέρωσης. Ο δούρειος ίππος που εμφιλοχώρησε στον κόσμο της έγκυρης δημοσιογραφίας θα πρέπει να επιστραφεί στην ορατή και αόρατη βιομηχανία των fake news. Τέλος, πληροφορούμαι ότι έχουν ήδη αναπτυχθεί λογισμικά που ανακαλύπτουν τις ψευδείς ειδήσεις.

Δημήτρης Ηλιόπουλος: Ελάχιστα και με μόνη προϋπόθεση ότι υπάρχει βούληση του ατόμου να αναζητήσει την αξιοπιστία στην είδηση.

Μιχάλης Μπλέτσας: Σίγουρα μπορεί να βοηθήσει (αλλά όχι να υποκαταστήσει) την (όχι και τόσο) κοινή λογική. Για παράδειγμα, το TruthNest της ελληνικής ATC (ανεπτυγμένο σε συνεργασία με την Deutsche Welle και την Google) βοηθά τους δημοσιογράφους να εκτιμούν την αξιοπιστία ενός tweet.

Μάριος Νόττας: Αυτό είναι ένα ‘καυτό’ πεδίο έρευνας. Η ‘συλλογική σοφία’ παίζει κομβικό ρόλο. Η κατηγοριοποίηση (ranking), που αναφέρθηκε προηγουμένως, θα μπορούσε να είναι η λύση. Επίσης η υιοθέτηση ενός «τύπου ISO» συστήματος καλών πρακτικών, που θα διευκόλυνε μία αντικειμενική κλίμακα αξιοπιστίας, θα επιβράβευε εκείνους που βελτιώνονται και θα δημοσιοποιούσε, στον αντίποδα, τις σκόπιμες κατασκευές ειδήσεων.

Νίκος Σαρρής: Έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους κάποια τεχνολογικά εργαλεία που μπορούν να βοηθήσουν στην ανάλυση της καθημερινής καταιγιστικής πληροφορίας. Στην ATC εργαζόμαστε πάνω στην έρευνα και ανάπτυξη τέτοιων εργαλείων από αρκετά χρόνια κι έχουμε ήδη διαθέσει το TruthNest (http://app.truthnest.com/) και το Truly Media (http://www.truly.media/), τα οποία χρησιμοποιούνται πλέον διεθνώς.

    Μετά τα ψευδή κείμενα, έρχονται οι παραχαραγμένες -με τη βοήθεια Τεχνητής Νοημοσύνης- εικόνες. Πάμε πάλι από την αρχή;

Μαρία Αντωνιάδου: Δεν είναι νέο το φαινόμενο… Θυμίζω τις φωτογραφίες του Στάλιν όπου, με την πάροδο των ετών, «χάνονταν» από το κάδρο της φωτογραφίας πρώην στενοί του συνεργάτες. Η επισταμένη έρευνα και η εφαρμογή της νομοθεσίας μπορούν να μας προφυλάξουν.

Θοδωρής Γεωργακόπουλος: Το επόμενο στάδιο θα είναι τα παραποιημένα βίντεο. Η τεχνολογία υπάρχει ήδη. Κι εδώ το πρόβλημα δεν θα είναι τόσο τα επιμέρους συμβάντα, όσο η διάβρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι σε όλα, στην ίδια την έννοια της αλήθειας. Όταν κανείς δεν ξέρει τι είναι αληθινό και τι όχι, και κανείς δεν ξέρει ποιον να εμπιστευτεί, είναι πολύ εύκολο για έναν τύραννο να έρθει και να πει «εμπιστευτείτε εμένα».

Μιχάλης Μπλέτσας: Ναι, δεν εμπιστευόμαστε εικόνες αν δεν ξέρουμε την πηγή τους και την πορεία τους προς την οθόνη μας.

Μάριος Νόττας: Μάλλον πίσω στο μέλλον πάμε… Το μόνο που αλλάζει είναι το μέσο και η ταχύτητα διάδοσης. Σας θυμίζω πως η αλλοίωση φωτογραφιών είναι τόσο παλιά όσο η ίδια η τέχνη της Φωτογραφίας. Θα έλεγα πως η απάντηση είναι η …αυτοΐαση. Η ίδια η τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα να ελέγξουμε τις κατασκευασμένες εικόνες, με σχετικά μεγάλη επιτυχία. Άρα, σ’ αυτόν τον τομέα τα πράγματα είναι ευοίωνα, καθώς τα σχετικά εργαλεία είναι ευρέως διαθέσιμα.

Νίκος Σαρρής: Το ψέμα πάντα υπήρχε. Οι τρόποι με τους οποίους διαδίδεται εξελίσσονται και θα εξελίσσονται πάντα και πολύ γρήγορα. Με παρόμοια ταχύτητα πρέπει κι εμείς να εξελίσσουμε συνεχώς την ενημέρωση του κοινού και τους τρόπους αντιμετώπισης.

    Έχει κατανοηθεί το πρόβλημα σε όλες τις πτυχές του, ειδικά στη χώρα μας; Το κοινό δεν εμπιστεύεται – παρόλα αυτά… πιστεύει! Οι οργανωμένοι φορείς τι κάνουν, όσον αφορά στα «καμπανάκια» που πρέπει να χτυπήσουν;

Μαρία Αντωνιάδου: Βεβαίως έχει κατανοηθεί, από τους δημοσιογράφους κατά κύριο λόγο. Οι δημοσιογραφικές ενώσεις καταγγέλλουν σταθερά κάθε κραυγαλέα περίπτωση. Από την πλευρά της Πολιτείας, δυστυχώς τίποτα. Ο δημοσιογραφικός κόσμος που υπηρετεί την έγκυρη ενημέρωση πιέζει θεσμικά και αναδεικνύει το ζήτημα, καταγγέλλοντας και ενημερώνοντας τους πολίτες. Θα πρέπει, όμως, και το αναγνωστικό κοινό να αναζητεί την έγκυρη ενημέρωση και να αποκτήσει κουλτούρα αναγνώστη. Ξέρετε, είναι εύκολο για όλους μας να καταγγέλλουμε συνεχώς και να μην ασχολούμαστε με την προσωπική μας αυτοβελτίωση…

Δημήτρης Ηλιόπουλος: Καταρχάς, αδυνατώ να πιστέψω ότι υπάρχει ενεργός πολίτης με δυο δράμια μυαλό που να μην του έχει γεννηθεί ποτέ η σκέψη ότι πιθανόν να έχει γίνει κάποια στιγμή στη ζωή του αποδέκτης ψευδών ειδήσεων. Από κει και πέρα, οι οργανωμένοι φορείς δεν είναι καμπαναριά. Αυτό που οφείλουν να κάνουν, είναι διασφαλίζουν τις ορθές πρακτικές στον τομέα τους. Η ΕΝΕΔ, για παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων πρωτοβουλιών, έχει εκπονήσει Κώδικα Δεοντολογίας για τα μέλη της, με στόχο την ενίσχυση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δημοσιογραφικούς οργανισμούς και τους διαδικτυακούς αναγνώστες. Όσο πιο συνειδητά υπηρετείται αυτή η κατεύθυνση από όλους μας, τόσο λιγότερο γόνιμο θα γίνεται το έδαφος για διασπορά ψευδών ειδήσεων. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και τους υπόλοιπους φορείς που έχουν ενδιαφέρον και έρεισμα επί του αντικειμένου.

Μιχάλης Μπλέτσας: Η χώρα μας είναι στο επίκεντρο των fake news. Αφενός η κυβέρνησή μας ήταν από τους καλύτερους χρήστες τους (επιπέδου Trump), αφετέρου τα ελληνικά ΜΜΕ είχαν πάντα τεράστιο πρόβλημα αξιοπιστίας (λόγω του διαπλεκόμενου χαρακτήρα τους) και δημοσιογραφία χαμηλού επιπέδου.

Μάριος Νόττας: Και πάλι αισιοδοξώ. Το θέμα των fake news δεν είναι μία περαστική μόδα.. Η ενασχόληση μεγάλου μέρους της κοινωνίας μ’ αυτά, η ένταση και η διάρκειά της δείχνουν πως θα μας απασχολεί για καιρό. Κάνοντάς μας όλους πιο παιδευμένους και φιλύποπτους απέναντι στους κατασκευαστές ειδήσεων. Όσο για τους οργανωμένους φορείς, επιτρέψτε μου να είμαι δύσπιστος. Εκτός αν περιλαμβάνετε τον ειδικό Τύπο, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Εκεί, εδράζεται κατά τη γνώμη μου η μεσοπρόθεσμη λύση του προβλήματος.

Νίκος Σαρρής: Δυστυχώς, ιδίως στη χώρα μας, οργανωμένα δεν γίνεται σχεδόν τίποτε. Τουλάχιστον οι θεσμικοί φορείς ενημέρωσης θα έπρεπε να έχουν ήδη επενδύσει σε διαδικασίες ελέγχου του δημοσιογραφικού περιεχομένου, που διακινείται τόσο από άλλους φορείς, όσο κι από τους ίδιους.

    Διαβάστε το 1ο μέρος εδώ