Τα ευρήματα της μελέτης του Uptime Institute αποδεικνύουν ότι η αγορά των Data Center αλλάζει, με οδηγούς νέες τεχνολογίες, αλλά και αστάθμητους παράγοντες.

Σε ένα μεταβατικό στάδιο δείχνει να κινείται η παγκόσμια αγορά των data centers, καθώς νέες τεχνολογίες (το edge computing αποτελεί αργά, αλλά σταθερά μια νέα πραγματικότητα) φαίνονται ικανές να αλλάξουν το status quo. Αναρίθμητοι αστάθμητοι παράγοντες (λ.χ. έντονα φαινόμενα και επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής) κάνουν την εμφάνισή τους “απειλώντας” την εύρυθμη όσο και ομαλή συνέχεια της λειτουργίας τους, ενώ πτυχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ως ελάσσονος σημασίας (λ.χ. χαμηλά ποσοστά εξειδικευμένου προσωπικού, rack density), “αναβαθμίζονται” σε μείζονος σημασίας! Πρόκειται για ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα που απορρέουν από την 8η ετήσια έρευνα για τα Data Center την οποία και διενήργησε το Uptime Institute, μέσω της οποίας επιχειρείται να δοθεί μια ευρύτερη εικόνα σχετικά με τις βασικές τάσεις που σχηματοποιούν και διαμορφώνουν την παροχή και την εν γένει στρατηγική σχετικά με την IT υποδομή. Η μελέτη διενεργήθηκε το τετράμηνο Φεβρουαρίου-Μάϊου 2018 και σε αυτήν συμμετείχαν 867 πάροχοι υπηρεσιών data center, αλλά και IT επαγγελματίες απ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίοι και δραστηριοποιούνται τόσο σε enterprise όσο και σε εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών.

Εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, οι διαχειριστές data centers έχουν υποδυθεί σε μια αγωνιώδη προσπάθεια προκειμένου να βρουν αποτελεσματικούς τρόπους περιορισμού της σπατάλης στην κατανάλωση της ενέργειας. Μάλιστα, σε ένα μεγάλο βαθμό το έχουν καταφέρει, καθώς το μέσο Power Usage Effectiveness (PUE), που αποτελεί την πλέον συνηθισμένη μονάδα μέτρησης της ευφυούς απόδοσης του εξοπλισμού της ίδιας της βιομηχανίας κινήθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι δεν λαμβάνει υπόψιν του την ευφϋή λειτουργία του IT ή ακόμη και του εν γένει δικτυακού εξοπλισμού είτε των εφαρμογών λογισμικού. Την ίδια στιγμή, έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μετρά τα κέρδη και τα οφέλη της ευφυούς λειτουργίας, που αποκτώνται με το πέρασμα του χρόνου σε μια και μοναδική τοποθεσία αντί να συγκρίνουν μια εγκατάσταση με κάποια άλλη. Η πλειοψηφία των επαγγελματιών που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρούν πως η υβριδική data center προσέγγισή τους (ένα “πάντρεμα”, ουσιαστικά, της χωρητικότητας του συνολικού εξοπλισμού που βρίσκεται εντός και εκτός των εγκαταστάσεών τους) έχουν μεγιστοποιήσει την ανθεκτικότητα των IT λειτουργιών τους. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση, τα δεδομένα δείχνουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Κι αυτό, καθώς το πλήθος των όσων βίωσαν ένα περιστατικό IT downtime ή ακόμη και μια σοβαρή υποβάθμιση των υπηρεσιών που απολάμβαναν κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους (31%) αυξήθηκε -και δη σημαντικά- σε σχέση με το ποσοστό (25%) που ίσχυε κατά το αμέσως προηγούμενο έτος! Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της περασμένης τριετίας, περίπου οι μισοί εξ’ όσων συμμετείχαν στη φετινή έρευνα βίωσαν ένα περιστατικό διακοπής λειτουργίας. Μέγεθος το οποίο κρίνεται εξόχως υψηλότερο του αναμενομένου. Την ίδια στιγμή, περίπου το 80% των συνεντευξιαζόμενων για την έρευνα του Uptime Institute ανέφεραν πως η πλέον πρόσφατη διακοπή λειτουργίας ήταν δυνατόν να αποφευχθεί, ενώ τα πλέον συνήθη αίτια εμφάνισης του φαινομένου οφείλονταν σε αστοχίες της ηλεκτρικής ενέργειας επί τόπου, σε αστοχίες του ίδιου του δικτύου, σε σφάλματα αναφορικά με το λογισμικό ή εν γένει συστήματα πληροφορικής. Επιπροσθέτως, για την πλήρη επαναλειτουργία απαιτήθηκαν από 1 έως και 4 ώρες, ενώ το 30% των ερωτώμενων σημείωσαν πως χρειάστηκαν περισσότερες από 5 ώρες προκειμένου τα συστήματά τους να επανέλθουν στην κανονική ροή λειτουργίας!

Αναμφίβολα, ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι για ποιο λόγο τόσο μεγάλος αριθμός από data centers αποδεικνύονται στην πράξη ευάλωτα απέναντι σε επιμέρους διακοπές, καθώς επίσης και γιατί αυτές είναι τόσο έντονες; Αυτή τη στιγμή, με βάση τα στοιχεία της ίδιας έρευνας προκύπτει πως η πλειοψηφία των παρόχων έχουν ήδη είτε βρίσκονται στη διαδικασία της εγκατάστασης εξειδικευμένων εργαλείων διαχείρισης, τα οποία και διαχειρίζονται από τις ίδιες τις εγκαταστάσεις τους και εντός των ορίων της αναμενόμενης διάρκειας ζωής τους.

Η ευφυία “συναντά” τον υψηλό βαθμό συνθετότητας!
Όπως προαναφέρθηκε, μπορεί η βιομηχανία των data center να διαθέτει απόλυτη επίγνωση των περιορισμών που προκύπτουν με βάση την συγκεκριμένη διαδικασία μέτρησης, εντούτοις όμως το PUE εξακολουθεί να παραμένει η de facto σταθερά μέτρησης της ευφυούς λειτουργίας. Το 2007, το μέσο PUE ήταν 2,5. Μέγεθος που βελτιώθηκε σε 1,98 στην πρώτη μελέτη που διενήργησε το Uptime Institute το 2011 και σε 1,65 σε αυτήν το 2013. Μάλιστα, η συνολικότερη βελτίωση δεν σταμάτησε εκεί, αλλά συνεχίστηκε σε σημείο τέτοιο που στην φετινή έρευνα το μέσο PUE διαμορφώθηκε σε 1,58.

Αποτελεί κοινό τόπο πως τα μεγαλύτερα κέρδη σχετικά με την αποτελεσματικότητα της data center υποδομής προέκυψαν προ πενταετίας. Όσο για τις περαιτέρω βελτιώσεις, θα απαιτήσουν σημαντικές επενδύσεις και άοκνες προσπάθειες, έχοντας ωστόσο ολοένα και μικρότερες αποδόσεις.

Οι επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνουν την αποτελεσματικότητα σε μια προσπάθεια να μειώσουν το λειτουργικό κόστος ή να μεγιστοποιήσουν τη διαθέσιμη ισχύ (ενδεχομένως ακόμη και τα δύο ταυτόχρονα), συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης – εκ μέρους της τεχνητής νοημοσύνης – data center ως υπηρεσία (Data center Management as a Service – DMaaS), της ισχύος που προσδιορίζεται με βάση το λογισμικό κ.ο.κ. Βέβαια, μέσω της σχετικής έρευνας, το Uptime Institute συνιστά ότι οι οργανισμοί οφείλουν να επικεντρωθούν στη συνολική κατανάλωση ενέργειας που σχετίζεται με το τεχνολογικό φορτίο και όχι μόνο στις μηχανικές / ηλεκτρικές απώλειες.

Για τους περισσότερους παρόχους υπηρεσιών data centers, ειδικά στο επίπεδο των μεγάλων επιχειρήσεων, οι βασικές προκλήσεις του σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές εν συγκρίσει με ότι ίσχυε πριν από μια πενταετία, στηριζόμενη κυρίως στις αυξανόμενες διαφοροποιήσεις όσο και στην πολλαπλασιαζόμενη πολυπλοκότητα. Συγκεκριμένα, τα στελέχη οφείλουν να διαχειρίζονται αποτελεσματικά το διαρκώς εντεινόμενο πλήθος των υβριδικών αρχιτεκτονικών πληροφορικής, οι οποίες ορίζονται ως συνδυασμός χωρητικότητας των data center που βρίσκονται εντός των εγκαταστάσεων των ίδιων των επιχειρήσεων (on-premises) και των πόρων που βρίσκονται εκτός του χώρου όπως λ.χ. αυτές του colocation, του cloud και του hosting. Το υβριδικό ΙΤ αποτελεί -πλέον- τον κανόνα, δημιουργώντας τεχνολογική και οργανωτική πολυπλοκότητα διαχείρισης.

Η συνεχιζόμενη πορεία προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, αλλά και της κοινωνίας αναμένεται να εξακολουθήσει να διαμορφώνει νέες σύνθετες προσεγγίσεις των data center.


Ένας κεντρικός στόχος για τις επιχειρήσεις φαίνεται πως είναι η μεταφορά και τοποθέτηση σημαντικών φορτίων εργασίας εκεί που θεωρείται ως ο “τόπος βέλτιστης εκτέλεσης”, βασιζόμενοι στο κόστος, τη διαθεσιμότητα και τη συμμόρφωση με κανονισμούς. Ωστόσο, είναι σαφές ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη και αντίστοιχη δουλειά να γίνει. Πολλοί ερωτηθέντες προσπαθούν να αξιολογήσουν την επιχειρηματική περίπτωση και την αποτελεσματικότητα των υβριδικών προσεγγίσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, μόλις οι μισοί που απάντησαν δηλώνουν σίγουροι για την ικανότητα των οργανισμών τους να συγκρίνουν το κόστος και τον κίνδυνο προς απόδοση κατά μήκος των ίδιων τους των εγκαταστάσεων, του collocation και τις cloud εγκαταστάσεις τους.

Η αναγκαιότητα για end-to-end ορατότητα και διαχείριση κατά μήκος διαφόρων υποδομών, αποτελεί μια από τις πιο κοινές όσο και μεγάλες προκλήσεις, που οι επιχειρήσεις ισχυρίζονται ότι αντιμετωπίζουν. Παράλληλα, δύναται να αποτελέσει μια ασφαλή οδό για την ανάπτυξη λογισμικού διαχείρισης υποδομών δεδομένων (DCIM). Αναμφίβολα, αποτελεί ευκαιρία για προμηθευτές και εταιρείες collocation, οι οποίες μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες προκειμένου να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν τα επιμέρους workloads που εκτείνονται κατά μήκος επιτόπιων εγκαταστάσεων, collocation και cloud εφαρμογών καθιστούν το ευρύτερο ΙΤ περισσότερο ανθεκτικό. Σημαντικά περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες (61%) δήλωσαν ότι είναι περισσότερο ανθεκτικό, παρά το γεγονός ότι το ένα τρίτο περίπου από αυτούς υπέστησαν κάποιου είδους διακοπή κατά το αμέσως προηγούμενο έτος. Περίπου το 30% δήλωσε ότι η υβριδική προσέγγισή έχει κάνει λιγότερο ανθεκτικές τις επιχειρήσεις τους και το 9% δεν γνώριζε.

Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι η διαχείριση πολλαπλών τύπων περιβάλλοντος data center δημιουργεί αυξημένη πολυπλοκότητα. Ένας προφανής τομέας βελτίωσης είναι η ανάθεση της κυριότητας του θέματος: Μόνο οι μισοί από τους ερωτηθέντες (49%) διαθέτουν κάποιον επικεφαλής ή έναν διευθυντή ενός τμήματος ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την ανάπτυξη της ευελιξίας μεταξύ των διαφόρων περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται on-premise, στο cloud και σε colocation.

Παρότι τα αποτελέσματα μπορεί να είναι αποσπασματικά σε αυτό το επίπεδο, εντούτοις όμως είναι σαφές ότι οι υβριδικές προσεγγίσεις μοχλεύονται για να επιτύχουν ή να ενισχύσουν την ΙΤ ευελιξία. Ενώ οι περισσότεροι δείχνουν να ακολουθούν παραδοσιακές προσεγγίσεις, όπως λ.χ. τα συνήθη αντίγραφα ασφαλείας ή / και αναπαραγωγές σε άλλους ιστότοπους, αξιοσημείωτη είναι η χρήση υπηρεσιών που βασίζονται σε cloud (40%), καθώς επίσης και το disaster recovery as a service (35%). Μάλιστα, το τελευταίο αναμένεται να εμφανίσει εκρηκτική ανάπτυξη στο κοντινό μέλλον.

Το Edge computing… ανατέλλει!
H αναμενόμενη οικοδόμηση μιας νέας edge τεχνολογίας θα προσθέσει ένα νέο επίπεδο λειτουργιών και πολυπλοκότητας διαχείρισης κατά τα προσεχή έτη. Περισσότερο από το 40% των ερωτηθέντων αναμένουν ότι η επιχείρησή τους θα απαιτήσει δυνατότητες edge computing, οι οποίες θα οριστούν ως απαιτήσεις που θα απαιτούν την επεξεργασία δεδομένων που βρίσκονται πλησιέστερα στην πηγή της παραγωγής / χρήσης τους. Μόλις το 27% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν προβλέπουν πρόσθετες απαιτήσεις edge computing. Το 30% δήλωσε ότι δεν είναι ακόμη βέβαιοι, κάτι που εκτιμάται πως αντικατοπτρίζει την ανωριμότητα των εφαρμογών αιχμής της επόμενης γενιάς, όπως λ.χ. το Internet of Things (IoT). Ενώ το IoT υπόσχεται να αποτελέσει μια ευκαιρία ανάπτυξης για τα edge κέντρα δεδομένων, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων κάθετης χρήσης και οι περισσότερες εφαρμογές βρίσκονται ακόμα στα αρχικά στάδια. Τα πρότυπα τεχνολογίας IoT, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας και των οικοσυστημάτων των προμηθευτών εξελίσσονται. Δεδομένου του μεγάλου όγκου των αναδυόμενων IoT εφαρμογών, δεν θα προκαλέσει κάποια έκπληξη εάν η πλειοψηφία των οργανισμών στο μέλλον θα απαιτήσει νέα edge υπολογιστική ικανότητα για τα κέντρα δεδομένων. Η πλειοψηφία όσων συμμετείχαν στην έρευνα ισχυρίζονται πως σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους data center (37%) ή ένα μείγμα colocation και των ιδιόκτητων κέντρων δεδομένων (26%). Ένα μικρότερο τμήμα σχεδιάζει να αναθέσει σε τρίτους κυρίως, με ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση σε έναν πάροχο public cloud υπηρεσιών για να χειριστεί τις edge απαιτήσεις τους έναντι της χρήσης colocation κέντρων δεδομένων.

Αυτό υποστηρίζει την άποψη της έρευνας του Uptime Institute ότι η χωρητικότητα των κέντρων δεδομένων στις επιχειρήσεις δεν θα συρρικνωθεί τόσο πολύ, αλλά θα κατακερματιστεί από μεγάλα και συχνά αναποτελεσματικά data centers, σε κατανεμημένους “στόλους” μικρότερων κόμβων κέντρων δεδομένων.

Καθώς εισάγονται διαρκώς και ωριμάζουν ολοένα και περισσότερες edge εφαρμογές, είναι πιθανό ότι θα επεκταθούν και θα μετακινηθούν πέρα από την εγγύτητα των δικών τους εγκαταστάσεων, καθοδηγώντας τη ζήτηση για χωρητικότητα των data centers σε εγκαταστάσεις που φιλοξενούν πολλαπλούς παρόχους και σε στρατηγικά τοποθετημένα, μικρο-αρθρωτά data centers. Πρόκειται ουσιαστικά για “ντουλάπια” IT που βρίσκονται ενσωματωμένα στο δικό τους προστατευτικό κέλυφος με ψύξη, συνδεσιμότητα, φυσική ασφάλεια, απορρόφηση κραδασμών και όταν απαιτείται, αδιάλειπτη τροφοδοσία ρεύματος! Εξυπακούεται πως διαθέτουν ένα μικρότερο περιβαλλοντικό όσο και ενεργειακό αποτύπωμα από τα περιβάλλοντα των “μακροσκοπικών” χώρων και των “plug-and-play” εγκαταστάσεων, καθιστώντας τους ως κατάλληλο τύπο για distributed IT σε τοποθεσίες edge. Υπάρχει έντονη συζήτηση στην αγορά σχετικά με το εάν τα περισσότερα ή ακόμη και η πλειοψηφία των micro-modular data centers θα διακρίνονται από κοινή υποδομή είτε ως managed hosted, public cloud ή ακόμη και colocation provider service offering (aaS). Είναι πιθανό ότι όλα τα προαναφερθέντα σενάρια θα διαδραματίσουν κάποιο ρόλο κατά τα αμέσως προσεχή χρόνια.

Η πυκνότητα ανά rack κινείται σε σαφώς ανώτερα επίπεδα!
Οι μέσες πυκνότητες rack στα κέντρα δεδομένων παραμένουν αρκετά χαμηλές. Στην έρευνα του 2017, το 67% των ερωτηθέντων ανέφερε κατά μέσο όρο κάτω από 6 κιλοβάτ (kw) ανά rack. Μόλις το 9% ανέφεραν πως είχαν μέσες πυκνότητες 10 kW ανά rack ή ακόμη και υψηλότερες. Το υψηλό επίπεδο ενοποίησης και η μετακίνηση του φόρτου εργασίας στο δημόσιο cloud έχει καταστήσει τη μέτρηση της μέσης πυκνότητας rack λιγότερο σημαντική από ό, τι κατά το παρελθόν. Φέτος, οι μισοί ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η υψηλότερη τιμή τους ήταν μεταξύ 10 kW και 29 kW. Η αύξηση της πυκνότητας των racks δεν είναι καθολική. Περίπου το ένα τρίτο των ερωτηθέντων δήλωσε ότι τα racks υψηλότερης πυκνότητας ήταν μικρότερη από 10 kW ανά rack. Σήμερα, τα racks μεγαλύτερα των 10 kW αποτελούν πραγματικότητα για την πλειοψηφία των data centers. Οι περισσότεροι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι ψύχουν τα rack υψηλότερης πυκνότητας χρησιμοποιώντας ψύξη ακριβείας (59%), ακολουθούμενη από βασικές προσεγγίσεις ψύξης και υγρής ψύξης στο χώρο.

Σύμφωνα με την μελέτη του Uptime Institute, τα micro-modular data center θα σχεδιάζονται ολοένα και περισσότερο για υψηλές πυκνότητες. Λειτουργώντας ως εγκαταστάσεις απομακρυσμένης διαχείρισης και συχνά τοποθετημένες σε περιοχές που περιορίζονται από απόψεως χώρου, είναι κατάλληλες για data center υψηλότερης πυκνότητας (και θερμοκρασίας λειτουργίας).


Το DCIM θεωρείται -πλέον- mainstream
Συχνά-πυκνά το λογισμικό Data Center Infrastructure Management (DCIM) περιγράφεται ως μια από τις πλέον ισχυρές, παραγωγικές, όσο και αποδοτικές τεχνολογίες που δύναται να εφαρμοστούν σε κάθε σύγχρονο data center. Πόσο, μάλλον, από τη στιγμή κατά την οποία το DCIM “υπόσχεται” ακριβή πληροφόρηση αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία και δεδομένα του ίδιου του data center, την χρήση των διαθέσιμων πόρων, καθώς επίσης και το λειτουργικό τους status. Παράλληλα, το λογισμικό DCIM συλλέγει, ξεκαθαρίζει, αξιοποιεί, και κάνει reporting το σύνολο των δεδομένων που σχετίζονται με την αξιοποίηση της ισχύος, τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα, καθώς επίσης και τις επιμέρους περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως λ.χ. η θερμοκρασία, τα επίπεδα της υγρασίας και η ροή του αέρα.

Την ίδια στιγμή, ορισμένα DCIM καταγράφουν και παρακολουθούν την συνδεσιμότητα, που εκτείνεται από τα δικτυακά switch και φτάνει μέχρι τα patch panel, αλλά και τα μεμονωμένα ports. Μάλιστα, όταν συνδυαστεί με την ΙΤ διαχείριση δεδομένων, το DCIM είναι σε θέση να παράσχει πληθώρα και πλούτο από insights που αφορούν από τα χαμηλότερα επίπεδα υποδομής των εγκαταστάσεων μέχρι τα υψηλότερα κλιμάκια των IT stacks αναφορικά με την end-to-end διαχείριση IT υπηρεσιών, που με τη σειρά τους λαμβάνουν υπόψη τη διαθεσιμότητα, την αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των φυσικών πόρων των data center (λ.χ. ισχύς, ψύξη, χώρος και δικτύωση). Όπως καταγράφεται στην μελέτη του Uptime Institute, τα πλέον αποδοτικά όσο και άρτια διαχειρίσιμα data centers έχουν εγκατεστημένο DCIM, ωστόσο η μεν διαδικασία τοποθέτησης μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ ταυτόχρονα τα οφέλη δεν είναι πάντοτε εύκολο να μετρηθούν ή ακόμη και ορατά, προκειμένου να κατανοηθούν και -φυσικά- να καταγραφούν! Παρόλα αυτά, σήμερα θεωρείται ως μια mainstream τεχνολογία για τα data center. Εξάλλου, κάτι παραπάνω από τα μισά στελέχη (54%) που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν πως έχουν προβεί στην αγορά κάποιου είδους εμπορικού λογισμικού DCIM. Επιπροσθέτως, ένα πρόσθετο 11% έχουν εγκαταστήσει αντίστοιχες λύσεις που έχουν αναπτύξει οι ίδιοι. Σε μια απτή απόδειξη της ωριμότητας της τεχνολογίας DCIM, το 75% των ερωτηθέντων χρηστών ανέφεραν πως η διαδικασία της εγκατάστασης στέφθηκε με επιτυχία, ενώ περίπου το ήμισυ (47%) του συνόλου των συμμετεχόντων στην ίδια έρευνα αυτή τη στιγμή προχωρούν στην εγκατάσταση και εφαρμογή ακόμη περισσότερων εργαλείων DCIM. Αποτέλεσμα; “Έκρηξη” δαπάνης περί του DCIM που υπερβαίνει κατά πολύ τα τουλάχιστον 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν προβλεφθεί για το 2020 σε παγκόσμιο επίπεδο. Και το ακόμη πιο εντυπωσιακό; Πρόκειται, απλά, για ένα ποσοστό (και δη λελογισμένο) των κάτι παραπάνω από 6,9 δισεκατομμύρια δολάρια που εκτιμάται πως θα δαπανήσει συνολικά η αγορά των data centers στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα!

Το 1/3 του 25% των στελεχών που δήλωσαν πως βίωσαν μια αποτυχημένη εγκατάσταση, σημείωσαν πως δεν είχαν κάποια άμεσα πλάνα για την συγκεκριμένη τεχνολογία. Όσο για τα 2/3, εργάζονται για την υλοποίηση δευτερευόντων επιλογών DCIM. Μεταξύ όσων συμμετείχαν στην έρευνα, η πλέον συνήθης αιτία για την εγκατάσταση τους ήταν ο σχεδιασμός περί της χωρητικότητας (76%) και η παρακολούθηση της ισχύος (74%). Ως άλλες αιτίες αναφέρθηκαν από την παροχή ακόμη πιο απτής εικόνας των report για λογαριασμό τόσο των στελεχών όσο και των πελατών τους (52%) μέχρι και αυτήν της κανονιστικής συμμόρφωσης (35%).

Κλιματική αλλαγή και στα data centers; Κι όμως…
Με βάση την μελέτη του Uptime Institute, οι οργανισμοί σε ολόκληρο τον κόσμο οφείλουν να προγραμματίσουν τις ενέργειες τους απέναντι στην αύξηση των ακραίων και μερικές φορές καταστροφικών καιρικών συνθηκών και φαινομένων. Ένα ακόμη θερμότερο κλίμα αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της σοβαρότητας και της συχνότητας των καταστρεπτικών γεγονότων, συμπεριλαμβανομένων της θερμότητας, των πλημμυρών, των φαινομένων ξηρασίας και των τυφώνων. Τα data centers είναι ευάλωτα σε πολλές περιπτώσεις. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι έντονες βροχοπτώσεις καθιστούν μη-λειτουργικούς τους σημερινούς χάρτες πλημμυρικών επιφανειών. Κάτι που αποδεικνύεται σε πολλαπλές περιπτώσεις και σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρόλα αυτά, περίπου οι μισοί (46%) από τους ερωτηθέντες δήλωσαν ότι οι οργανισμοί τους δεν ασχολούνταν με ενδεχόμενες διαταραχές της κλιματικής αλλαγής στα data center τους. Φαίνεται ότι έχουν κατασταλάξει στο συμπέρασμα πως είτε δεν θα επηρεαστούν είτε αγνοούν το πρόβλημα!

Αγγελία: “Ζητείται κατηρτισμένο προσωπικό για data center – Πληροφορίες εντός!”
Σήμερα, αποδεικνύεται ολοένα και πιο δύσκολο να προσληφθεί και να εκπαιδευτεί το προσωπικό για τις δεξιότητες που απαιτούνται για να λειτουργήσει και να υποστηρίξει ολοένα και πιο υβριδικά περιβάλλοντα πληροφορικής. Υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη για νέες δεξιότητες, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας και της διαχείρισης SLAs για off-premises workloads. Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται όλο και περισσότερο τεχνολογίες λογισμικού και αυτοματοποιημένων κέντρων δεδομένων και μπορεί να απαιτούνται λιγότερα στελέχη, ωστόσο το εν λόγω προσωπικό απαιτεί δεξιότητες, σχετικά με λογισμικό, οι οποίες δεν βρίσκονται εύκολα στις παραδοσιακές “πηγές” άντλησης προσωπικού για data centers. Μόνο το 35% των ερωτηθέντων της έρευνας ανέφεραν ότι δεν αντιμετώπισαν κανένα από τα προαναφερθέντα θέματα. Περίπου το ίδιο ποσοστό των ερωτώμενων ανέφεραν πως δυσκολεύονταν να βρουν άρτια καταρτισμένους υποψήφιους για ανοικτές θέσεις εργασίας. Οι φορείς εκμετάλλευσης των data centers που αντιμετωπίζουν επιτυχία στις στρατηγικές στελέχωσής τους τείνουν να επικεντρώνονται στη διαρκή εκπαίδευση του προσωπικού τους, συμπεριλαμβανομένης της διασταυρούμενης κατάρτισής του τόσο για τις δεξιότητες πληροφορικής όσο και για τις εγκαταστάσεις – ουσιαστικά συγχωνεύοντας τους δύο ρόλους σε μια ενιαία γενική θέση. Αναμφίβολα, ο ΙΤ κλάδος αντιμετωπίζει ένα ευρύτερο ζήτημα έλλειψης προσωπικού, ενώ το ζήτημα αναμένεται πως θα εντατικοποιηθεί στο κοντινό μέλλον. Πόσο μάλλον, από τη στιγμή κατά την οποία πρόκειται για μια ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία με γηράσκοντες εργαζόμενους – περισσότερο από το ήμισυ (56%) των ερωτηθέντων στην έρευνα διέθετε περισσότερα από 20 χρόνια εργασιακής εμπειρίας. Μόνο το 5% ήταν “φρέσκο” στη βιομηχανία, με λιγότερα από 5 χρόνια εμπειρίας.

Με βάση τις κοινές προσπάθειες του Uptime Institute με μεγάλους φορείς του κλάδου, εκτιμάται πως θα υπάρξει αυξημένη εστίαση στην πρόσληψη εκτός των “παραδοσιακών” ΙΤ στελεχών, επιχειρώντας – με συντονισμένες προσπάθειες – να προσελκύσουν “μη παραδοσιακούς” υποψήφιους, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των ατόμων με εντελώς διαφορετικό εργασιακό υπόβαθρο. Το ανθρώπινο δυναμικό του τομέα σήμερα είναι συντριπτικό σε επίπεδο ανδρών: Το 56% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι οι γυναίκες αποτελούν λιγότερο από το 6% του προσωπικού σχεδιασμού, κατασκευής ή επιχειρησιακού ελέγχου και λειτουργίας. Ωστόσο, το 70% των ερωτηθέντων στην έρευνα δήλωσε ότι η έλλειψη γυναικών στον τομέα των data centers δεν αποτελεί απειλή για τις επιχειρήσεις τους ή τη βιομηχανία γενικότερα.


ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ-ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ
Περισσότερο ευφυές μεν, αλλά πιο σύνθετο δε!

Ο δείκτης της αποτελεσματικότητας με βάση τη χρήση της ισχύος (Power Usage Effectiveness – PUE) δείχνει να έχει βελτιωθεί κατά μήκος της ίδιας της ΙΤ βιομηχανίας, καταδεικνύοντας μια σαφή βελτίωση και στο επίπεδο της ευφυούς λειτουργίας του ίδιου του data center. Σήμερα, οι πάροχοι βρίσκονται αντιμέτωποι με αρκετές όσο και πιεστικές προκλήσεις στο πεδίο της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων του κόστους των υβριδικών IT προσεγγίσεων, της διαμόρφωσης ενός υγιούς business case κ.ο.κ.

Το Edge computing βρίσκεται… anté portas! Οι διαχειριστές data centers αναμένεται να εγκαταστήσουν σημαντικά μεγάλους αριθμούς χωρητικότητας edge computing, οι οποίοι με την σειρά τους θα προσθέσουν ένα επίπεδο λειτουργικής όσο και διαχειριστικής συνθετότητας.

Τα ζητήματα σχετικά με το Rack density μεγαλώνουν διαρκώς: Τα πλέον υψηλά rack densities συναντώνται συνήθως σε data centers που σχετίζονται άμεσα με την παροχή enterprise υπηρεσιών, αλλά και τους ίδιους τους παρόχους υπηρεσιών εξυπηρέτησης. Κάτι, που… μεταφράζεται στην ύπαρξη μιας κατάστασης κατά την οποία πολλοί πάροχοι αντιμετωπίζουν ζητήματα με την ψύξη τους.

Το DCIM θεωρείται -πλέον- ως mainstream! Σήμερα, μια μικρή πλειοψηφία data centers ενσωματώνουν κάποιου είδους DCIM, η εγκατάσταση και υλοποίηση των οποίων έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Η πρόληψη απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν φαίνεται πως βρίσκεται στην “must do list” πλείστων data centers. Η -παροιμιώδης- κοντόφθαλμη ελληνική λογική: “Μα καλά, σε εμένα θα τύχει;” δείχνει να έχει… κατακτήσει και το διεθνές στερέωμα όταν φτάνει η ώρα να τεθούν αντιμέτωποι με τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής. Τα data center τους για την ακρίβεια. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά εκτεθειμένα όσο και ευάλωτα απέναντι σε απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας και δη προς το θερμότερο, στην έλλειψη νερού, στις ακραίες όσο και συχνά καταστροφικές καιρικές συνθήκες κ.ο.κ. Ποια είναι η αντίδραση των εταιρειών που διαχειρίζονται τα data center απέναντι σε αυτές τις ρεαλιστικές και διόλου ευφάνταστες καταστάσεις; Να… στρουθοκαμηλίζουν, ευχόμενες πως δεν θα τους επηρεάσει ή ακόμη και να το ωθούν στην εταιρική λήθη!

Η έλλειψη ικανοτήτων data center θα εντείνεται με το πέρασμα του χρόνου: Το ζήτημα της σημαντικής έλλειψης επαρκώς κατηρτισμένου προσωπικού αποτελεί πραγματικότητα εδώ και μερικά χρόνια στον τομέα των data centers. Μάλιστα, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει αποδυθεί σε πρωτόγνωρο κυνηγητό προκειμένου να εντοπίσει και να επανδρώσει τα κενά της με το κατάλληλο προσωπικό.