Η ικανοποίηση των εργαζομένων αποτελεί επιτακτική ανάγκη για κάθε επιχείρηση σήμερα και στο πλαίσιο αυτό η ενεργοποίηση ενός τέτοιου περιβάλλοντος, με το desktop virtualization να παίζει καταλυτικό ρόλο, είναι αναπόφευκτη.

Θα θυμάστε, ενδεχομένως, την ευφορία που επικρατούσε πριν από μερικά χρόνια σε μεσαίου και μεγάλου μεγέθους οργανισμούς, όσον αφορά τις υποδομές VDI (Virtual Desktop Infrastructure) – αλλά και τα προβλήματα που προέκυπταν μετά τις πρώτες προσπάθειες. Τα virtual desktops έχουν εξελιχθεί και παρά τις όποιες δυσκολίες συνεχίζουν να κουβαλάνε, προσφέρουν μοναδικές δυνατότητες σε κάθε επιχείρηση. Θεωρητικά, οι υπολογιστές οι οποίοι δεν διαθέτουν υπολογιστική ισχύ και λειτουργούν ως τερματικά, παίρνοντας τα δεδομένα και τις εφαρμογές από έναν κεντρικό υπολογιστή, διαθέτουν αρκετά πλεονεκτήματα.

Χρειάζονται λιγότερο ρεύμα για να λειτουργήσουν, είναι πιο οικονομικοί, συντηρούνται ευκολότερα και είναι λιγότερο ευαίσθητοι στους κινδύνους, στους οποίους εκτίθεται σήμερα ένας πλήρης υπολογιστής desktop ή ένα notebook. Συν τις άλλοις μπορεί να ελέγξει κανείς καλύτερα ποια προγράμματα θα μπορούν να εκτελεστούν σε αυτούς. Όλα αυτά τουλάχιστον θεωρητικά γιατί στην πράξη τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Για να αποκτήσει κανείς όλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα, τα οποία προβάλλονταν για καιρό ως τα σημεία υπεροχής μιας υποδομής virtual desktops, θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και να εξεταστούν προκαθορισμένοι παράμετροι.

Η εμπειρία χρήσης στο επίκεντρο
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να υλοποιηθεί ένα περιβάλλον VDI. Ο καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση είναι να προσφέρει κανείς μια όσον το δυνατόν καλύτερη εμπειρία χρήσης, με ασφαλή πρόσβαση στα δικτυακά drives, στα emails και σε όλους τους διαμοιρασμένους εταιρικούς πόρους. Καθώς όλο και περισσότερο οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν διαφορετικές συσκευές για να αποκτήσουν πρόσβαση στον εταιρικό δίκτυο ενώ είναι καθ’ οδόν, η πρόκληση στην προκειμένη περίπτωση είναι η παροχή μιας απρόσκοπτης εμπειρίας χρήσης. Σε κανένα δεν αρέσει, άλλωστε, να μην μπορεί να αποκτά πρόσβαση σε πληροφορίες λόγω περιορισμών της συσκευής ή του λειτουργικού συστήματος που χρησιμοποιεί – ως εκ τούτου η παροχή εύκολης πρόσβασης ανεξαρτήτως συσκευής, λειτουργικού συστήματος ή δικτυακής σύνδεσης είναι ζωτικής σημασίας.

Το virtualization πρέπει να υλοποιείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παρέχει την ταχύτητα, την ευελιξία και την αλληλεπίδραση που απαιτούν οι χρήστες, όταν το bandwidth είναι περιορισμένο. Προσφέροντας μια αδιάλειπτη εμπειρία χρήσης σε όσους αποκτούν πρόσβαση στην εταιρική πληροφορία. Στο παρελθόν οι Διευθύνσεις Πληροφορικής είχαν επιχειρήσει να προσφέρουν αυτή την υπηρεσία, κυρίως μέσω VPN (Virtual Private Network) συνδέσεων. Αυτές οι συνδέσεις είναι, μεν, αποτελεσματικές, ωστόσο μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα πολύπλοκες ή …άκαμπτες. Σήμερα, αυτές οι συνδέσεις έχουν δώσει τη θέση τους σε υποδομές VDI και DaaS, μετατοπίζοντας την εστίαση στην εμπειρία χρήσης. Με αυτόν τον τρόπο το virtualization, υποστηρίζει δύο σημαντικούς στόχους σε οργανωτικό επίπεδο: την ασφάλεια και την παραγωγικότητα.


DaaS vs VDI
Ένα ερώτημα που θα απασχολήσει, ενδεχομένως, όσους αποφασίσουν να προβούν σε μια υλοποίηση virtual desktops, είναι αν θα πρέπει να επιλέξουν το DaaS (Desktop as a Service) αντί του παραδοσιακού και on-premise VDI. To DaaS υλοποιείται πιο γρήγορα, είναι περισσότερο ελκυστικό από οικονομικής απόψεως και περισσότερο εύκολο στη διαχείριση και υποστήριξή του. Για να μπορέσει, ωστόσο, κανείς να καταλήξει σε μια υλοποίηση DaaS θα πρέπει αφενός να επιβεβαιώσει τις αποδόσεις που υπόσχεται και αφετέρου να διασφαλίσει ότι ικανοποιεί συγκεκριμένες απαιτήσεις ασφάλειας. Αν μια λύση DaaS περάσει με επιτυχία αυτά τα δύο τεστ, τότε θα λέγαμε ότι αποτελεί και την καλύτερη επιλογή.

Επιδόσεις. Η επίδοση μιας υποδομής virtual desktop έχει να κάνει με μια σειρά από παράγοντες, όπερ σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός πριν προβεί σε μια εκτίμηση. Για παράδειγμα, υπάρχει η απόδοση του desktop αυτού καθ’ αυτού, αλλά και η απόδοση της υποδομής. Όσον αφορά τις επιδόσεις του desktop, το DaaS φαίνεται να έχει το προβάδισμα, καθώς όλοι σχεδόν οι πάροχοι υπηρεσιών DaaS διαθέτουν τέτοιες βελτιστοποιημένες υποδομές hardware και software που πολλές εταιρείες δεν μπορούν να αναπαράγουν από μόνες τους. Όσον αφορά τις επιδόσεις της υποδομής, αυτές επηρεάζονται σημαντικά από το latency ανάμεσα στην τελική συσκευή και το virtual desktop, όπως και από το διαθέσιμο bandwidth στο endpoint. Στην προκειμένη περίπτωση, το latency είναι πιο σημαντικό. Και αυτό διότι ένα endpoint καταναλώνει bandwidth όταν ανανεώνονται τα περιεχόμενα της οθόνης του – και αυτό δεν γίνεται τόσο συχνά.

Ασφάλεια. Στην προκειμένη περίπτωση για να επιτύχει κανείς τα επιθυμητά επίπεδα ασφάλειας θα πρέπει να έχει κατά νου τις ακόλουθες βασικές αρχές:

  • Διαχωρισμός δικτύων: το δίκτυο κορμός, το δίκτυο του παρόχου της υπηρεσίας και τα ενοικιαζόμενα δίκτυα θα πρέπει να είναι διαχωρισμένα μεταξύ τους.
  • Διαχωρισμός πόρων: τα tenant hypervisors και το virtual desktop storage θα πρέπει να διαχειρίζονται ως ξεχωριστοί πόροι.
  • Ασφαλής επικοινωνία: η πλατφόρμα θα πρέπει να χρησιμοποιεί πιστοποιημένες συνδέσεις για την επικοινωνία ανάμεσα στα software modules σε διαφορετικούς κόμβους διαχείρισης.
  • Ασφαλής πρόσβαση: η πρόσβαση στις εφαρμογές του Web πρέπει να γίνεται με ασφαλή τρόπο και στο πλαίσιο αυτό μόνο μέσα από https κανάλια.
  • Ελάχιστη λειτουργικότητα κόμβου: θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο οι απόλυτα αναγκαίοι κόμβοι για τη διαχείριση και διοχέτευση των υπηρεσιών μέσα στην πλατφόρμα.

Άπαξ και ληφθούν υπόψη όλα τα παραπάνω, τότε μια λύση DaaS έχει το προβάδισμα απέναντι σε μια λύση DVI. Και αυτό για τους εξής λόγους:

  • Μηδενικό CapEx, μόνο OpEx. Δεν απαιτείται η αγορά hardware εξοπλισμού, καθώς το DaaS αποτελεί μια καθαρά συνδρομητική υπηρεσία.
  • Δεν απαιτούνται ειδικά, κοστοβόρα skills για τη διαχείριση και την υποστήριξη του περιβάλλοντος virtual desktop. Η όλη εργασία διαχείρισης γίνεται από το service provider, με τον οποίο έχει συναπτεί ένα σχετικό SLA.
  • Ταχύτερη υλοποίηση. Ένα project DaaS μπορεί να υλοποιηθεί και να τρέξει πολύ ταχύτερα από ένα on-premise VDI.
  • Μεγαλύτερη ευελιξία. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι μπορεί κανείς να προσθέτει και να αφαιρεί desktops πολύ πιο εύκολα.
  • Οικονομικότερο. Το μοντέλο τιμολόγησης του DaaS είναι ξεκάθαρο και γνωστό εξ αρχής: ανά desktop και ανά μήνα. Αυτό σημαίνει ότι πληρώνει κανείς μόνο ότι χρειάζεται, αξιοποιώντας καλύτερα την επένδυσή του.

Συνοψίζοντας, οι λύσεις DaaS είναι πιο κατάλληλες για όλους εκείνους τους οργανισμούς που χρειάζονται να προσφέρουν ένα ομογενοποιημένο εταιρικό περιβάλλον σε συνεργάτες και εργαζόμενους που δουλεύουν εκτός γραφείου, με υποκαταστήματα διάσπαρτα σε όλον τον κόσμο, για οργανισμούς που απαιτούν ένα περισσότερο διαβαθμισμένο έλεγχο πάνω στον τύπο του εταιρικού περιβάλλοντος desktop που αποκτούν πρόσβαση οι υπάλληλοι τους και, τέλος, για επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ήδη μια λύση on-premise VDI σήμερα και θέλουν να επεκταθούν, αλλά παραμένουν διστακτικές στο να προχωρήσουν, ένεκα του κόστους και της πολυπλοκότητας του VDI.

Thick vs. thin computing
Μια συνήθης κακή εκτίμηση κατά την υλοποίηση μιας λύσης Desktop Virtualization αφορά τη χρήση των υπολογιστών αυτής της υποδομής. Γενικά, υπάρχει η εντύπωση ότι η εκμετάλλευση των παλιών υπολογιστών που διαθέτει, ήδη, ένας οργανισμός και που, ενδεχομένως, μπορεί να έχουν παροπλιστεί, συμφέρει περισσότερο από το να επενδύσει κανείς σε μοντέρνα συστήματα Thin Clients. Εκ πρώτης όψεως, αν κοιτάξει κανείς το κόστος και μόνο αυτό, φαίνεται ως μια αρκετά λογική υπόθεση. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, το λειτουργικό κόστος (TCO) των παλιών PCs μπορεί να ξεπερνάει κατά πολύ το κόστος αγοράς νέων Thin Clients, αν λάβει κανείς υπόψη του τα εξής:

Ασφάλεια. Στα κλασικά PCs είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος της υποκλοπής ευαίσθητων εταιρικών δεδομένων, σε αντίθεση με τα Thin Clients, όπου η απουσία τοπικών drives και θυρών USB περιορίζει σημαντικά αυτό το ρίσκο.

Διαχείριση. Επειδή τα Thin και Zero Clients μπορεί να τα διαχειριστεί κανείς κεντρικά, απλουστεύεται σημαντικά η διαχείριση των τελικών συσκευών ενός εταιρικού δικτύου, καθώς είναι δυνατή, για παράδειγμα, η απομακρυσμένη εγκατάσταση patches και updates ταυτόχρονα σε εκατοντάδες ή χιλιάδες PCs με μια εντολή. Αυτό απελευθερώνει το προσωπικό της Διεύθυνσης Πληροφορικής από χρονοβόρες διαδικασίες συντηρήσεων και επισκευών, επιτρέποντάς του να ασχοληθεί με πιο παραγωγικά πράγματα.

Εξοικονόμηση. Η εξ αποστάσεως διαχείριση τελικών συσκευών και software απαιτεί πολύ λιγότερους πόρους. Αυτό σημαίνει ότι μια επιχείρηση μπορεί σε βάθος χρόνου να εξοικονομήσει πόρους και χρήματα, λόγω της μείωσης του αριθμού των εργατοωρών που θα απαιτούνταν για τη διαχείριση των κλασικών συσκευών. Επιπλέον, τα Thin και Zero clients περιέχουν λιγότερα εξαρτήματα με μηχανικά μέρη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περάσει, κατά μέσο όρο, πολύ χρόνος πριν παρουσιάζουν μια βλάβη, κάτι που μεταφράζεται σε επιπλέον εξοικονόμηση και περιορισμό του κόστους.

Μειωμένη κατανάλωση ρεύματος: τα κλασικά PCs καταναλώνουν πολύ ρεύμα για τη λειτουργία τους. Τα Thin Clients απεναντίας καταναλώνουν ένα πολύ μικρότερο ποσοστό ενέργειας, κάτι που έχει κι ένα πρόσθετο περιβαλλοντικό αντίκτυπο (μικρότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα).

Μεγαλύτερη ισχύ, μικρότερες απαιτήσεις. Tα Thin Clients εκμεταλλεύονται την ισχύ του data center στο οποίο συνδέονται και ως εκ τούτου έχουν μικρότερες απαιτήσεις σε επεξεργαστική ισχύ και συγγενείς από τους desktop συγγενείς τους.

Μικρότερες απαιτήσεις σε χώρο. Τα Thin Clients χρειάζονται λιγότερο φυσικό χώρο, από τα περισσότερα παραδοσιακά PCs.