Το ΑΕΠ μπορεί να αυξηθεί κατά 2,05% (€3,06 δισ.) και τα δημόσια έσοδα κατά €1,62 δισ. έως το 2021, εάν η Ελλάδα συγκλίνει πλήρως με την Ευρώπη στη διείσδυση της κινητής ευρυζωνικότητας και τη χρήση δεδομένων, με παράλληλη επικράτηση ενός ευνοϊκού επενδυτικού πλαισίου.

Αυτό συμπεραίνει η νέα μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ), με τίτλο «Οι Κινητές Επικοινωνίες και η Κινητή Ευρυζωνικότητα ως μοχλοί οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης», η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ένωσης Εταιριών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ). Αντίθετα, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, αν διατηρηθεί το υφιστάμενο περιβάλλον και η απόκλιση από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, η επιπρόσθετη συμβολή των Κινητών Επικοινωνιών στην ελληνική οικονομία θα περιοριστεί στο 1,25% του ΑΕΠ (€ 2.82 δις. και €992,9 εκατ. δημόσια έσοδα έως το 2021).

H μελέτη του ΟΠΑ προτείνει την υιοθέτηση μιας δέσμης πολιτικών: Απλοποίηση και εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για την επιτάχυνση της αδειοδότησης των υφιστάμενων και νέων σταθμών βάσης. Στόχος η επίλυση των εκκρεμοτήτων για την αναβάθμιση των δικτύων, ώστε να υλοποιηθούν ταχύτερα οι προγραμματισμένες επενδύσεις

Απόδοση φασματικών περιοχών, έτοιμων προς χρήση. Στόχος είναι η αξιοποίηση των βέλτιστων πρακτικών της ΕΕ, η αναθεώρηση τελών συχνοτήτων και του κόστους αδειοδότησης των σταθμών βάσης, στο πλαίσιο της διασφάλισης και διευκόλυνσης του μακροχρόνιου επενδυτικού σχεδιασμού των παρόχων.

– Άρση της στρέβλωσης του ειδικού τέλους. Στην Ελλάδα ο καταναλωτής επιβαρύνεται έως 48,8% στον τελικό λογαριασμό του, όταν η μέγιστη επιβάρυνση στην ΕΕ είναι 25%
– Εκστρατεία ενημέρωσης αρμοδίων φορέων και πολιτών για τη σημασία των υποδομών, των υπηρεσιών και της ψηφιακής τεχνολογίας στην ανάπτυξη οικονομίας και κοινωνίας, στο πλαίσιο της υλοποίησης της εθνικής ψηφιακής στρατηγικής
– Ενίσχυση της ζήτησης με θέσπιση κινήτρων για την υιοθέτηση καινοτόμων κινητών υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις, τους πολίτες, την τοπική αυτοδιοίκηση και τη δημόσια διοίκηση.

Σημαντική και συνεχής συμβολή στην ελληνική οικονομία
Ο κλάδος των κινητών επικοινωνιών συμβάλλει σταθερά στην ελληνική οικονομία, καθ’ όλη την περίοδο της κρίσης, και παρά τα μειωμένα έσοδά του.

Όπως καταδεικνύουν τα μεγέθη για το 2016, ο κλάδος:
– Συμβάλλει με €2,82 δις άμεσα & €10,29 δισ. (με τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα) στο ΑΕΠ συνεισφέροντας στα δημόσια έσοδα κατά €1,18 δισ.
– Δημιουργεί 40.800 θέσεις εργασίας άμεσα και έμμεσα.
– Μειώνει το κόστος κινητής επικοινωνίας. Την περίοδο 2012-2016 το κόστος του μέσου πακέτου κινητής μειώθηκε σωρευτικά κατά 37%. Το 2016 η πτώση των τιμών διαμορφώθηκε στο 3,4%.
– Συνεχίζει να επενδύει για την γεωγραφική και πληθυσμιακή επέκταση των δικτύων 4G. Το 2016, οι επενδύσεις ξεπέρασαν τα €351 εκατ., ποσό που αντιστοιχεί στο19,7% των συνολικών εσόδων των εταιριών και το 50% του EBITDA, αγγίζοντας το υψηλότερα επίπεδα από την αρχή της οικονομικής κρίσης.

Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΠΑ, η γραφειοκρατία είναι το κύριο εμπόδιο για τις επενδύσεις των εταιρειών Κινητών Επικοινωνιών και την ταχεία επέκταση των δικτύων. Παράλληλα, η υψηλή φορολογία εμποδίζει την υιοθέτηση ψηφιακών υπηρεσιών από επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η ταχεία σύγκλιση με τα κράτη μέλη της ΕΕ 28 σε ψηφιακές επιδόσεις, μπορεί να αποδώσει σημαντικά στρατηγικά οφέλη, σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΠΑ.

«Ο ψηφιακός μετασχηματισμός εξελίσσεται ραγδαία με τις τεχνολογικές καινοτομίες να συγκλίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κινητές επικοινωνίες πρωτοστατούν παγκοσμίως στις τεχνολογικές εξελίξεις, διαμορφώνοντας σήμερα τις υποδομές για τις διαρκώς αυξανόμενες ψηφιακές υπηρεσίες. Στην Ελλάδα η συμβολή τους στην οικονομία είναι πολύ σημαντική, συνεχίζει, όμως, να υπολείπεται από τις συνολικές αναπτυξιακές δυνατότητές τους», αναφέρει η μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Γενικός Διευθυντής της ΕΕΚΤ, κ. Γιώργος Στεφανόπουλος, δήλωσε σχετικά: «Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ψηφιακή οικονομία συμβάλλει καταλυτικά στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο. Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά στην ιστορική ευκαιρία να αξιοποιήσει την τεχνολογική συγκυρία και τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, όπως το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και έναν δυναμικό κλάδο στην αιχμή της τεχνολογικής καινοτομίας, τον κλάδο των κινητών επικοινωνιών. Η άμεση και οργανωμένη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή απαιτεί συνεργασία, η οποία θα διασφαλίσει αρχικά τη βιωσιμότητα και τελικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας στη δίκαιη ανάπτυξη».