Ανήκω σε μια γενιά όπου η εμπειρία του να κάθεται κανείς επί δυο ώρες σε μια σκοτεινή αίθουσα γεμάτη ξένους ανθρώπους παρακολουθώντας μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε μια δυσδιάστατη οθόνη κάποια μέτρα μπροστά σου ήταν και είναι μια φυσική εμπειρία. Υπολογίζω ότι πρέπει να έχω περάσει χιλιάδες ώρες σε τέτοιους χώρους στη ζωή μου.

Δεν είμαι σίγουρος ότι στο μέλλον αυτή η εμπειρία θα είναι κάτι το συνηθισμένο στις ζωές μας. Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν το παιχνίδι με τρελές ταχύτητες. Η τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας με την επίπεδη οθόνη αρχίζει και δημιουργεί μια συγκρίσιμη οπτική εμπειρία, με τα πρόσθετα οφέλη ότι δεν χρειάζεται να μετακινηθείς από το σπίτι σου, να πληρώσεις για την ταινία και να αγοράσεις και τα ποπ κορν…

Η βιομηχανία του κινηματογράφου μπορεί να αντιδράσει με το συνήθη τρόπο που έκανε κάθε φορά που ένιωθε κάποια απειλή:  Τη ρελάνς. Οταν τη δεκαετία του 1970, η τηλεόραση επιτέθηκε μετωπικά στη συνήθεια των αμερικανών να πηγαίνουν το εβδομαδιαίο τους σινεμαδάκι, το Χόλλυγουντ απάντησε με την προσφορά ενός οπτικού θεάματος το οποίο τεχνικά βρισκόταν σε πολύ υψηλότερα στάνταρντ: Cinemascope, Cinerama,  Surround Sound & 3-D.

Ισως να το επιχειρήσει και πάλι με μια νέου τύπου αναβαθμισμένη «movie-going experience».  Αλλα αυτό θα απαιτεί terrabytes κι ένα κβαντικό άλμα στην ποιότητα της εικόνας.

Είναι δε και διπλά δύσκολο, με δεδομένο ότι η νέα γένια δεν μοιάζει και να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον αριθμό των πίξελ ή τη διάσταση της οθόνης. Πολλοί αρκούνται στο να παρακολουθούν ένα φιλμ σ’ ένα λάπτοπ ή ένα iPad, ή ακόμα και σ’ ένα iPhone.

Ισως για μας τους παλιούς είναι σαν ν’ ακούς Σοπέν σε κασετόφωνο, άλλα κάποιοι θα σου αντιτάξουν πως σημασία έχει η τέχνη και όχι η τεχνολογία. Κι ένα φιλμ στο μέλλον μπορεί να χωράει στην παλάμη σου, όποτε το σινεμαδάκι της γειτονίας θα ακούγεται σαν το παλιό βινίλιο. Βέβαια, όπως κι εκείνο, ίσως κάποτε ξανάρθει στη μόδα…