Οταν ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, δήλωνε στις 4ης Νοέμβριου του 2010 ότι η περιοχή του Ανατολικού Λονδίνου (East End) θα μετατραπεί στο βρετανικό αντίστοιχο της Silicon Valley, στο νησί ένιωσαν ότι κάτι αλλάζει στο ψηφιακό-επιχειρηματικό μέλλον της Γηραιάς Αλβιώνας. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, το πλάνο - γνωστό ως East London Tech City - έχουν ήδη αγκαλιάσει γίγαντες της τεχνολογίας όπως η Google και το Facebook.

Το αρχικό Silicon Roundabout, ένα επιχειρηματικό «πλέγμα» που γεννήθηκε και αναπτύχτηκε γύρω από την περιοχή Shoreditch και της Old Street στο Ανατολικό Λονδίνο, άρχισε να εκτείνεται μέχρι το Ολυμπιακό Πάρκο στο Stratford και πλέον η Tech City είναι το «σπίτι» της τεχνολογίας και των ψηφιακών επιχειρήσεων.

Η περιοχή προσφέρει ευκαιρίες για καινοτόμες επιχειρήσεις κάθε εθνικότητας αλλά και κάθε μεγέθους – από start-ups μέχρι πολυεθνικές. Οι συζητήσεις πολλές, κυρίως μέσα από το site του Guardian. Από τα πιο ενδιαφέροντα που ακούστηκαν είναι πως μια σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη και την επιτυχία της Tech City είναι η δημιουργία ενός «περιβάλλοντος χαμηλού ρίσκου όπου παράγεται υψηλού ρίσκου εργασία», ένα «πλέγμα» που θα παρέχει ένα ασφαλέστερο περιβάλλον για επαγγελματίες που είναι σε θέση να αναλαμβάνουν περισσότερα ρίσκα, γνωρίζοντας ωστόσο κάτι σημαντικό: πως κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν κι άλλες ευκαιρίες αν κάτι δεν δουλέψει με τη μία.

Οι κυβερνητικές προτάσεις για την ανάπτυξη της Tech City περιλαμβάνουν επιχειρηματική βίζα ώστε να είναι ευκολότερο να προσληφθούν ταλέντα από το εξωτερικό, μεγαλύτερη προστασία πρωτοκόλλου για τις start-up επιχειρήσεις και άλλες πρωτοβουλίες ώστε να δημιουργηθεί έναν περιβάλλον μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, με τελικό στόχο το Λονδίνο να γίνει το νούμερο δυο μέρος στον κόσμο για την τεχνολογική ανάπτυξη και έρευνα.

Οπως τονίζεται στα διάφορά ντιμπέιτ, η δυσκολία που παρουσιάζεται σε επίπεδο εργοδοτών στη Βρετανία δεν άφορα τόσο στην τεχνολογική τους επάρκεια, αλλά στον τρόπο σκέψης , στην «μενταλιτέ», και μιλούν για την ανάγκη μιας πιο «ανοιχτής» επιχειρησιακής κουλτούρας στην οποία το να δοκιμάζεις, να αποτυγχάνεις, να ξαναδοκιμάζεις και να ξαναποτυγχάνεις δεν είναι αναγκαστικά κάτι κακό και αντιπαραγωγικό.