Ανθεκτικότητα απέναντι στην κρίση και τζίρο στο «κόκκινο», σημαντικές επενδύσεις και χαμηλός βαθμός επίδρασης στο εγχώριο επιχειρηματικό σκηνικό, εξαγωγική δυναμική και εξάρτηση από το Δημόσιο διακρίνουν τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπηρεσιών Πληροφορικής, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.

Πηγή: Εθνική Τράπεζα, Απόδοση: Παναγιώτης Μαρκέτος, [email protected]

Ανθεκτικές απέναντι στην κρίση δείχνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις υπηρεσιών Πληροφορικής, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι η χώρα διανύει τη χειρότερη οικονομική συγκυρία, κατάφεραν να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους, όπως προκύπτει από τη μελέτη που διενήργησε η Εθνική Τράπεζα σε δείγμα 1.200 επιχειρήσεων και τιτλοφορείται ως “Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: Κλάδος Πληροφορικής”. Συγκεκριμένα, κατά τη χρονική περίοδο 2009-2014, οι μικρομεσαίες εταιρείες (ΜμΕ) του κλάδου αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 4% ετησίως, έναντι πτώσης 3% για το συνολικό εταιρικό τομέα, εξαιρουμένων των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων που πραγματοποιούν πωλήσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα 50 εκατομμύρια ευρώ. Παρόλα αυτά, για το 2016 ο κύκλος εργασιών των υπηρεσιών Πληροφορικής αναμένεται να μειωθεί αισθητά, σε ποσοστό που θα κυμαίνεται από 5 έως και 10% εν συγκρίσει με το αντίστοιχο περυσινό χρονικό διάστημα.

Η «πνιγηρή» εξάρτηση από το Δημόσιο και η «ελπίδα» των εξαγωγών
Η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας καταδεικνύει και αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατεί αναφορικά με τη δυναμική του εγχώριου κλάδου υπηρεσιών Πληροφορικής, η οποία χαρακτηρίζεται ως αδύνατη, δίχως να έχει καταφέρει να αξιοποιήσει τις επενδύσεις που έλαβαν χώρα τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Μάλιστα, εξακολουθεί να παραμένει ένα πολύ μικρό τμήμα τόσο της συνολικής εθνικής οικονομίας (καλύπτοντας το 0,5% του ΑΕΠ) όσο και της απασχόλησης (0,4% στο σύνολο των εργαζομένων), εν συγκρίσει με 2% και 1,5% αντίστοιχα που είναι οι μέσοι όροι οι οποίοι επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπροσθέτως, οι επιχειρήσεις υπηρεσιών Πληροφορικής βρίσκονται τελευταία αντιμέτωπες με δύο σημαντικά, όσο και πιεστικής φύσεως, ζητήματα. Το πρώτο σχετίζεται με τις υψηλές απαιτήσεις, οι οποίες αποτελούν το σημαντικότερο πρόβλημα για το 38% του τομέα σε σχέση με 19% για το σύνολο των ΜμΕ.

Μέγεθος, που, αν μη τι άλλο, αντικατοπτρίζει τον υψηλό βαθμό εξάρτησης από την ύπαρξη δημόσιων έργων, τα οποία και καλύπτουν το 40% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου. Η ένταση αυτού του προβλήματος είναι ιδιαίτερα εμφανής στις εταιρείες ενοποίησης συστημάτων, οι οποίες εξαρτώνται από το Δημόσιο σε βαθμό άνω του 70%! Κι εάν το ζήτημα της έλλειψης έργων ΙΤ του ευρύτερου δημόσιου τομέα αποτελεί μια παγιωμένη κατάσταση ειδικά την τελευταία διετία, προκαλώντας τους ανάλογους “τριγμούς” στις εταιρείες του ΙΤ κλάδου, το πρόβλημα στη δυσκολία εξεύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού προκαλεί ερωτηματικά. Πόσο, μάλλον, από τη στιγμή κατά την οποία με βάση τα αποτελέσματα της ίδιας έρευνας ποσοστό της τάξεως του 6% αναφέρει ως το πλέον πιεστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, την προσέλκυση κατηρτισμένου προσωπικού – τη στιγμή κατά την οποία μόλις το 1% του λοιπού εταιρικού τομέα δείχνει να αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη πρόκληση.

Άνοδο εν μέσω capital controls – Δυναμική διείσδυση των startups
Όσο για τη χαμηλή διαθεσιμότητα ιδιωτικών κεφαλαίων χρηματοδότησης που αντιστοιχούν μόλις στο 0,04% του ΑΕΠ, θεωρείται ως ο κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου. Υπό αυτό το πρίσμα, εξηγείται -εν μέρει, έστω- και η έντονη εξωστρέφεια που επιδεικνύουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπηρεσιών Πληροφορικής, καθώς οι εξαγωγές καλύπτουν το 15% των συνολικών πωλήσεων του τομέα έναντι 9% για το σύνολο των ΜμΕ, ανεξαρτήτως κλάδου και τομέα δραστηριοποίησης. Εντυπωσιακό είναι και το στοιχείο πως οι εξαγωγές των ΜμΕ υπηρεσιών Πληροφορικής παρέμειναν ισχυρές ακόμη και κατά τη χρονική περίοδο της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls), αφού καταγράφηκε αύξησή τους κατά 1% το τρίτο τρίμηνο του περασμένου έτους.

Μπορεί η μέχρι τώρα συνεισφορά των τεχνολογικών startups και των clusters Πληροφορικής να χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα περιορισμένη, αφού δεν ξεπερνά τα επίπεδα των 200 εκατομμυρίων ευρώ σε ετήσια βάση με όρους προστιθέμενης αξίας, εντούτοις όμως διακρίνεται από μια εντυπωσιακή δυναμική σε σημείο που να εκτιμάται πως θα πενταπλασιάσει -σχεδόν- τη συνεισφορά τους μέχρι το 2020, προσεγγίζοντας τα 900 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Εξίσου σημαντικό είναι και το συμπέρασμα ότι θεσμικά, κυρίως, ελλείμματα «κρατούν» τους προαναφερθέντες πυρήνες ανάπτυξης σε χαμηλό επίπεδο στη χώρα μας. Όπως επισημαίνει η έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, σε περίπτωση που το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον προσέγγιζε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι τεχνολογικές startups και τα clusters Πληροφορικής θα μπορούσαν να προσφέρουν στο ελληνικό ΑΕΠ μέχρι και 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, καθώς επίσης και 80.000 νέες θέσεις εργασίας!