Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη σύνδεσής τους με την επιχειρηματικότητα, αλλά χρειάζεται ακόμα προσπάθεια για αλλαγή νοοτροπίας.

Το έργο του Γιάννη Καλογήρου επηρεάζει παραπάνω από έναν τομείς στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ένας εξ αυτών είναι η Μονάδα Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας, η οποία έχει στόχο να καλλιεργεί στους φοιτητές την αντίληψη και τις απαραίτητες ικανότητες και δεξιότητες για τον μετασχηματισμό ερευνητικών αποτελεσμάτων και τεχνικών γνώσεων σε καινοτομίες και αντίστοιχα παραγωγικά εγχειρήματα, αλλά και να λειτουργεί ως φυτώριο νέων καινοτόμων επιχειρηματιών.

Στην τριετή δράση της (2012-2015), η μονάδα, στην οποία συμμετέχουν 7 από τις 9 σχολές του Πολυτεχνείου, έχει γεννήσει 12 νέες επιχειρήσεις από τις 66 επιχειρηματικές ιδέες που οι συμμετέχουσες ομάδες έχουν καταθέσει συνολικά.

Το γεγονός ότι το ΕΜΠ είναι χώρος γέννησης νέων επιχειρήσεων, επιβεβαιώνει μια έρευνα που ολοκληρώθηκε την περασμένη χρονιά, σύμφωνα με την οποία το 41% των αποφοίτων του ΕΜΠ από το 2000 και έπειτα ίδρυσαν σε κάποια φάση της διαδρομής τους τη δική τους επιχείρηση (συμπεριλαμβανομένης της παραδοσιακής αυτό-απασχόλησης των μηχανικών). Όμως, η επιχειρηματικότητα αυτού του τύπου (το 70%) αφορούσε ατομικές επιχειρήσεις και μόνο το 2% απασχολεί σήμερα πάνω από 10 άτομα..

Ωστόσο, η ίδια έρευνα αποκαλύπτει ότι το 68% των επιχειρήσεων ιδρύθηκαν πριν το 2010, δίνοντας ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι η οικονομική κρίση που είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα στη χώρα μας, έχει επηρεάσει σημαντικά την επιχειρησιακή πρόθεση.

Το κρίσιμο στοίχημα, σήμερα, είναι η δημιουργία καινοτόμων επιχειρήσεων εντάσεως γνώσης και η μεταφορά γνώσης για την τεχνολογική αναβάθμιση υφιστάμενων επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης..

Προς την ίδια κατεύθυνση, η δράση “ΕΠΙ.νοώ” του ΕΜΠ είναι μια από τις πιο φρέσκες προσπάθειες με στόχο την αναζωογόνηση της επιχειρηματικότητας. Στη διετία 2014-2015 που λειτούργησε αυτός ο επιχειρηματικός επιταχυντής φιλοξένησε 10 ομάδες και 43 συνολικά επιχειρηματικά σχήματα, αποτελούμενα από 87 άτομα. Για το 2017, το «ΕΠΙ.νοώ» συμφώνησε να συνεργασθεί με την Ένωση Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας για να προωθήσει ένα πρόγραμμα επώασης επιχειρηματικών σχημάτων στον τομέα των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι το ΕΜΠ έχει δυναμική, η οποία βασίζεται κυρίως στην ανθρώπινη νόηση που συγκεντρώνει, για να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο αρχικά στην έρευνα και στη συνέχεια στην οικονομική αξιοποίηση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων της. Από το 1984 έως το 2013, το ΕΜΠ έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 1000 ευρωπαϊκά έργα, εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό αφορά στον τομέα του ICT. Το ΕΠΙΣΕΥ, το ερευνητικό πανεπιστημιακό ινστιτούτο της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ που είναι έντονα προσανατολισμένο σε ερευνητικά έργα Πληροφορικής και Επικοινωνιών, έχει 30% συμμετοχή στο σύνολο των έργων.

Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ανθεί μια “SiliconValley”; Σε αυτό το ερώτημα εστιάσαμε τη συζήτηση μας με το Γιάννη Καλογήρου.

NW: Αυτό που έχουμε διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και ειδικά μετά το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, είναι ότι γίνονται προσπάθειες ώστε να μπει η ακαδημαϊκή κοινότητα στο χώρο επιχειρείν. Ωστόσο, τα αποτελέσματα μέχρι τώρα δεν είναι τα αναμενόμενα. Που οφείλεται αυτό;

Γιάννης Καλογήρου: Καταρχήν έχει να κάνει με τη νοοτροπία. Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα έχουν κατανοήσει την ανάγκη αλλαγής και υπάρχει η διάθεση να αλλάξουν, αλλά πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεφύγουν από παλαιότερες αντιλήψεις, και να προωθήσουν αποφασιστικά τη σύνδεσή τους με την παραγωγή, την επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης και την οικονομική ανάπτυξη. Τα τελευταία χρόνια, το Πολυτεχνείο έχει δημιουργήσει δομές, όπως η Μονάδα Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας και το ΕΠΙ.νοώ, που έχουν στόχο να μετουσιώσουν την έρευνα και την τεχνική γνώση σε επιχειρηματικότητα. Σχεδόν στο σύνολο τους τα ακαδημαϊκά ιδρύματα ωθούνται στην ανάγκη παρόμοιων δομών, για να ενδυναμώσουν τις ικανότητες των φοιτητών και των ερευνητών τους και να δώσουν τη δυνατότητα στους αποφοίτους τους να δημιουργήσουν ευκαιρίες και να εργαστούν στη χώρα τους. Αν και είμαι σύμφωνος με την εργασία αποφοίτων σε άλλες χώρες, καθώς θεωρώ ότι συνεισφέρει σημαντικά στην εξέλιξη τους σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον, αυτό που παρατηρούμε τα χρόνια της κρίσης, είναι ότι υπάρχει εκροή εξόδου πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού, χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Υπάρχουν τομείς, όπως αυτός των ΤΠΕ, όπου πλέον δυσκολευόμαστε να βρούμε το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για συγκεκριμένες ανάγκες που αναβαθμίζουν οικονομικές και διοικητικές λειτουργίες..

Δεν μπορούμε, επίσης, να παραβλέψουμε ότι ακόμα, αν και λιγότερο σε σύγκριση με το παρελθόν, επιβιώνει η άποψη ότι η επιχειρηματικότητα μπορεί να νοθεύσει τον εκπαιδευτικό και ερευνητικό χαρακτήρα των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Αρκετές φορές δημιουργούνται εμπόδια και στο πεδίο της διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων. Για μια ομάδα που έχει αναπτύξει ένα προϊόν από έρευνα, υπάρχει μεγάλη δυσκολία να εξασφαλίσει τα πνευματικά δικαιώματα σε διεθνές επίπεδο, γιατί είναι μια διαδικασία πολύπλοκη και με μεγάλο κόστος. Τέλος, υπάρχει μεγάλη δυσκολία ώστε η ερευνητική ομάδα να βρει τους πόρους ώστε να ξεπεράσει αυτό που στις ΗΠΑ ονομάζουν η “Κοιλάδα του θανάτου”. Πρόκειται για τη φάση που απαιτείται να διανυθεί ώστε το αποτέλεσμα μιας έρευνας να μετατραπεί σε εμπορικό προϊόν και να γίνει γνωστό στην αγορά.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα κοντά στα 500.000 άτομα έχουν αναζητήσει εργασία εκτός Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ποιο είναι το ποσοστό που αντιστοιχεί σε άτομα με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές;

Από όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει κάποια συστηματική έρευνα που να μας δίνει αυτό το ποσοστό. Οπότε, η εικόνα που έχουμε προέρχεται κυρίως από ενδείξεις και διάφορες εκτιμήσεις. Για παράδειγμα τα ακαδημαϊκά ιδρύματα προκηρύσσουν πολύ λιγότερες θέσεις ερευνητών σε σχέση με το παρελθόν. Επιπλέον, όσοι εργαζόμαστε στο χώρο, ακούμε ολοένα και συχνότερα για συναδέλφους που αφήνουν την Ελλάδα για να εργαστούν στο εξωτερικό. Τέλος, ένα από τα αποτελέσματα μιας έρευνας που κάναμε πρόσφατα για την επιχειρηματικότητα των νεότερων αποφοίτων μηχανικών, όπου το 10% των συμμετεχόντων στην έρευνα απασχολείται ήδη στο εξωτερικό. Οπότε, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει τάση, η οποία έχει άμεση σχέση με την κρίση και τις σημαντικές ευκαιρίες που έχουν πολλοί απόφοιτοί μας στο εξωτερικό. Να αναφέρω για παράδειγμα ότι ένας καλός απόφοιτος μας που κάνει το διδακτορικό του σε μια Σκανδιναβική χώρα, μπορεί να αμείβεται εκεί ως μεταπτυχιακός ερευνητής πολύ καλύτερα από έναν καθηγητή που εργάζεται 30 ή και παραπάνω χρόνια στην Ελλάδα.

Τι μπορούμε να γίνει για να αντιστραφεί αυτή η τάση;

Καταρχήν χρειάζεται μια ανανέωση στα προγράμματα σπουδών των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και μια οργανική διασύνδεσή τους με το παραγωγικό και επιχειρηματικό σύστημα. Στο Πολυτεχνείο για παράδειγμα, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, στο πενταετές πρόγραμμα εκπαίδευσης θα πρέπει να υπάρχει περισσότερος χώρος για μαθήματα και πρακτική εκπαίδευση που επιτρέπουν σε ένα μηχανικό να αντιλαμβάνεται τα οικονομικά δεδομένα, να έχει γνώσεις project management, οργάνωσης και διοίκησης, να μπορεί να συνδέει την τεχνική γνώση με την αντίστοιχη οικονομική, τη γνώση του ανταγωνισμού και τις ανάγκες της αγοράς. Γενικότερα, να αποκτά μιαν ευρύτερη κοινωνικοοικονομική γνώση που απαιτείται για την κατανόηση και την επίλυση των πολύπλοκων και σύνθετων τεχνικών προβλημάτων. Από εκεί και πέρα θα πρέπει και το κράτος να φροντίσει για πολιτικές ανάπτυξης της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης για την έξοδο από την κρίση. Είναι μια πρόταση που ακούγεται δύσκολα υλοποιήσιμη σε μια περίοδο δημοσιονομικής λιτότητας, αλλά είναι μονόδρομος. Άλλωστε αναφερόμενος σε πολιτικές ανάπτυξης δεν αναφέρομαι μόνο σε πόρους, αλλά και σε διευκόλυνση και ευρύτερη υποστήριξη των διαδικασιών που χρειάζονται ώστε το προϊόν της έρευνας να βγει στην αγορά.

Επιχειρήσεις και κράτος θα μπορούσαν να είναι αγοραστές των προϊόντων της ακαδημαϊκής έρευνας;

Ναι θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, θα χρειαστεί να αποδεχτούν ότι το προϊόν μιας έρευνας μπορεί να είναι ένα άλμα στην τρέχουσα τεχνολογική τους εξέλιξη. Ένα άλμα έχει ρίσκο, αλλά αν τελικά πετύχει δίνει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ακόμη, το κράτος μπορεί να συνδέσει τις προμήθειες του με καινοτόμα προϊόντα και την αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας. Απαιτείται ένα σύστημα πολιτικών- και όχι μεμονωμένα μέτρα- για την προώθηση της έρευνας, της καινοτομίας και της αξιοποίησης της γνώσης και του καλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού ώστε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας να μην στηρίζεται αποκλειστικά στο χαμηλό εργατικό κόστος, αλλά να έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα..