Οι ελληνικές εταιρείες θέλουν και πρέπει να κάνουν βήματα τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά σε “μετρημένο” πλαίσιο, λόγω της οικονομικής δυσχέρειας. Παράλληλα, οι μισθοί, ακόμα και για ειδικευμένο προσωπικό, το οποίο έχει καλή εκπαίδευση σε σχέση με τα διεθνή μέτρα, είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ο συνδυασμός ακούγεται καλός και μάλλον είναι.

Στις αρχές του Απρίλη, δημοσιεύτηκε η ανακοίνωση της Accenture σχετικά με την πρόσληψη 200 και πλέον ατόμων στο γραφείο της στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων αυτών εργασίας, αφορά στο τμήμα ανάληψης έργων πληροφορικής της εταιρείας, το λεγόμενο Accenture Technology. Γνώσεις για τις “δημοφιλείς” πλατφόρμες εφαρμογών και γλώσσες προγραμματισμού και επιπλέον εμπειρία σε τομείς, όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι τράπεζες, όπου βρίσκονται οι μεγαλύτεροι από τους πελάτες της Accenture, αποτελούν βασικά κριτήρια επιλογής στη διαδικασία πρόσληψης.

Γιατί, όμως μια εταιρεία, όπως η Accenture αποφασίζει να επενδύσει σε μια αγορά που σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει ο EITO, έχει συρρικνωθεί όσον αφορά τις επενδύσεις σε πληροφορική την προηγούμενη δεκαετία και θεωρείται ως επιτυχία ότι δεν θα συρρικνωθεί περαιτέρω τη χρονιά που διανύουμε;

Στο μικροσκόπιο η εικόνα δείχνει καλύτερη
Μια προσεκτική ματιά στα στοιχεία αποκαλύπτει έναν από τους λόγους. Η αγορά τεχνολογιών τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, αποτελείται από δύο πυλώνες, εκ των οποίων αυτός της πληροφορικής ενισχύθηκε κατά 2,5% το 2018 και αναμένεται να εμφανίσει επιπλέον άνοδο κατά 0,9% για το 2019. Η εικόνα των αριθμών δείχνει ότι γίνονται έργα, τα οποία το 2018, απέφεραν στους προμηθευτές του κλάδου έσοδα περίπου 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ και το 2019 αναμένεται να δημιουργήσουν το ίδιο ποσό εσόδων. Αν εξαιρέσουμε τις επενδύσεις σε “σίδερο”, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν οι άνθρωποι της αγοράς τις αγορές hardware, τα οποία δεν έχουν σημαντικό περιθώριο κέρδους, τα έργα που αφορούν επενδύσεις σε λογισμικό και υπηρεσίες, έχουν ικανοποιητικά ποσοστά κέρδους, αφήνοντας περιθώριο “διαβίωσης” σε αρκετούς από τους προμηθευτές.

Σύμφωνα με την έρευνα της Gartner “Enterprise IT Spending by Vertical Industry Market, Worldwide, 2016-2022, 4Q18 Update”, η παγκόσμια αγορά πληροφορικής μπαίνει σε μια περίοδο “αναταράξεων” εξαιτίας του εμπορικού πολέμου που μαίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και κάποιων σύννεφων που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στον ορίζοντα της οικονομικής ανάπτυξης. Ο τομέας που αναμένεται να γίνουν οι μεγαλύτερες επενδύσεις είναι ο χρηματοοικονομικός, ενώ μεγαλύτερη ζήτηση αναμένεται να έχει το λογισμικό με αύξηση 8,4% και τα IT services με αύξηση 4,8% σε ετήσια βάση.

Εστιάζοντας τη ματιά μας στη γεωγραφική περιοχή που ανήκει η Ελλάδα, η πρόβλεψη της Gartner, για το 2019, βλέπει ανάπτυξη κατά μέσο όρο 3,1% με τον χρηματοοικονομικό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες, τη βιομηχανία και την ενέργεια να συνεισφέρουν τα περισσότερα για να γίνει αυτό το νούμερο πραγματικότητα. Με τον παγκόσμιο μέσο όρο στο 3,9% , το 3,1% δεν ακούγεται καθόλου άσχημο σε σχέση με το 2,7% της Δυτικής Ευρώπης ή το 1,7% των ώριμων αγορών της Ασίας. Και γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον αν επαληθευτεί η πρόβλεψη που θέλει αυτό το ποσοστό να παραμένει σταθερό μέχρι και το 2022.

Καλοί και “οικονομικοί” μηχανικοί λογισμικού
Αρκετές εταιρείες του είδους “startup”, οι οποίες έχουν Έλληνες στην ιδρυτική τους ομάδα, ενώ έχουν επιλέξει να μεταφέρουν τη φορολογική και εμπορική τους έδρα εκτός Ελλάδας, έχουν κρατήσει εδώ το τμήμα ανάπτυξης, το οποίο κατά κύριο λόγο αποτελείται από μηχανικούς λογισμικού. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποια επίσημη έρευνα που να συγκρίνει τους Έλληνες μηχανικούς λογισμικού με συναδέλφους τους από άλλες χώρες, λαμβάνοντας ως παραμέτρους τη γνώση, τις οικονομικές απολαβές και τη συμπεριφορά στο χώρο της εργασίας, θα υποθέσουμε ότι “κάτι καλό” βρίσκουν οι εταιρείες που κρατούν τα τμήματα ανάπτυξης στην Ελλάδα. Άλλωστε εκτός από εταιρείες startup, αυτό συμβαίνει εδώ και αρκετά χρόνια και με μεγαλύτερες εταιρείες, όπως για παράδειγμα η Nokia Siemens Networks, η οποία διατηρεί στην Ελλάδα ένα πολυπληθές τμήμα μηχανικών.

Σύμφωνα με μια έρευνα της Randstad με στοιχεία από το 2017, ο μέσος μισθός ενός IT Manager στην Ελλάδα ήταν 42.000 ευρώ και ενός developer 33.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Ο πανευρωπαϊκός μέσος όρος για τις ετήσιες απολαβές ενός IT Manager είναι κοντά στα 98.000 ευρώ, ενώ ο developer αμείβεται με 75.000 ευρώ.

Γιατί όμως ένας Έλληνας εν δυνάμει εργαζόμενος στον τομέα, είναι προτιμότερος από έναν Βούλγαρο, Ρουμάνο ή Λετονό; Στην έρευνα της Eurostat “ICT specialists in employment 2017”, οι τρεις προαναφερόμενες χώρες παρουσιάζουν το ίδιο ή και καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης των εργαζόμενων στον τομέα ΤΠΕ σε σχέση με την Ελλάδα, με πολύ υψηλά ποσοστά μεταπτυχιακών σπουδών. Επιπλέον, οι χώρες αυτές βρίσκονται χαμηλότερα στη μισθολογική κλίμακα από την Ελλάδα, οπότε μια εργασία στη χώρα μας θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία μισθολογικής αναβάθμισης. Άρα θεωρητικά, τα τμήματα πληροφορικής στην Ελλάδα θα μπορούσαν να έχουν στο μείγμα τους, αρκετούς εργαζόμενους από τις παραπάνω χώρες, με στόχο να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος χωρίς να ρίξουν την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού τους. Ωστόσο κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στην Ελλάδα και την αιτία αυτού του γεγονότος μπορούμε να την αναζητήσουμε σε αυτό που έχει γίνει γνωστό ως “ICT jobs gap” και αφορά στην έλλειψη εργαζομένων στον τομέα των ΤΠΕ σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Το 2015, ο επίτροπος της ΕΕ, Andrus Ansip, έγραψε στο blog του “μέχρι το 2020, η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει έλλειμμα 900.000 εργαζομένων στον τομέα ΤΠΕ”.

Επομένως, οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι των προαναφερόμενων χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχουν την επιλογή να αναζητήσουν την ευκαιρία τους σε χώρες που η μισθολογική τους αναβάθμιση θα είναι πολύ μεγαλύτερη είτε σε σχέση με το να μείνουν στη χώρα τους, είτε σε σχέση με το να έρθουν στην Ελλάδα. Ο κίνδυνος που εγείρεται από αυτήν την κατάσταση, είναι μια πιθανή μελλοντική έκπτωση, όσον αφορά την ποιότητα των εργαζομένων που θα προσληφθούν για πληρωθούν οι κενές θέσεις εργασίας, καθώς η μετακίνηση πληθυσμών δεν μπορεί να λύσει ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Accenture στηρίζει το ελληνικό δυναμικό. Ο Βασίλης Θέος, Director της Accenture και επικεφαλής Τεχνολογίας για τους τομείς Communications, Media &Technology, δήλωσε σχετικά “Εμπιστευόμαστε τους προγραμματιστές και μηχανικούς πληροφορικής της χώρας μας, βάσει τόσο της τεχνικής τους κατάρτισης, όσο και της ικανότητάς τους να δίνουν καινοτόμες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα, αυτό που συχνά αποκαλούμε «out-of-the-box» thinking. Άλλωστε, οι προσλήψεις που πρόσφατα ανακοινώσαμε αφορούν ως επί το πλείστον την ελληνική αγορά πληροφορικής, δηλαδή επαγγελματίες που είτε διαμένουν στην Ελλάδα είτε επιθυμούν να επαναπατριστούν.”


Δυναμικά μεταβαλλόμενα τμήματα πληροφορικής
Παρά το γεγονός ότι κάποιες εταιρείες συνεχίζουν να διατηρούν ευμεγέθη τμήματα πληροφορικής στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις τράπεζες και τις τηλεπικοινωνίες, έχουμε βιώσει περικοπές που έγιναν στην περίοδο της κρίσης και οι οποίες άφησαν το αποτύπωμα τους στη συνολική εικόνα των εργαζόμενων στον τομέα ΤΠΕ.” Πως όμως εξηγείται αυτό σε σχέση με τα μεγέθη που εκφράζουν οι μελέτες για τον εν λόγω τομέα; Σε απόλυτα μεγέθη, ο τομέας δείχνει να μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια. Ανατρέχοντας στην έρευνα της Εndeavor Greece “Δημιουργώντας θέσεις εργασίας για νέους”, η οποία δημοσιεύτηκε το 2015, διαπιστώνουμε ότι ο κλάδος ΤΠΕ παρουσίασε 6% αύξηση των θέσεων εργασίας κατά το διάστημα 2008 – 2013. Συγκεκριμένα, οι θέσεις εργασίας αυξήθηκαν από 51.000 σε 54.000.

Συμπληρωματικά στοιχεία μας δίνει η μελέτη της Eurostat με ημερομηνία έκδοσης 2017, στην οποία η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, με ποσοστό 1,6% του ενεργού πληθυσμού της να απασχολείται σε θέσεις στον τομέα ΤΠΕ. Την περίοδο 2016 – 2017, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπολογίζονταν στα 3,6 εκατομμύρια περίπου, οπότε ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στον τομέα ήταν κοντά στα 61.000 άτομα. Οπότε σε απόλυτα μεγέθη βλέπουμε αύξηση των εργαζόμενων στον τομέα ΤΠΕ. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η ανάπτυξη του οικοσυστήματος των startup είναι πολύ πιθανό να έχει συμβάλει ώστε την προηγούμενη τριετία να έχουν αυξηθεί οι εργαζόμενοι στον τομέα πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών με όλη την ευρύτητα αντικειμένων που αυτός περιλαμβάνει.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι έχει συμβεί με τα τμήματα πληροφορικής των επιχειρήσεων που βρίσκονται έξω από αυτό το οικοσύστημα. Αναγκαστικά λοιπόν θα υποθέσουμε ότι έχουν μείνει σταθερά ή έχουν συρρικνωθεί ελαφρά, δεδομένου ότι η οικονομική κρίση έχει περιορίσει τις επενδύσεις σε τεχνολογία. Την ίδια υπόθεση θεωρούμε ότι έχουν κάνει και οι εταιρείες που προσφέρουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και σε αυτήν βασίζονται ώστε να ευελπιστούν στην αύξηση των έργων που θα αναλάβουν στο μέλλον.

Όπως λέει ο Βασίλης Θέος, “Συμβουλευτικές εταιρείες, όπως η Accenture μπορούν να αναλάβουν την υλοποίηση έργων πληροφορικής, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία και εμπειρία τους σε παγκόσμιο επίπεδο, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό στην επιχείρηση να εστιάσει στον κεντρικό πυρήνα δραστηριοτήτων της.” Θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει αυτή τη θέση, ισχυριζόμενος ότι μια ανάθεση του έργου θα μπορούσε να φέρει περισσότερα προβλήματα παρά να λύσει, δεδομένου ότι η υλοποίηση γίνεται από άτομα που δεν φέρουν το DNA της επιχείρησης. Ωστόσο, ο Γιάννης Παράσχος, CIO της ΤΙΤΑΝ, καθησυχάζει αυτήν τη σκέψη λέγοντας “Κατά περίπτωση, οι εταιρείες δεν έχουν την ποσότητα ή την ποιότητα ανθρώπινου δυναμικού για να υλοποιήσουν ένα έργο πληροφορικής.

Οπότε στρέφονται στις εταιρείες συμβούλων με γνώμονα ότι έχουν το πλήθος των ατόμων και την εμπειρία που χρειάζεται για την υλοποίηση του έργου.” Και συμπληρώνει ότι “ακόμα και στην περίπτωση που θα χρειαστεί το τμήμα πληροφορικής της εταιρείας να συνεργαστεί με την ομάδα του συμβούλου που τρέχει το έργο, συνήθως αυτό συμβαίνει σε ένα προκαθορισμένο περιβάλλον με σαφώς διευθετημένους ρόλους και υποχρεώσεις, ώστε να αποφευχθούν προβλήματα.”

Σύμβουλοι Επιχειρήσεων, Integrators και Επιχειρήσεις/Πελάτες
Στην πράξη, η αρμοδιότητα των συμβουλευτικών εταιρειών ξεφεύγει κατά πολύ από τον ορισμό της λέξης “σύμβουλος”. Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις, ο πελάτης συνεχίζει να καλεί ένα σύμβουλο για να μάθει τη γνώμη του σχετικά με ένα πρόβλημα που προσπαθεί να επιλύσει. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο σύμβουλος θα είναι και αυτός που θα αναλάβει την υλοποίηση του έργου, το οποίο θα λύσει το πρόβλημα του πελάτη. Μέσα από αυτήν την οπτική, οι εταιρείες συμβούλων εντάσσονται σε ένα ευρύτερο οικοσύστημα, στο οποίο έχουν βρει στέγη και οι integrators, μεταξύ των οποίων μεγάλες εταιρείες πληροφορικής, όπως Microsoft, Oracle, SAS και SAP. Οι εταιρείες αυτές σπάνια αναλαμβάνουν απευθείας την υλοποίηση έργων, δίνοντας την ευκαιρία στους συνεργάτες τους να προσθέσουν έσοδα στους ισολογισμούς τους.

Σύμφωνα με το Βασίλη Θέο, «Σε αυτό το οικοσύστημα συνυπάρχουν παράλληλα οι σχέσεις του ανταγωνισμού και της συνεργασίας. Θα υπάρξουν δηλαδή έργα, στα οποία η εταιρεία συμβούλων θα αναλάβει την υλοποίηση ως συνεργάτης, αλλά και άλλα που ο προμηθευτής του εξοπλισμού ή του λογισμικού θα θελήσει να υλοποιήσει ο ίδιος το έργο για τον πελάτη, με τον πελάτη». Σε ένα παράλληλο σύμπαν, αυτό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ο integrator έχει πιο ισχυρή παρουσία, καθώς οι προϋπολογισμοί των έργων δεν έχουν συχνά ενδιαφέρον για τις μεγάλες εταιρείες συμβούλων. Οπότε τελικά υπάρχει ψωμί για όλους, αρκεί βέβαια η αγορά να μεγαλώνει.

Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις που το έργο δεν πάει καλά; Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη της αποτυχίας; Ο Βασίλης Θέος και ο Γιάννης Παράσχος φαίνεται να συμφωνούν σε αυτό το θέμα, λέγοντας ότι είναι πολύ δύσκολο ένα έργο να μην πάει καλά. Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να χρειαστεί να αντιμετωπιστούν κάποια απρόσμενες εξελίξεις, αλλά στο τέλος της ημέρας κανένας δεν έχει συμφέρον να παραδώσει ή να παραλάβει ένα έργο που δεν λειτουργεί. Άλλωστε, μετά την υλοποίηση του έργου, η σχέση με το σύμβουλο δεν τελειώνει. Αλλαγές στις ανάγκες της επιχείρησης, αλλαγές ρυθμιστικών πλαισίων και ευκαιρίες αξιοποίησης νέων τεχνολογιών που ταιριάζουν με το αρχικό έργο, είναι συχνά παράγοντες που θα ωθήσουν τον πελάτη ή το σύμβουλο να αναζητήσει μια σταθερή επικοινωνία, η οποία για να είναι ευχάριστη θα πρέπει να γίνεται σε καλό κλίμα.