Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της ICAP Group, ο δείκτης τιμών καταναλωτή του κλάδου κινητής τηλεφωνίας της ΕΛ.ΣΤΑΤ. έρχεται σε αντίθεση με τα δημοσιευμένα στοιχεία των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας αναφορικά με τα έσοδα ανά λεπτό ομιλίας.

 Αυτό οφείλεται στο μοντέλο υπολογισμού του δείκτη τιμών καταναλωτή των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας που ακολουθείται σήμερα, το οποίο δεν αποτυπώνει τις σημαντικές μειώσεις τιμών στις οποίες έχει προχωρήσει ο κλάδος τα τελευταία χρόνια και την επακόλουθη συμβολή της κινητής τηλεφωνίας στη συγκράτηση του πληθωρισμού.

Ενώ τα δημοσιευμένα στοιχεία των εταιρειών για τα έσοδα ανά λεπτό ομιλίας, προσαρμοσμένα και με τις αυξήσεις που οφείλονται στην έμμεση φορολογία, δείχνουν μία συνεχή και μεγάλη μείωση της τάξης του -46,3% (για το διάστημα Α’ τρ. 2008 – Γ’ τρ. 2010), ο δείκτης τιμών καταναλωτή του κλάδου κινητής τηλεφωνίας παρουσιάζει, για το ίδιο διάστημα, αύξηση 10,9%.

Με βάση το μοντέλο του δείκτη της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ο κλάδος κρατά τις τιμές του σταθερές και περνά όλες τις αυξήσεις φόρων στον καταναλωτή. Με βάση το δείκτη εσόδων ανά λεπτό ομιλίας, ο κλάδος όχι μόνο απορροφά όλες τις αυξήσεις φόρων αλλά προχωρά και σε μειώσεις ακόμη και μετά την επίδραση των φόρων, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να απολαμβάνει ακόμη χαμηλότερες τιμές. Η απόκλιση των δύο δεικτών είναι τόσο μεγάλη ώστε να έχει επίδραση στο συνολικό πληθωρισμό κατά περίπου 1,2% σε αυτό το χρονικό διάστημα.

Η αντίθεση αυτή εξηγείται κυρίως από την αντικειμενική δυσκολία υπολογισμού του δείκτη τιμών στον κλάδο και από τους περιορισμούς της υφιστάμενης μεθοδολογίας της ΕΛ.ΣΤΑΤ., η οποία δεν αντιμετωπίζει τις μεταβολές στα παρεχόμενα και δημοφιλέστερα προγράμματα. Επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη εκπτώσεις και προσφορές που στο συγκεκριμένο κλάδο χρησιμοποιούνται συστηματικά και περιορίζουν σημαντικά το κόστος για τον καταναλωτή ενώ παρακολουθείται ένα υποσύνολο των παρεχόμενων τιμών, το οποίο δεν είναι πλέον αντιπροσωπευτικό.