Κατά πόσο λειτουργούν τα πληροφοριακά συστήματα και οι Διαδικτυακές Πυλές που χρηματοδοτήθηκαν από το Γ’ ΚΠΣ; Μια νέα έρευνα του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2010, δίνει τις απαντήσεις.
Καθώς ολοκληρώθηκαν οι ενέργειες του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας», η Ειδική Γραμματεία Ψηφιακού Σχεδιασμού και το Παρατηρητήριο για την Κοινωνία της Πληροφορίας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσίευσαν μελέτη που αξιολογεί τα Συστήματα και τις Διαδικτυακές Πύλες που χρηματοδοτήθηκαν κατά το Γ’ ΚΠΣ από το Ε.Π. «Κοινωνία της Πληροφορίας».
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν, δείχνουν τη χρηστικότητά τους, με το να ρίχνουν φως στο κατά ποιους τρόπους έχει αξιοποιηθεί το πρόγραμμα, σύμφωνα με τις κατηγορίες έργων, τους τελικούς δικαιούχους, τον προϋπολογισμό και την χωροθέτηση.
Τα ερωτήματα
Ανάμεσα στα έργα του Γ’ ΚΠΣ αυτά που επιλέχθηκαν ήταν όσα έχουν προϋπολογισμό ένταξης 500.000€ και για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήθηκε ένα ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε ερωτώμενος, είχε να απαντήσει στα εξής σημεία:
α. Ταυτότητα έργου/Αποκρινόμενου
β. Στοιχεία έργου
γ. 1) Στοιχεία επιχειρησιακής ετοιμότητας & χρήσης, και 2) Στοιχεία επιχειρησιακής ετοιμότητας & χρήσης Διαδικτυακής πύλης
δ. Διαχείριση & υποστήριξη
ε. Διασύνδεση με άλλα πληροφοριακά συστήματα – Αναφορές
στ. Γενική αποτίμηση – Αξιολόγηση αποτελέσματος.
Απορρόφηση των επενδύσεων
Ανάμεσα στα σημαντικότερα συμπεράσματα της έρευνας, είναι τα ακόλουθα:
1. Τα μικρά έργα είναι αυτά που συναντούν τη μεγαλύτερη απορρόφηση. Συγκεκριμένα, από τα 5.676 έργα του προγράμματος, τα 49 (με προϋπολογισμό 10 εκατομμυρίων ευρώ) δεσμεύουν το 51,68% του προϋπολογισμού. Αντιθέτως, τα έργα κάτω των 10 εκ. ευρώ αντιστοιχούν σε 4.462 έργα, αποτελώντας μόλις το 4,23% του συνολικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, τα «μικρά» αυτά έργα εμφανίζουν τον υψηλότερο λόγο δαπάνης/σύμβασης (95,37%), υποδηλώνοντας υψηλή αποτελεσματικότητα υλοποίησης. Ο αντίστοιχος λόγος για έργα 10 εκ. ευρώ διαμορφώνεται σε ποσοστό 86,58% και για έργα από 5-9,9 εκ. ευρώ σε ποσοστό 79,08%.
2. Ο ευρύτερος Δημόσιος Τομέας έχει ψηλά ποσοστά ένταξης, αλλά μικρά στην απορρόφηση. Οσον αφορά την κατηγοριοποίηση των έργων σύμφωνα με τον τελικό δικαιούχο, το μεγαλύτερο ποσοστό του 25,78% συγκεντρώνεται από την «Κοινωνία της Πληροφορίας Α.Ε.», ακολουθούμενη από τον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα με 24,89%, και τα Υπουργεία/Γενικές Γραμματείες με ποσοστό 16,4%. Η χαμηλότερη επίδοση, ωστόσο, ως προς το λόγο δαπάνης/σύμβασης, βρίσκεται στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα με 74,4%.
Συνολικά, ο προϋπολογισμός των έργων που ανήκουν στη γενική κατηγορία έργων δημοσίου αγγίζει το 80,13% του συνόλου, αν και αυτό δεν συνάδει με την αντίστοιχη διείσδυση των ηλεκτρονικών δημόσιων υπηρεσιών στην καθημερινότητα των πολιτών. Το 2008, μόλις το 6% των Ελλήνων πραγματοποίησε ολοκληρωμένες συναλλαγές με το δημόσιο ηλεκτρονικά.
3. Η Θεσσαλία κερδίζει τα πρωτεία. Η Περιφέρεια της Θεσσαλίας έχει τον υψηλότερο δείκτη δαπάνης/σύμβασης με 90,31%, σε αντίθεση με τις Περιφέρειες Δυτικής (75,86%) και Στερεάς Ελλάδας (80,05%), οι οποίες παρουσιάζουν τα χαμηλότερα αντίστοιχα ποσοστά.
4. Επένδυση σε Μελέτες. Επειτα από τη γεωγραφική κατηγοριοποίηση, το ΚτΠ πραγματοποίησε και κατηγοριοποίηση έργων σύμφωνα με το είδος επένδυσης που χρηματοδοτήθηκε. Με εξαίρεση την κατηγορία «Σχολεία, ΑΕΙ/ΤΕΙ (εξοπλισμός, υποδομές, δίκτυα, λογισμικό, ΕΔΕΤ)», η πλειοψηφία των έργων ανήκουν στις κατηγορίες «Μελέτες/Σύμβουλοι Τεχνικής Υποστήριξης» (5,34%) και «Ψηφιοποίηση» (4,46%). Σχετικά με τους προϋπολογισμούς ένταξης, πρώτα έρχονται τα «Πληροφοριακά Συστήματα» με 19,98%, και τα «Εργα κατάρτισης – εκπαίδευσης» με 17,94%.
Λειτουργία των έργων
Οσον αφορά το κατά πόσο λειτουργούν τα εν λόγω αυτά έργα, η έρευνα προσέφερε πολλές ενδιαφέρουσες στατιστικές, αποτελώντας παράλληλα και έναν «δείκτη» για το πώς και σε ποια σημεία αξίζει να βελτιωθούν κάποιες πρακτικές. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες αποτελούν μια ενδεικτική αναφορά στα διαθέσιμα συνολικά στοιχεία υλοποίησης του ΕΠ «Κοινωνία της Πληροφορίας».
1. Χρήση συστημάτων GIS. Από το σύνολο των υλοποιημένων έργων, τα μισά (53%) ήταν αυτά που έδωσαν συνδυαστικά Ολοκληρωμένα Πληροφοριακά Συστήματα και Διαδικτυακές Πύλες. Επίσης, μόλις 1 στα 4 έργα έχει ενσωματώσει και Γεωγραφικό Πληροφοριακό Σύστημα (GIS).
2. Μη-εφαρμογή των αρχικών στόχων των έργων. Τέσσερα στα πέντε έργα, δηλαδή το 80% αυτών, υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο συγκεκριμένης στρατηγικής του φορέα. Το παράδοξο, ωστόσο, σημειώνεται στο ότι μόνο το ποσοστό του 61% δείχνει να έχει πετύχει τον στόχο του. Το βασικό πρόβλημα, φαίνεται να είναι η δυσκολία προσαρμογής που αντιμετωπίζουν τα στελέχη ή οι χρήστες του εκάστοτε φορέα ή έργου, αν και ένα 85% έλαβε εκπαίδευση για να μάθει να χειρίζεται τη νέα υπηρεσία.
3. Ελλειψη οργάνωσης. Μόλις το 69% των έργων βρίσκεται σε πλήρη παραγωγική λειτουργία, ενώ 1 στα 5 βρίσκεται σε μερική. Μάλιστα 1 στα 10 δεν έχει λειτουργήσει ακόμη, κυρίως λόγω ελλιπούς ετοιμότητας των φορέων σε θέματα οργάνωσης.
4. Μερική αξιοποίηση. Παρόλο που κάθε έργο προσφέρει πλείστες δυνατότητες, οι στατιστικές δείχνουν ότι το 62% αυτών δεν αξιοποιούνται στο μέγιστο βαθμό. Μόλις ένα 32% των έργων διαθέτει ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα χρήσης των συστημάτων, ύψους 75 με 100%, τόσο ως προς τις προδιαγραφές τους, όσο και ως προς τις απαιτήσεις/δυνατότητες του φορέα.
5. Υπηρεσίες 1ου επιπέδου. Η πλειοψηφία όλων των έργων ανεξαιρέτως, προσφέρει κατά κύριο λόγο, υπηρεσίες πληροφοριακού χαρακτήρα, χωρίς να συνδέεται με έτερα Πληροφοριακά Συστήματα.
6. Χρήση άδειας. Μόλις για ένα ποσοστό της τάξης του 28% δεν χρειάζεται η ανανέωση αδειών χρήσης λογισμικού, για την ομαλή λειτουργία του συστήματος.
7. Η διοίκηση δεν βοηθά την υλοποίηση. Ανάμεσα στα προβλήματα που αναφέρθηκαν συχνότερα από τους αποκρινόμενους ήταν ότι η ελλιπής διοικητική υποστήριξη από το φορέα και η μειωμένη συνέπειά του σε σχέση με την παράδοση των παραδοτέων δυσκολεύει την υλοποίηση του έργου.
8. Το προσωπικό χρειάζεται εκπαίδευση. Ενα ακόμη πρόβλημα, ωστόσο, είναι η έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού στο να λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα έργα.
Ολα τα ανωτέρω, ωστόσο, μπορούν να οδηγήσουν σε πολύ πιο θετικά αποτελέσματα, καθώς η διδαχή των λαθών και των ελλείψεων, μπορεί να εξελιχθεί στην πολύ καλύτερη, μελλοντική αξιοποίηση και εφαρμογή των συστημάτων.