Τα στοιχεία της μελέτης "Κοινωνικό-οικονομική αποτίμηση του κλάδου της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα" που εκπόνησε η ICAP σε συνεργασία με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών παρουσίασε σε ομιλία του στο πλαίσιο του 11ου Διεθνούς Συνεδρίου Τηλεπικοινωνιών Info-Com World ο Γιώργος Στεφανόπουλος, Γενικός Διευθυντής της Ένωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας.
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης η συμβολή του κλάδου κινητής τηλεφωνίας στην ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι στρατηγικής σημασίας, ενώ το θέμα της αδειοδότησης σταθμών βάσης αποτελεί το σημαντικότερο ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κλάδος και δρα ανασταλτικά στην ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη, ο κλάδος της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα συμβάλλει στην παραγωγικότητα των επιχειρήσεων με 7,5 στις 10 επιχειρήσεις να θεωρούν αδύνατο ή αρκετά δύσκολο να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους χωρίς τη χρήση του κινητού τηλεφώνου. Επιπλέον, το κινητό τηλέφωνο έχει συμβάλει στην αύξηση του κύκλου εργασιών (κατά 50%) καθώς και στην παραγωγικότητα των επιχειρήσεων (κατά 49%) αποτελώντας εργαλείο για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής εξωστρέφειας.
Η συνεισφορά του κλάδου στην οικονομία από τη δημιουργία εισοδημάτων μέσω παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας ανέρχεται στο 1,88% του ΑΕΠ. Η θετική επίδραση των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην παραγωγικότητα των επιχειρήσεων που αξιοποιούν τις δυνατότητες της τεχνολογίας αυτής υπολογίζεται στο 1,78 του ΑΕΠ. Τα δημόσια έσοδα που δημιουργεί ο κλάδος ανέρχονται σε 1.550 εκατ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με τις ανάγκες του προϋπολογισμού του 2009 για επενδύσεις στην εκπαίδευση, κατάρτιση, υγεία-πρόνοια και στον πολιτισμό.
Συνυπολογίζοντας και τις ασφαλιστικές εισφορές του κλάδου (368 εκατ. ευρώ) η συνολική συνεισφορά στα δημόσια έσοδα υπολογίζεται στο 0,8% του ΑΕΠ. Τέλος, η αδειοδότηση αποτελεί τροχοπέδη στις επενδύσεις που προγραμματίζει ο κλάδος σε υποδομές. μερικοί από τους παράγοντες που καθυστερούν την έγκαιρη αδειοδότηση των σταθμών βάσης είναι η γραφειοκρατία & πολυπλοκότητα του νομοθετικού πλαισίου, η χρονοβόρα διαδικασία καθώς και η διαχειριστική αδυναμία.