Η συνεχής αύξηση της χωρητικότητας των συνδέσεων στο Διαδίκτυο, η οποία συνοδεύεται και από τις ολοένα αυξημένες απαιτήσεις των χρηστών, θέτει στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους διλήμματα σχετικά με τις επενδύσεις στα δίκτυά τους.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όποιος χρήστης του Διαδικτύου συνδεόταν στα 28,8 Kbps (σ.σ. προσοχή μιλάμε για Kbps και όχι για Mbps) αισθανόταν ικανοποιημένος. Λίγο αργότερα, ήρθε το ISDN με τα 64 ή τα 128 Kbps και χρειάστηκε να φθάσουμε -τουλάχιστον όσον αφορά στην Ελλάδα- στο 2004 για να αρχίσουμε να βλέπουμε τις πρώτες ευρυζωνικές συνδέσεις των 384 Kbps. Πλέον, έχουμε φθάσει να μιλάμε για συνδέσεις στα 24 Mbps -έστω και σε θεωρητικό επίπεδο, αν και πρακτικά τα 10-12 Mbps είναι εφικτά- ενώ η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζει να δημοπρατήσει ένα έργο για την ανάπτυξη δικτύου οπτικών ινών όπου η σύνδεση θα είναι στα 100 Mbps! Παρά την εξέλιξη που υπάρχει, όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι άλλο από τη διαπίστωση πως όσο και να αυξηθεί η χωρητικότητα μίας σύνδεσης, ποτέ δεν θα είναι αρκετή για τους χρήστες.
Η αύξηση της χρήσης των υπηρεσιών που σχετίζονται με το video, όπως και των downloads εφαρμογών και αρχείων από το Διαδίκτυο, αλλά και το ταχέως αναπτυσσόμενο cloud computing έχουν οδηγήσει σε μία έκρηξη της τηλεπικοινωνιακής κίνησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Και μάλιστα, η αύξηση δεν αφορά μόνο στα ενσύρματα αλλά και τα ασύρματα δίκτυα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι να καλούνται να προχωρούν σε συνεχή αναβάθμιση των backbone δικτύων τους, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στην προαναφερθείσα αύξηση της κίνησης. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια πόσο γρήγορη θα είναι αυτή η αύξηση της τηλεπικοινωνιακής κίνησης.
Το δίλημμα
Οπότε ο οποιοσδήποτε διαχειριστής ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου -το πρόβλημα αφορά και μεγάλους οργανισμούς με εκατοντάδες χρήστες- βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: να προχωρήσει σε μεγάλη αναβάθμιση της υποδομής του ώστε να μην αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα για την επόμενη πενταετία ή να κινηθεί με μεγαλύτερη μετριοπάθεια; Στην πρώτη περίπτωση, θα πρέπει να γίνει μία τεράστια επένδυση, η οποία δεν είναι βέβαιο ότι θα αποσβεσθεί μεσοπρόθεσμα και με την τρέχουσα οικονομική συγκυρία δύσκολα θα πάρει και το «πράσινο φως» από το διοικητικό συμβούλιο. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κίνδυνος είναι να μην μπορέσει μία δεδομένη στιγμή να εξυπηρετήσει τους χρήστες του δικτύου, γεγονός που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εικόνα της εταιρείας, όπως και στα έσοδά της από τη σχεδόν βέβαιη απώλεια πελατών σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
Υπάρχει λύση;
Το δίλημμα είναι σαφώς εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθεί, από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν ορισμένες λύσεις που μπορούν να δώσουν περισσότερες επιλογές στους administrators των τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Οπως, για παράδειγμα, τα συστήματα διαχείρισης της τηλεπικοινωνιακής κίνησης που έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν διαθέσιμες λύσεις που επιτρέπουν την καλύτερη διαχείριση όλων των υπάρχοντων πόρων ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου.
Λύσεις που προσφέρουν αυτόματη αναπροσαρμογή των προτεραιοτήτων, τη δυνατότητα ορισμένες εργασίες να γίνονται όταν η χρήση του δικτύου είναι σε χαμηλά επίπεδα κ.ά. Η λογική που διέπει τέτοιου είδους λύσεις δεν απέχει πολύ από εκείνη του virtualization στις πληροφοριακές υποδομές και τα αποτελέσματα είναι αντίστοιχα: καλύτερη εκμετάλλευση των υπαρχόντων επενδύσεων σε τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις, δυνατότητα για πιο εύκολη και ταχεία αναβάθμιση και σχετικά γρήγορη απόσβεση της επένδυσης που θα γίνει στην υλοποίηση ενός συστήματος διαχείρισης της τηλεπικοινωνιακής κίνησης.
Απλώς, χρειάζεται μία αλλαγή νοοτροπίας εκ μέρους των υπεύθυνων στελεχών, καθώς η τακτική της απλής αύξησης της χωρητικότητας δεν είναι απλώς ξεπερασμένη, αλλά μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα τελικώς θα λύσει.