Η τεχνολογία έχει αποδείξει την αξία της στη βελτίωση των επιχειρηματικών διαδικασιών και στην αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ έχει συμβάλει και στη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Ομως, εκεί που πραγματικά ο άνθρωπος έχει ανάγκη από «οποιαδήποτε χείρα βοηθείας» είναι όταν καλείται να αντιμετωπίσει τη δύναμη της φύσης. Συχνά, η παγκόσμια τηλεοπτική ειδησεογραφία μας φέρνει σε επαφή με φυσικές καταστροφές που είναι σχεδόν άγνωστες τόσο σε είδος όσο και σε ένταση στην Ελλάδα.

<‘Σελίδα 1: Στις ακραίες καταστάσεις κάθε δευτερόλεπτο είναι σημαντικό’>
Βρισκόμαστε σε μια γεωγραφική θέση που μας προφυλάσσει σε μεγάλο βαθμό από καταστροφικούς κυκλώνες, τυφώνες, παραποτάμιες πλημμύρες ή παλιρροϊκά κύματα. Ωστόσο, η χώρα μας δεν είναι απρόσβλητη. Βρισκόμαστε σε μια από τις πλέον σεισμογενείς περιοχές της Ευρώπης και διαθέτουμε (ευτυχώς ακόμα) αρκετά πυκνό δασικό σύστημα.

Η απουσία κεντρικού συστήματος διοίκησης δημιουργεί μεγαλύτερες δυσκολίες όταν παρουσιαστούν κρίσεις σε διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, σεισμός μεγέθους 5,9 βαθμών της κλίμακας Richter εκδηλώθηκε 18 χιλιόμετρα Β.Δ. της Αθήνας. Δεκάδες κτίρια κατέρρευσαν, 143 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 700 περίπου άτομα τραυματίστηκαν ενώ 40.000 οικογένειες έμειναν άστεγες. Τον Αύγουστο του 2007 από πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν σε όλη σχεδόν τη χώρα έχασαν τη ζωή τους 63 άνθρωποι.

Τα μεγέθη αυτά, αν και εκείνες τις περιόδους είχαν συγκλονίσει την κοινή γνώμη, συγκρινόμενα, με παρόμοια παγκόσμια μεγέθη είναι αναλογικά «μικρά».
Ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τροχαία δυστυχήματα χάνονται ετησίως στην Ελλάδα περισσότερες από 1500 ανθρώπινες ζωές. Ωστόσο, η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι ανεκτίμητη, ακόμα και αν μιλάμε για μια μόνο απώλεια. Επομένως, κάθε προσπάθεια που έχει ως στόχο να αποτρέψει την απώλεια αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική.

Στις ακραίες καταστάσεις κάθε δευτερόλεπτο είναι σημαντικό
Μια εικόνα που μας είναι γνωστή, κυρίως από αμερικάνικες ταινίες, είναι αυτή που το πλάνο μετά από μια φυσική καταστροφή μεταφέρεται σε ένα δωμάτιο (control room) με μεγάλες οθόνες, δεκάδες υπολογιστές και ανθρώπους διαφορετικών ειδικοτήτων, οι οποίοι βασισμένοι σε πληροφορίες λαμβάνουν αποφάσεις.

Αν μια τέτοια ταινία είχε θέμα την Ελλάδα, η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) θα ήταν ο αρμοδιότερος φορέας για να φιλοξενήσει το γύρισμα στις εγκαταστάσεις της.  Σε αυτήν την περίπτωση, το περιβάλλον θα θύμιζε αυτό που περιγράψαμε, αλλά με μια σημαντική διαφορά. Η πληροφορία που θα έφτανε στον πίνακα ελέγχου θα ήταν ένα μικρό ποσοστό της απαιτούμενης πληροφορίας για τη διαχείριση της κρίσης και οι διοικητές των διαφορετικών φορέων θα επιχειρούσαν από το δικό τους χώρο.

Αλλα control rooms χρησιμοποιούνται μεμονωμένα από φορείς, όπως το ΕΚΑΒ, η Πυροσβεστική και άλλες υπηρεσίες. Ωστόσο, η «απομόνωσή» τους συνεπάγεται ότι ο συντονισμός σε επίπεδο διοικήσεων γίνεται μέσω τηλεπικοινωνιακών δικτύων με ότι πρόβλημα αυτό μπορεί να σημαίνει, τόσο σε αξιοπιστία όσο και σε χάσιμο πολύτιμου χρόνου. Επιπλέον, η απομακρυσμένη επικοινωνία δεν αξιοποιεί τη δυνατότητα κοινών αποφάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να ληφθούν αν οι υπεύθυνοι βρίσκονταν στον ίδιο χώρο και είχαν την ίδια κοινή εικόνα του προβλήματος.

Η απουσία κεντρικού συστήματος διοίκησης δημιουργεί μεγαλύτερες δυσκολίες όταν παρουσιαστούν κρίσεις σε διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι διαθέσιμοι πόροι μοιράζονται χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος σε κάποιες περιοχές να είναι υπεράριθμοι και σε κάποιες άλλες ελλιπείς. Σύμφωνα με στέλεχος της ΓΓΠΠ, στο παρελθόν είχε γίνει πρόταση για κεντρικό σύστημα διοίκησης και διαχείρισης κρίσεων, όμως τελικά επιλέχθηκε η περιφερειακή ανάπτυξη.

Αυτήν την περίοδο η ΓΓΠΠ ολοκληρώνει ένα νέο πληροφοριακό σύστημα, προϋπολογισμού 4,3 εκατ. ευρώ, το οποίο δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κεντρική βάση πληροφοριών και παρέχει καλύτερη αλληλεπίδραση με την περιφέρεια είτε μέσω του ΣΥΖΕΥΞΙΣ είτε εναλλακτικά μέσω δορυφορικής επικοινωνίας. Επίσης, στο δυναμικό της ΓΓΠΠ προστίθενται κινητές μονάδες, οι οποίες μπορούν να επιχειρήσουν από το σημείο της καταστροφής, στέλνοντας εικόνα και ήχο στα κεντρικά.
<‘here’>


<‘Σελίδα 2: Τα έργα μπορεί να καούν χωρίς να πιάσει φωτιά’>
Εργα τεχνολογικής υποδομής γεννήθηκαν από τις στάχτες των πυρκαγιών
Οι πυρκαγιές του 2007 ευαισθητοποίησαν, έστω και κατόπιν εορτής, τον κρατικό μηχανισμό. Η ΚτΠ, έχοντας στη διάθεσή της πόρους από το Γ’ ΚΠΣ, ανακοίνωσε στις 2/5/2008 την Πρόσκληση 182, η οποία απευθύνονταν στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις της Πελοποννήσου και είχε ως στόχο τη δημιουργία έργων τεχνολογικής υποδομής που μπορούν να βοηθήσουν την αντιμετώπιση κρίσεων από δασικές πυρκαγιές.

Σκοπός των έργων είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος επιχειρησιακού σχεδιασμού για διαχείριση κρίσεων δασικών πυρκαγιών

Ο συνολικός προϋπολογισμός των έργων ορίστηκε αρχικά στα 5 εκατ. ευρώ. Στις 30/6/2008, η Πρόσκληση 182 συμπληρώθηκε από την Πρόσκληση 184, η οποία επεκτείνει τη δράση σε όλες τις υπόλοιπες Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, οι οποίες επλήγησαν από πυρκαγιές και προσθέτει στον προϋπολογισμό 5 εκατ. ευρώ. Σκοπός των έργων είναι η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος επιχειρησιακού σχεδιασμού για διαχείριση κρίσεων δασικών πυρκαγιών.

Ενα από τα υποσυστήματα του πληροφοριακού συστήματος αφορά τη συλλογή πληροφορίας στο πεδίο, δηλαδή κάμερες, αισθητήρες και δορυφορικές λήψεις ή συνδυασμό αυτών. Κάθε μια από τις λύσεις έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, τα οποία καθορίζουν και την εφαρμογή της ανάλογα με την περιοχή. Για παράδειγμα, οι κάμερες προσφέρουν καλής ποιότητας πληροφορία, είναι φιλικές προς το περιβάλλον, αλλά σε κάποιες περιοχές μπορούν να γίνουν εύκολος στόχος για τους κυνηγούς.

Οι δορυφορικές λήψεις έχουν το μειονέκτημα του delay, καθώς ο δορυφόρος περνά περίπου κάθε μισή ώρα από το σημείο ενδιαφέροντος, ενώ τέλος οι αισθητήρες έχουν υψηλό κόστος τοποθέτησης. Οι πληροφορίες που συλλέγονται από το πεδίο αποστέλλονται στο γεωγραφικό σύστημα, όπου κάποιο λογισμικό αναλαμβάνει τη σύνθεση των πληροφοριών (μετεωρολογικά δεδομένα, βιομάζα κ.λπ.) και βάσει προσομοίωσης δημιουργεί σενάρια για την επέκταση της πυρκαγιάς.

Τέλος, ένα σύστημα επικοινωνίας και διαχείρισης στόλου οχημάτων στέλνει εντολές, ώστε να τοποθετηθούν τα οχήματα και το προσωπικό στα κατάλληλα σημεία για την ανάσχεση της πυρκαγιάς.

Τα έργα μπορεί να καούν χωρίς να πιάσει φωτιά

Οι καταθέσεις προσφορών ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2009 και μέσα σε αυτή τη χρονιά πρέπει να έχουν κατοχυρωθεί τα έργα και να έχουν υλοποιηθεί, προκειμένου να αξιοποιήσουν τους πόρους του Γ’ ΚΠΣ.  Δεδομένης της πολυάριθμης παρουσίας εταιρειών και ενώσεων που κατέθεσαν προσφορές, στελέχη της αγοράς θεωρούν ότι ο στόχος υλοποίησης των έργων μέσα στο 2009 είναι ανέφικτος. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι ακόμα και αν η αξιολόγηση των προσφορών γίνει γρήγορα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα προκύψουν ενστάσεις.

Ηδη κάποια στελέχη από την αγορά Πληροφορικής προτείνουν τη μεταφορά των έργων στο ΕΣΠΑ, έτσι ώστε αφενός να είναι δυνατή η υλοποίησή τους και αφετέρου να καλυφθεί το κενό που έχει αφήσει η απουσία προκηρύξεων για το ΕΣΠΑ. Ωστόσο, η πιθανότητα καθυστέρησης των έργων δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Αποτελεί πλέον κοινό μυστικό μεταξύ των στελεχών ότι το βάρος των έργων έχει πέσει στα γεωγραφικά πληροφοριακά συστήματα, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις απορροφούν μέχρι και το 80% του προϋπολογισμού.

Η εξέλιξη αυτή αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, αν συνυπολογίσουμε ότι ένα σημαντικό κονδύλι του Γ’ ΚΠΣ κατευθύνθηκε επίσης σε έργα GIS, τα οποία αφορούσαν τους Δήμους. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει ένας ενιαίος σχεδιασμός; Αναρωτιούνται ακόμα και στελέχη εταιρειών που διεκδικούν τα έργα; Σύμφωνα με πληροφορίες, πολύ πριν από τη δημιουργία της πρόσκλησης 182 είχε γίνει πρόταση, κυρίως από τους εν δυνάμει εργολήπτες, για ένα κεντρικό σύστημα δασοπροστασίας, το οποίο θα αντιμετώπιζε ως πελάτη την κάθε νομαρχία.

Με αυτό τον τρόπο, θα μειώνονταν οι ανάγκες σε αγορά αδειών συστημάτων GIS και θα μπορούσαν να απελευθερωθούν πόροι για τους άλλους άξονες. Τελικά, η πρόταση βρήκε εμπόδια αρμοδιοτήτων με αποτέλεσμα, στα περισσότερα από τα έργα που έχουν προκηρυχθεί οι άξονες του ελέγχου και κατόπιν της διαχείρισης μιας κρίσης να είναι «ασθενικοί».

«Ο προϋπολογισμός των έργων θα έπρεπε να είναι πολύ υψηλότερος για να υπάρχει υψηλό ποσοστό αποτελεσματικότητας», μάς λέει στέλεχος της αγοράς. Ο ίδιος συμπληρώνει ότι «τα περισσότερα έργα δεν έχουν επαρκή συστήματα για συλλογή δεδομένων στο πεδίο, δηλαδή κάμερες, αισθητήρες κ.λπ., ενώ κενά υπάρχουν και στα λογισμικά προσομοίωσης που αναλαμβάνουν τη δημιουργία σεναρίων μετά την έναρξη της πυρκαγιάς». Και τα προβλήματα δεν σταματούν στις πιθανές ελλείψεις τεχνολογικών υποδομών.

Το τελικό στάδιο στη διαχείριση κρίσεως, δηλαδή η μετακίνηση οχημάτων και προσωπικού, αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο τους πόρους της νομαρχίας, οι οποίοι είναι περιορισμένοι σε σχέση με τους συνολικούς διαθέσιμους πόρους. Aρα, σε περιπτώσεις σοβαρών πυρκαγιών, όπου απαιτείται συντονισμός μονάδων, οι οποίες δεν ανήκουν στις νομαρχίες, θα έπρεπε να υπάρχει μια διασύνδεση με άλλα κεντρικά συστήματα, όπου θα διοχετεύονταν οι τοπικές πληροφορίες και θα συνδυάζονταν με το σύνολο των διαθέσιμων πόρων.

Είναι άραγε τα προβλήματα αυτά αρκετά για να μειώσουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα των έργων συστημάτων δασοπροστασίας; Δεν μένει παρά να περιμένουμε τον Αύγουστο του 2010, γιατί το 2009 είναι μάλλον απίθανο να είναι έτοιμα κάποια έργα, για να το διαπιστώσουμε.
<‘here’>