Καθώς μπαίνουμε στο 2010, βρισκόμαστε εν μέσω μίας τεκτονικής αλλαγής στο περιβάλλον της τεχνολογίας της πληροφορίας - πρόκειται για τη μεγαλύτερη αλλαγή από την έλευση του προσωπικού ηλεκτρονικού υπολογιστή πριν από 30 χρόνια.
Οι εταιρείες και οι οργανισμοί, ανεξαρτήτως μεγέθους και κλάδου, απομακρύνονται από την πρακτική αγοράς και συντήρησης δικού της hardware και λογισμικού και αντίθετα επιλέγουν να αξιοποιήσουν το Internet για τις εφαρμογές λογισμικού και τις υπόλοιπες υπολογιστικές υπηρεσίες που χρειάζεται για να λειτουργήσει η επιχείρησή τους.
Η άφιξη αυτού που επικράτησε να ονομάζουμε «cloud computing» μετασχηματίζει την αγορά της τεχνολογίας, φέρνει καινούργιους ανταγωνιστές στο προσκήνιο και απειλή μερικούς από τους μεγαλύτερους παραδοσιακούς παίκτες του κλάδου. Το «σύννεφο» επίσης δημιουργεί και ανοίγει καινούργιες και σημαντικές ευκαιρίες για τους Chief Information Officers (CIOs) και τους Chief Operations Officers (COO), κυρίως καθώς αυτοί αναζητούν τρόπους να επεκτείνουν και να ενισχύσουν τις ικανότητες των εταιρειών τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να συγκρατήσουν το λειτουργικό κόστος χαμηλά.
Το μοντέλο του «σύννεφου» δεν είναι καινούργιο
Όπως περιγράφω και στο πρόσφατο βιβλίο μου «The Big Switch», η ανάδυση του cloud μοντέλου στο computing δεν είναι πρωτόγνωρο γεγονός. Περίπου 100 χρόνια πριν ένας παρόμοιος μετασχηματισμός συντελέστηκε όσον αφορά στην προμήθεια της μηχανικής ενέργειας, μίας κρίσιμης πηγής για τους κατασκευαστές.
Μέχρι το 1900, οι ιδιοκτήτες εργοστασίων έπρεπε πάντα να μόνοι τους να παράγουν όλη την ποσότητα ενέργειας που απαιτούνταν για να λειτουργήσουν οι μηχανές τους. Για αυτό το λόγο έχτιζαν ή αγόραζαν νερόμυλους, ατμομηχανές ή ηλεκτρογεννήτριες και τα έστηναν μέσα ή δίπλα στις κτηριακές τους εγκαταστάσεις. Οι κεφαλαιακές επενδύσεις που απαιτούνταν για τον εξοπλισμό ήταν τεράστιες και το κόστος αυτό πολλαπλασιαζόταν από την ανάγκη να προσλάβουν μεγάλο αριθμό εξειδικευμένων εργαζομένων για να λειτουργούν τους in-house σταθμούς παραγωγής ενέργειας.
Αλλά από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν τα δίκτυα παραγωγής και παροχής ενέργειας, επιτρέποντας στο συνεχές ηλεκτρικό να προμηθεύεται από υψηλής απόδοσης κεντρικές μονάδες, οι ιδιοκτήτες εργοστασίων γρήγορα εγκατέλειψαν την ιδιωτική τους λειτουργία παραγωγής ενέργειας και συνδέθηκαν στο καινούργιο δίκτυο. Η αλλαγή αυτή απαίτησε από τους managers να κάνουν ένα μεγάλο «άλμα», δείχνοντας «τυφλή» εμπιστοσύνη σε κάτι καινούργιο, αφού πάντα υπέθεταν ότι η παραγωγή ενέργειας ήταν μια εσωτερική λειτουργία.
Ωστόσο, τα οφέλη που διαφαίνονταν και τελικά αποκόμισαν έκαναν τη μετάβαση τόσο ελκυστική όσο και αναπόφευκτη. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος έπεσε δραματικά, και οδήγησε σε μία έκρηξη καινοτομιών ανάμεσα στους χρήστες της ενέργειας.
Η ανάγκη για μείωση κόστους οδηγεί στο «σύννεφο»
Η επιθυμία των εταιρειών να μειώσουν τα έξοδα και να απελευθερώσουν κεφάλαια γι περισσότερο παραγωγικές χρήσεις ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους που ασπάστηκαν την παρεχόμενη από εταιρείες κοινής ωφέλειας ενέργεια. Είναι επίσης ένας από τους κυριότερους λόγους που οι εταιρείες σήμερα «αγκαλιάζουν» την έννοια του cloud computing. Η αγορά και η συντήρηση τεχνολογιών της πληροφορίας, τόσο σε επίπεδο hardware όσο και λογισμικού, έχει εξελιχθεί σε μία πολύ μεγάλη και συχνά δυσβάστακτη δαπάνη για πολλές εταιρείες.
Για τη μέση επιχείρηση σήμερα, σχεδόν το 50% των επενδύσεων σε κεφαλαιακό εξοπλισμό πηγαίνει στην πληροφορική, ενώ επίσης το ΙΤ αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών λειτουργικών δαπανών. Μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων καταλήγει να σπαταλιέται, καθώς το πολύ από το capacity των εταιρικών συστημάτων πληροφορικής δεν χρησιμοποιείται ή αξιοποιείται τελικά ποτέ.
Με το software-as-a-service, το hardware-as-a-service και τις υπόλοιπες προσφορές του «σύννεφου», οι εταιρείες απαλλάσσονται από τη δαπάνη αγοράς και λειτουργίας πολύπλοκων υπολογιστικών γραναζιών, από το κόστος αδειοδότησης των εταιρικών εφαρμογών, καθώς και από το να πληρώνουν τους προμηθευτές μεγάλες αμοιβές για τη διατήρηση των συμβολαίων.
Πληρώνουν μόνο για τις υπηρεσίες που χρειάζονται – μέσω απλών συνδρομών ή συμβολαίων χρήσης. Στο σημερινό, σκληρό οικονομικό περιβάλλον, όπου το κεφάλαιο είναι σπάνιο και κάθε ευρώ ιερό, η εξοικονόμηση χρημάτων που προσφέρει το cloud computing το καθιστά ολοένα και πιο ελκυστικό ως εναλλακτική του συνηθισμένου, παραδοσιακού ΙΤ.
Ευκαιρίες για ανάπτυξη και καινοτομία
Αλλά τα μειωμένα κόστη δεν είναι το μόνο όφελος του cloud computing. Η ικανότητα να εκμεταλλευτεί μια εταιρεία και να αξιοποιήσει ετοιμοπαράδοτες αλλά ιδιαίτερα προσαρμόσιμες στις απαιτήσεις της εφαρμογές και πλατφόρμες ανάπτυξης λογισμικού μπορεί δραματικά να μειώσει το χρόνο και τους κινδύνους που εμπεριέχονται στην ανάπτυξη καινούργιων ΙΤ ικανοτήτων. Τα πλεονεκτήματα της ταχύτητας ενισχύονται από την ικανότητα των συστημάτων cloud να κλιμακώνονται αυτόματα προκειμένου να εκφράσουν -και να ανταποκριθούν- σε αλλαγές στη ζήτηση.
Το Cloud computing μπορεί επίσης να μειώσει το κόστος και τους κινδύνους των πειραματισμών. Οι εταιρείες δεν χρειάζεται πια να ανησυχούν για την αρχική επένδυση σε καινούργιο hardware και λογισμικό, που παραδοσιακά προηγούνταν, και συχνά εμπόδιζε, της ανάπτυξης και των προσπαθειών για καινοτομία.
Οι cloud πλατφόρμες παρέχουν την απαιτούμενη ευελιξία που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία breakthroughs σε μία επιχείρηση – ενώ δραματικά μειώνει το κόστος της αποτυχίας. Καθώς τα cloud συστήματα, είναι εξ ορισμού, συστήματα που «μοιράζονται», γεγονός που σημαίνει ότι μπορούν επίσης να προσφέρουν καινούργιες ευκαιρίες για συνεργασία – τόσο μέσα σε μια εταιρεία όσο και ανάμεσα σε περισσότερες. Στο «σύννεφο», οι εφαρμογές, τα δεδομένα και οι χρήστες δεν είναι πια απομονωμένοι.
Εδώ και μία δεκαετία, τα στελέχη έχουν να αντιμετωπίσουν αμείλικτες πιέσεις να «κάνουν περισσότερα με λιγότερα» (do more with less). Τον τελευταίο χρόνο αυτή η πίεση έχει ενισχυθεί και άλλο. Παρόλο που η «μετάβαση στο σύννεφο» εμπεριέχει τις δικές της προκλήσεις, απαιτώντας καινούργιες δεξιότητες, καινούργια οπτική και προοπτικές, καθώς και νέες σχέσεις με τους παρόχους και προμηθευτές, το κυριότερο αποτέλεσμά της είναι το άνοιγμα και η δημιουργία καινούργιων επιλογών και δυνατοτήτων. Το cloud computing είναι μία διασπαστική τεχνολογία, αλλά είναι επίσης και μία μετασχηματιστική τεχνολογία. Για τους CIOs και τους COOs που «βλέπουν μπροστά», έφτασε η στιγμή να εκμεταλλευτούν αυτή την ενέργεια.
Who is Nicholas Carr
O Nicholas Carr γράφει για τις κοινωνικές, οικονομικές και επιχειρηματικές επιπτώσεις της τεχνολογίας. Είναι ο συγγραφέας του best seller της Wall Street Journal για το 2008 «The Big Switch: Rewiring the World, from Edison to Google», το οποίο «θεωρείται το βιβλίο με τη μεγαλύτερη επιρροή μέχρι στιγμής όσον αφορά στο cloud computing», σύμφωνα με το Christian Science Monitor.
Το προηγούμενο βιβλίο του «Does IT Matter», ανέδειξε τις απλές αλήθειες των οικονομικών της πληροφορικής με ένα σαφή τρόπο, ενώ αποτέλεσε θέμα συζήτησης στον κλάδο για πολύ καιρό. Τώρα, εργάζεται πάνω στο καινούργιο του βιβλίο «The Shallows: What the Internet is Doing to Our Brains», το οποίο θα εκδοθεί μέσα στο 2010.
Ο Carr έχει συνεργαστεί με πολλά περιοδικά, όπως τα The Atlantic Monthly, The New York Times Magazine, Wired, The Financial Times, Die Zeit, The Futurist κ.ά, ενώ έχει δική του στήλη στο The Guardian και The Industry Standard.
Είναι μέλος του συμβουλίου της Encyclopaedia Britannica και στην εκτελεστική επιτροπή του World Economic Forum’s cloud computing project.
Νωρίτερα στην καριέρα του ο Carr ήταν executive editor στο Harvard Business Review.
Έχει συμμετάσχει ως ομιλητής στο MIT, Harvard, Wharton, the Kennedy School of Government, NASA, και Federal Reserve Bank of Dallas καθώς και σε πολλά συνέδρια του κλάδου σε όλο τον κόσμο.
Το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να δει τον Carr στο 1ο IT Directors Forum, το 2006 που διοργάνωσε το περιοδικό netweek.