Ανεξάρτητα αν η μείωση των παραδοσιακών ενεργειακών πόρων είναι πραγματική ή πλασματική, είναι δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις ανησυχούν πλέον περισσότερο για το λογαριασμό. Επομένως, οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε παρόχους και αποδέκτες ενέργειας αναμένεται να «ζωντανέψουν» τα ερχόμενα χρόνια

<‘Σελίδα 1: Το καλύτερο ή το χειρότερο είναι αποτέλεσμα σύγκρισης’>
Στους δύο άξονες της παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας μπορούν να γίνουν αλλαγές που θα επηρεάσουν θετικά το παγκόσμιο ενεργειακό πρόβλημα. Ο άξονας της παραγωγής ελέγχεται από κράτη που διαθέτουν ενεργειακές πηγές και από εταιρείες που τις αξιοποιούν. Ευθύνη των εμπλεκόμενων στην παραγωγή και διανομή ενέργειας είναι να γίνουν επενδύσεις για βελτιώσεις των υπαρχόντων υποδομών, αλλά και για αξιοποίηση φιλικότερων προς το περιβάλλον πηγών ενέργειας.

Η χώρα μας δεν είναι μεταξύ αυτών που παρουσιάζει αξιόλογα αποτελέσματα σε αυτόν τον άξονα. Οπότε, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που μπορούν να έχουν οι εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις και τα εκατομμύρια καταναλωτές στη μείωση της κατανάλωσης, είναι ταυτόχρονα μια λύση στην αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος, ενώ ίσως συντελεί και στη μείωση των λειτουργικών τους εξόδων.  Είναι όμως δεδομένο ότι κάθε προσπάθεια μείωσης της κατανάλωσης οδηγεί αυτόματα και σε οικονομικό όφελος για την επιχείρηση ή τον καταναλωτή;

Το καλύτερο ή το χειρότερο είναι αποτέλεσμα σύγκρισης
Προκειμένου να διαπιστώσουμε τη μεταβολή ενός μεγέθους, θα πρέπει να γνωρίζουμε μια κατάσταση Α, στην οποία βρίσκονταν, και μια κατάσταση Β στην οποία βρέθηκε ή θα βρεθεί. Αρκετές διαφημίσεις αναφέρονται σε νέες συσκευές ενεργειακής κλάσης Α, οι οποίες καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια σε σχέση με παλαιότερες. Ωστόσο, ποια είναι η μεταβολή στην κατανάλωση ενέργειας, όταν ένας καταναλωτής ή μια επιχείρηση επενδύουν σε ένα ψυγείο χαμηλής κατανάλωσης ή σε ένα server χαμηλής κατανάλωσης αντίστοιχα;

Σήμερα, οι περισσότεροι καταναλωτές και επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται «χονδρικά» τη δαπάνη ενέργειας ως μεταβολή του ποσού πληρωμής στο λογαριασμό ρεύματος. Ομως, η γνώση αυτή δεν είναι αρκετή, όταν χρειάζεται να πάρουμε αποφάσεις, σχετικά με την αγορά εξοπλισμού που έχει τη δυνατότητα να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας, αλλά δεν είναι σίγουρο αν μπορεί να αποσβέσει την αξία αγοράς του. Οταν πρόκειται για επενδύσεις σε νέα πάγια, αξία αποκτούν παράγοντες, όπως τα ποσά ενέργειας που καταναλώνουν διακριτά οι συσκευές, το κόστος αυτής της ενέργειας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και τη μεταβολή της κατανάλωσης με διαφορετικά προφίλ λειτουργίας των συσκευών.

Σε αυτό το πλαίσιο κινείται ένα πιλοτικό πρόγραμμα της ΔΕΗ, το οποίο περιλαμβάνει την εγκατάσταση 60.000 «έξυπνων» μετρητών σε μεγάλους καταναλωτές χαμηλής τάσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και σημαντικός αριθμός οικιακών πελατών. Πρόκειται για μια επένδυση 27 εκατ. ευρώ, η οποία θα συγχρηματοδοτηθεί από το ΕΣΠΑ σε ποσοστό 50% και η υλοποίησή της θα ξεκινήσει μέσα στο 2010. Οι νέοι μετρητές θα εγκαθίστανται εντός του χώρου κατανάλωσης, καθώς ενσωματώνουν τεχνολογία τηλεμέτρησης, ώστε να μην είναι απαραίτητη η άμεση πρόσβαση σε συνεργεία μέτρησης.

Ο καταναλωτής θα μπορεί από την οθόνη του μετρητή να ελέγχει την κατανάλωσή του συνολικά και για κάθε συσκευή χωριστά, καθώς ο μετρητής θα δείχνει την αύξηση φορτίου σε περίπτωση που για παράδειγμα λειτουργεί ο θερμοσίφωνας ή η κουζίνα. Πρόκειται για ένα βαλτωμένο σύστημα σε σχέση με το υπάρχον που είναι μεν «έξυπνο», αλλά όχι αρκετά «έξυπνο» για να μπορέσει να εξυπηρετήσει ανάγκες επιχειρήσεων, όπου μπορούν να λειτουργούν δεκάδες ή χιλιάδες διαφορετικές συσκευές.
<‘here’>


<‘Σελίδα 2: Ενεργειακή αυτογνωσία στην επιχείρηση – Από το IP network στο Energy Network’>
Ενεργειακή αυτογνωσία στην επιχείρηση
Ηλεκτρονικές συσκευές, κλιματισμός και φωτισμός είναι οι περισσότερο ενεργοβόροι τομείς στις επιχειρήσεις. Αν οι κατασκευαστές αποφάσιζαν να ενσωματώσουν στα συστήματά τους μετρητές ενεργειακής κατανάλωσης και στη συνέχεια υποστήριζαν την επεξεργασία της πληροφορίας με ένα λογισμικό ελέγχου και reporting, θα προσέφεραν ένα χρήσιμο εργαλείο στις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν ενεργειακή αυτογνωσία. Με ένα τόσο προφανές όφελος, αλλά και την πίεση των επιχειρήσεων, ειδικά όταν είδαν το πετρέλαιο να εκτοξεύεται στα 100 δολάρια το βαρέλι, η ανταπόκριση των κατασκευαστών ήταν δεδομένη.

Το EnergyWise πρόγραμμα της Cisco στοχεύει σε συλλογή πληροφορίας σχετικά με την κατανάλωση ενέργειας συσκευών IT και σύμφωνα με την εταιρεία πρόκειται να εξελιχθεί σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση, η συλλογή της πληροφορίας θα γίνεται από συσκευές δικτυακής υποδομής. Στη δεύτερη φάση, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει το 2010, το πρόγραμμα θα επεκταθεί σε προσωπικούς υπολογιστές και εκτυπωτές, ενώ τέλος στην τρίτη φάση θα επεκταθεί στους τομείς του κλιματισμού και φωτισμού, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την κατανάλωση μέχρι και του 58% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας σε μια επιχείρηση. .

Ανάλογα προγράμματα έχουν ανακοινώσει κατασκευαστές εξοπλισμού data centers, όπως η IBM, η οποία πρόκειται να επενδύσει 1 δις δολάρια σε τεχνολογίες διαχείρισης ενέργειας, και η EMC. Ωστόσο, ένα εμπόδιο στην επιτυχία αυτών των προσπαθειών είναι η συλλογή των πληροφοριών από συστήματα διαφορετικών κατασκευαστών, τα οποία δεν είναι μόνο IT εξοπλισμός και στη συνέχεια η ανάλυση και αξιολόγηση της πληροφορίας για τη λήψη αποφάσεων.

Οι γνώμες των αναλυτών και των μηχανικών διίστανται, σχετικά με την καταλληλότητα του πρωτοκόλλου IP για αυτήν την προσπάθεια. Οι διαφωνούντες θεωρούν ότι πρόκειται για ένα πολύπλοκο πρωτόκολλο που θα απαιτήσει ακριβά gateways μεταξύ των συστημάτων και των IP δικτύων. Επιπλέον, η απουσία προτύπων μετατροπής αναλογικών μετρήσεων ενέργειας σε δεδομένα, μειώνει περισσότερο τις πιθανότητες επιτυχίας.

Από το IP network στο Energy Network
Η απελευθέρωση της παραγωγής και διανομής ενέργειας στη χώρα μας δημιουργεί, εκτός από ένα πολυπληθέστερο δίκτυο ενεργειακών πηγών και μια ευκαιρία για καλύτερη διαχείριση ενεργειακών περισσευμάτων και ελλειμμάτων. Μια βιομηχανία, η οποία είναι παράλληλα παραγωγός και καταναλωτής ενέργειας, μπορεί να βελτιώσει τα λειτουργικά της έξοδα, εάν γνωρίζει πότε να δώσει ενέργεια στο δίκτυο και πότε να πάρει ενέργεια από αυτό.

Οσο πιο δυναμικό γίνεται το σύστημα ανταλλαγής ενέργειας, τόσο μεγαλύτερη αξία θα αποκτούν λογισμικά ανάλυσης και αυτόματης διευθέτησης του εξερχόμενου και εισερχόμενου φορτίου, με στόχο πάντα το όφελος για την επιχείρηση. Το σύστημα ανταλλαγής γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον, αν φανταστούμε ότι οι ενεργειακοί πάροχοι δεν έχουν μοναδικές μεταξύ τους συνδέσεις, αλλά δημιουργούν έναν ιστό συνδέσεων, ανάλογο με τον ιστό του Internet. Σε αυτό το παζάρι ενέργειας, τα ευφυή συστήματα θα πρέπει να ελέγχουν τη διαθεσιμότητα στην αγορά, να εξασφαλίζουν την «ποιότητα» του φορτίου από αξιόπιστες πηγές και να διαπραγματεύονται τους όρους αγοράς και πώλησης.

Ο Jeremy Rifkin, στο βιβλίο του «Η εποχή του Υδρογόνου», οραματίστηκε ένα δίκτυο από επιχειρήσεις και καταναλωτές που ο καθένας έχει τη δική του πηγή ενέργειας (κυψέλες υδρογόνου) και έχει δυνατότητα να ανταλλάσσει ενέργεια με κάθε άλλο κόμβο του ενεργειακού δικτύου. Στο ίδιο βιβλίο, ο συγγραφέας προβλέπει ότι αν κάτι τέτοιο συμβεί, θα αλλάξει ριζικά το χάρτη διανομής και παραγωγής ενέργειας, καθώς θα παύσει ή θα περιοριστεί η εξάρτηση από τις πετρελαϊκές εταιρείες που σήμερα ελέγχουν σχεδόν καθολικά τους πόρους και το σύστημα διανομής ενέργειας.
<‘here’>