Σπάνια η ονομασία μια πλουτοπαραγωγικής πηγής είναι πιο επιτυχημένη από αυτή του φυσικού αερίου. Και ακόμα πιο σπάνια μια πηγή ενέργειας μπορεί να είναι περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον. Αυτός είναι και ο ένας από τους τρεις λόγους που η ζήτηση για το φυσικό αέριο καλπάζει διεθνώς, όπως και στην Ελλάδα. Οι άλλοι δύο είναι η χαμηλή του τιμή και η ωριμότητα της τεχνολογίας για τη χρήση του, τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από τη βιομηχανία για την ηλεκτροπαραγωγή.
Το φυσικό αέριο είναι η καθαρότερη πηγή πρωτογενούς ενέργειας, μετά τις ανανεώσιμες μορφές οι οποίες όμως εγείρουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με την αισθητική παρέμβαση στο φυσικό τοπίο που συνεπάγεται η εγκατάσταση απέραντων εκτάσεων πάνελς για τα φωτοβολταϊκά και οι υψιτενείς πυλώνες της αιολικής ενέργειας.
Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη ότι με το φαινόμενο του θερμοκηπίου να επιβαρύνει ήδη τον πλανήτη και τους ατμοσφαιρικούς ρύπους στις πόλεις να υποβαθμίζουν την καθημερινή ποιότητα ζωής, ο σύγχρονος κόσμος και μαζί του και η Ελλάδα στρέφονται στο φυσικό αέριο.
Οι ραγδαίοι ρυθμοί εξάπλωσης της αεριοκίνησης, αν και έχουν στη ρίζα τους τη σπουδή για οικονομικότερη αυτοκίνηση, επιφέρουν και τεράστια μείωση των επιβαρύνσεων που προκαλούν στο περιβάλλον τα συμβατικά αυτοκίνητα. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το φυσικό αέριο δεν περιέχει μονοξείδιο του άνθρακα, άρα δεν είναι τοξικό, ενώ η καύση του δεν παράγει διοξείδιο του θείου, άρα δεν προκαλεί το φαινόμενο της όξινης βροχής. Ουσιαστικά, από την καύση του φυσικού αερίου εκπέμπονται μόνο υδρατμοί και σημαντικά λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από τα ορυκτά καύσιμα. Επομένως, όταν τα υποκαθιστά, συμβάλλει στη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Συγκριτικά, λοιπόν, με τα υπόλοιπα συμβατικά καύσιμα, το φυσικό αέριο αποτελεί την πλέον καθαρή και λιγότερο ρυπογόνο, πρωτογενή πηγή ενέργειας που υπάρχει σήμερα, βοηθώντας ουσιαστικά και άμεσα στην αποφόρτιση του περιβάλλοντος. Λόγω της καθαρότητας των προϊόντων καύσης του φυσικού αερίου, αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας σε ορισμένες βιομηχανικές εφαρμογές χωρίς την παρεμβολή εναλλακτικών που έχουν ως συνέπεια ενεργειακές απώλειες. Με την υποκατάσταση δε της ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο στην τελική κατανάλωση, κυρίως σε οικιακές και εμπορικές χρήσεις, θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι απώλειες μετατροπής της πρωτογενούς πηγής ενέργειας σε ηλεκτρισμό καθώς και οι απώλειες κατά τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας.
Η τάση αυτή αρχίζει και γίνεται ορατή και στην ελληνική αγορά ενώ η ζήτηση για φυσικό αέριο πολλαπλασιάζεται, καθώς ΔΕΠΑ και ιδιώτες αναπτύσσουν με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς τομείς όπως η βιομηχανική χρήση και η αεριοκίνηση, και η εξίσωση των φόρων πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης σπρώχνει τη ζήτηση από άλλες πηγές προς το αέριο. Η απλότητα στη χρήση του φυσικού αερίου και ταυτόχρονα η πολλαπλότητα των εφαρμογών του αναμένεται να το καταστήσουν σύντομα αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου τρόπου ζωής. Στη θέρμανση αλλά και τον κλιματισμό, το μαγείρεμα αλλά και το ζεστό νερό, προσφέρει μοναδική οικονομία στον χρήστη και βελτιώνει το ενεργειακό αποτύπωμά του στο περιβάλλον.
Η δουλειά που έχει κάνει η ΔΕΠΑ προς αυτή την κατεύθυνση είναι σημαντική, αφού έχει ουσιαστικά δώσει τη δυνατότητα σε ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών και εξίσου μεγάλο μέρος βιομηχανικών πελατών να χαμηλώσουν τα κόστη που σχετίζονται με την ενέργεια και να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην προστασία του περιβάλλοντος. Το φυσικό αέριο μπορεί να θερμάνει κάθε χώρο άνετα και οικονομικά. Οι τεχνολογίες υπάρχουν και οι προτεινόμενες λύσεις είναι ήδη διαθέσιμες στη αγορά και μάλιστα σε πολλαπλές επιλογές. Μπορεί να παρέχει ενέργεια σε ένα παλιό ή καινούργιο σπίτι, με κεντρική ή αυτόνομη θέρμανση, σε ένα μεμονωμένο διαμέρισμα ή μια ολόκληρη πολυκατοικία, μονοκατοικίες, επαγγελματικούς χώρους και κάθε άλλο κτίριο.
Ο καταναλωτής, χρησιμοποιώντας το φυσικό αέριο για θέρμανση κερδίζει 20% περίπου εξοικονόμηση στο κόστος κατανάλωσης σε σχέση με το πετρέλαιο θέρμανσης, ενώ απαλλάσσεται από το άγχος παραγγελίας και αποθήκευσης του πετρελαίου αφού το φυσικό αέριο είναι άμεσα διαθέσιμο από το δίκτυο. Η εξάλειψη της ανάγκης για μεταφορές (όπως στην περίπτωση του πετρελαίου ή των καυσόξυλων, pellets και άνθρακα) έχει επίσης δευτερογενείς ευεργετικές για το περιβάλλον συνέπειες αφαιρώντας την επιβάρυνση που σχετίζεται με την κίνηση των οχημάτων ανεφοδιασμού. Ο καταναλωτής έχει τον πλήρη έλεγχο της κατανάλωσής του ανά πάσα στιγμή. Ακόμα μεγαλύτερη είναι η εξοικονόμηση σε σχέση με το ηλεκτρικό ρεύμα, καθώς η αντίστοιχη χρήση του φυσικού αερίου στο μαγείρεμα ή την παραγωγή ζεστού νερού αποφέρει έως και 60% κέρδος στο χρήστη.
Γίνεται προφανές λοιπόν πως το φυσικό αέριο αποτελεί τη μόνη βιώσιμη εναλλακτική «γέφυρα» μέχρι τη χρήση του υδρογόνου που δυνητικά αποτελεί και το πλέον καθαρότερο καύσιμο. Σήμερα η χρήση του υδρογόνου όμως δεν είναι δυνατή, ούτε καν τεχνολογικά ώριμη, λόγω της μοριακής δομής του, των ενεργειακών απαιτήσεων για τη μαζική παραγωγή του όπως και των διάφορων ζητημάτων τροφοδοτικής αλυσίδας – logistics που απαιτούνται για την υιοθέτηση του. Αντιθέτως, η χρήση του φυσικού αέριου καλπάζει!