Καιρός για στοχευμένες επενδύσεις Ο Δημήτρης Γιάντσης, Γενικός Διευθυντής του Παρατηρητηρίου για την ΚτΠ, αναλύει τη σημασία του προγράμματος digi-retail εν μέσω οικονομικής ύφεσης.
Είναι γεγονός ότι το δυσμενές οικονομικό κλίμα που επικρατεί, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, δρα περιοριστικά στους ρυθμούς ανάπτυξης και επηρεάζει αρνητικά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και, επομένως, και τον κλάδο του Λιανικού Εμπορίου.
Η αρνητική συγκυρία πλήττει το Λιανεμπόριο σε δύο κυρίως επίπεδα:
1. Στη δυσκολία που υπάρχει πλέον για δανεισμό, η οποία εμποδίζει τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε επενδυτικά σχέδια ή να ολοκληρωθούν τα όσα βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης. Αλλωστε, η χρηματοπιστωτική κρίση επηρεάζει και το κόστος δανεισμού, το οποίο, καθώς έχει αυξηθεί, επιβαρύνει τα οικονομικά αποτελέσματα.
2. Το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα περιορίζεται, με αποτέλεσμα να μειώνεται η καταναλωτική ζήτηση. Αυτό έχει ως αντίκτυπο να περιορίζεται ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων λιανικής, ή να αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Ο κλάδος της Πληροφορικής Το λιανικό εμπόριο του κλάδου Πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών πλήττεται ακόμα περισσότερο. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έρευνα του Παρατηρητηρίου για την ΚτΠ, διακατέχονται από απαισιοδοξία, καθώς οι τρέχουσες πωλήσεις έχουν περιορισθεί και οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ζήτησης τους επόμενους μήνες παραμένουν αρνητικές.
Καθώς οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες αναμένεται, εκ των πραγμάτων, να πλήξουν ένα μέρος των πελατών τους, οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου είναι υποχρεωμένες να προβούν σε αναθεωρήσεις και των τεχνολογικών τους επενδύσεων. Οσο ο ανταγωνισμός γίνεται εντονότερος (π.χ. ύπαρξη αλυσίδων μεγάλων καταστημάτων, e-shops κ.λπ.), γίνεται «πάλη» με τις τιμές, με αποτέλεσμα τη μείωση των πωλήσεων και την άσκηση πίεσης στις μικρότερες επιχειρήσεις λιανικής. Οι καταναλωτές από την άλλη, όσο περνάει ο χρόνος, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες και διαρκώς αυξάνονται οι απαιτήσεις τους.
Επιπρόσθετα, λόγω της οικονομικής κρίσης, οι καταναλωτές οδηγούνται στο να «ψάχνουν» την καλύτερη τιμή, αναζητούν ευκαιρίες και την ευκολία που τους παρέχεται μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων, όπως το Διαδίκτυο, επιδιώκουν να την εκμεταλλευτούν κατά τα μέγιστα, προκειμένου να βγουν κερδισμένοι. Σύμφωνα με έρευνες του Παρατηρητηρίου για την ΚτΠ, 4 στα 10 ελληνικά νοικοκυριά έχουν ήδη πρόσβαση στο Διαδίκτυο και οι ευρυζωνικές συνδέσεις αυξάνονται συνέχεια, ξεπερνώντας το α’ εξάμηνο 2010 τα 2 εκατομμύρια.
Η λογική της επένδυσης σε τεχνολογία
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου θα πρέπει να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια που σχετίζονται με τις τεχνολογίες Πληροφορικής κι επικοινωνιών, στοχεύοντας αφενός σε όσες προωθούν τη βελτίωση της παραγωγικότητας, τη μείωση του κόστους λειτουργίας και την αύξηση της ικανοποίησης του σύγχρονου καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένης της διαφάνειας και της απλότητας στην παροχή πληροφόρησης.
Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι πού θα βρεθούν τα κονδύλια προκειμένου να υλοποιηθούν επενδύσεις που θα καλύψουν τα παραπάνω διαγνωσμένα προβλήματα. Η δράση digi-retail έρχεται να βοηθήσει τις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου προς αυτήν την κατεύθυνση, παρέχοντας στοχευμένες επενδύσεις. Η αξιοποίηση των τεχνολογιών Πληροφορικής και επικοινωνιών θα βοηθήσει το λιανεμπόριο να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της κρίσης και να προσαρμοστεί καλύτερα στις αλλαγές της καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Στοχεύει εκεί που υποφέρει ο κλάδος, και θα βοηθήσει: α. στην εξοικονόμηση πόρων, β. την προώθηση των πωλήσεων μέσω της χρήσης των νέων τεχνολογιών και γ. στην κατασκευή ηλεκτρονικών καταστημάτων (e-shops), έχοντας ως απώτερο σκοπό την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και την αύξηση του κύκλου εργασιών μέσω της διεύρυνσης του καταναλωτικού κοινού στον τομέα του λιανικού εμπορίου.
Κλείνοντας, κρίνεται σημαντικό να τονίσω πώς ήδη οι περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις γνωρίζουν για τη δράση digi-retail και σχεδόν μία στις τρεις ενδιαφέρεται για την επιδότηση. Επίσης, σημαντικό είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων (24%) που επιθυμούν να λάβουν σχετική ενημέρωση για τη δράση, διότι δεν έχουν μάθει κάτι σχετικά.