Google TV από τις Google, Intel, Logitech και Sony

Στο πλαίσιο του συνεδρίου Google I/O developer στο Σαν Φρανσίσκο, κορυφαίοι παράγοντες του κλάδου των ηλεκτρονικών και της πληροφορικής ανακοίνωσαν την εξέλιξη του Google TV, μιας πλατφόρμας ανοικτού κώδικα, η οποία προσθέτει τη δύναμη του διαδικτύου στην τηλεοπτική εμπειρία και φέρνει στο σαλόνι μας μια νέα κατηγορία συσκευών. Το Google TV βασίζεται στην πλατφόρμα Android και τρέχει την εφαρμογή Google Chrome browser.

Οι χρήστες μπορούν, από την άνεση του καθιστικού τους, να έχουν εύκολη πρόσβαση σε όλα τα συνηθισμένα τηλεοπτικά κανάλια, καθώς επίσης και σε μια τεράστια δεξαμενή πληροφοριών και εφαρμογών από το Ίντερνετ ή από άλλα ιδιωτικά clouds, στην οποία περιλαμβάνεται και πλούσιο περιεχόμενο τεχνολογίας Adobe Flash.

Η νέα πλατφόρμα, εξοπλισμένη με τους κορυφαίους επεξεργαστές Intel Atom CE4100, οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί ειδικά για να τοποθετούνται σε καταναλωτικά ηλεκτρονικά, θα προσφέρει επιδόσεις ήχου και εικόνας, ανάλογες με εκείνες ενός συστήματος οικιακού κινηματογράφου. Η Sony και η Logitech δήλωσαν ότι, αργότερα μέσα στο 2010, θα παρουσιάσουν προϊόντα εξοπλισμένα με τους νέους επεξεργαστές Intel Atom τα οποία θα υποστηρίζουν Google TV.

Η Gartner αναδεικνύει τη SAP κορυφαίο πάροχο λύσεων B.I.

Στην έκθεση που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2010, η Gartner κατέληξε ότι η αγορά των λύσεων B.I. σημείωσε ανάπτυξη 4,2% σε σχέση με το 2008, με τον κύκλο εργασιών να φτάνει περίπου στα $9,3 δισ. για το 2009. To μερίδιο αγοράς για τις λύσεις B.I. έφτασε το 64,2% του συνολικού τζίρου.

Οι σουίτες Corporate Performance Management κατέλαβαν μερίδιο αγοράς 20,8%, ενώ οι εφαρμογές ανάλυσης δεδομένων και οι λύσεις λογισμικού για τη διαχείριση των εταιρικών επιδόσεων έφτασαν το 15%. Το 2009, τα έσοδα της SAP από λύσεις που αφορούν όλες τις παραπάνω υποκατηγορίες της αγοράς B.I. ανήλθαν περίπου στα $2,1 δισ. Έτσι, το μερίδιο αγοράς της SAP διαμορφώθηκε στο 22,4%.

Η Profile υλοποίησε έργο για την Piraeus & BNP Paribas Wealth MGMT

Το νέο σχήμα που δημιουργήθηκε από τη στρατηγική συνεργασία των τραπεζών Πειραιώς και BNP Paribas στο χώρο του Wealth Management επέλεξε με αυστηρές διαδικασίες το σύστημα FMS/IMSplus ανάμεσα από μια πληθώρα καταξιωμένων διεθνών συστημάτων για την ολοκληρωμένη διαχείριση των εργασιών του. Κυρίαρχο κριτήριο επιλογής υπήρξε η πληρότητα και η επεκτασιμότητα της λειτουργικότητας του συστήματος όπως και η State-of-the-Art τεχνολογία και αρχιτεκτονική του.

Η λύση FMS / IMSplus καλύπτει πλήρως front-to-back τις εργασίες που απαιτούνται στο Wealth Management και το Private Banking ενώ μέσω εξειδικευμένων εργαλείων υποστηρίζει την παροχή ολοκληρωμένων επενδυτικών προϊόντων και υπηρεσιών.

Επτά προσφορές κατατέθηκαν για το ασύρματο δίκτυο του ΤΕΙ Χαλκίδας

 Συγκεκριμένα, η αρχιτεκτονική του δικτύου θα περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν κεντρικό μεταγωγέα (switch), και περιφερειακούς μεταγωγείς (switches), έτσι ώστε να καλύπτονται όλοι οι χώροι των κτιριακών εγκαταστάσεων, καθώς και access points, κατάλληλα συνδεδεμένα είτε με τους περιφερειακούς μεταγωγείς (switches), είτε με τον κεντρικό μεταγωγέα (switch). Επιπλέον ο κεντρικός μεταγωγέας θα έχει ασύρματο ελεγκτή (wireless controller) πολλαπλών υπηρεσιών. Το δίκτυο θα παρέχει δυνατότητα πρόσβασης σε περισσότερους από 13000 χρήστες, στους οποίους θα κατανέμεται το διαθέσιμο εύρος ζώνης (bandwidth) του ασύρματου δικτύου, εκ των οποίων οι 500 τουλάχιστον θα είναι πιστοποιημένοι χρήστες ελεγχόμενης πρόσβασης («Access Controlled Users»).

Ως «Access Controlled Users» ορίζονται οι χρήστες του δικτύου, οι οποίοι χρησιμοποιώντας username και password και με βάση κατάλληλες πολιτικές πρόσβασης στο ασύρματο δίκτυο, μπορούν να πιστοποιούνται ώστε να έχουν ασύρματη πρόσβαση σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, που έχουν ενδεχομένως περιορισμό χρήσης (π.χ. πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων του δικτύου ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών, σε Student WiFi, σε Teachers WiFi, κλπ.). Ο προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στις 233.409 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.

Intralot: 15,1 εκατ. ευρώ τα κέρδη του α’ τριμήνου

Ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του Ομίλου Intralot μειώθηκε κατά 10,9% σε σχέση με το Α’ τρίμηνο του 2009, φτάνοντας τα 228 εκατ. ευρώ. Για λόγους σύγκρισης αξίζει να σημειώσουμε ότι εξαιρώντας τα οικονομικά αποτελέσματα του νέου τουρκικού συμβολαίου τόσο για το Α’ τρίμηνο του 2009 όσο και το Α’ τρίμηνο του 2010, στην ίδια βάση, ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του Ομίλου παρουσίασε μία μικρή μείωση της τάξης του 5,9%.

Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) σημείωσαν κάμψη 26,3% φτάνοντας τα 34 εκατ. ευρώ συγκριτικά με τα 46,1 εκατ. ευρώ το Α’ τρίμηνο του 2009, ενώ εξαιρουμένων των οικονομικών αποτελεσμάτων του νέου τουρκικού συμβολαίου, το EBITDA αυξήθηκε κατά 4,1%, αναδεικνύοντας τη δυναμικότητα των υπόλοιπων έργων.

Επιπλέον, προσαρμόζοντας τα αποτελέσματα της Βουλγαρίας στο νέο φόρο, τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA), στην ίδια βάση, σημείωσαν αύξηση 9,8% στο Α’ τρίμηνο 2010, συγκρινόμενα με το Α’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Τα κέρδη προ φόρων (EBT) ήταν 27,7 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση 37,4% σε σχέση με το Α’ τρίμηνο του 2009, ενώ τα κέρδη μετά φόρων και δικαιωμάτων μειοψηφίας (EAT) μειώθηκαν κατά 31,5% φτάνοντας τα 15,1 εκατ. ευρώ από 22,1 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.

Ο Όμιλος παρουσίασε μία υγιή θετική ταμειακή ροή 26,8 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αρνητική ταμειακή ροή των 9,1 εκατ. ευρώ το Α’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Ο καθαρός δανεισμός του Ομίλου πρακτικά παρέμεινε σταθερός σε σύγκριση με το δωδεκάμηνο του 2009 παρά τις επενδύσεις των 25,1 εκατ. ευρώ για την έναρξη νέων έργων το Α’ τρίμηνο του 2010.

Αναφορικά στη μητρική εταιρεία, ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 26,1 εκατ. ευρώ σημειώνοντας μείωση κατά 4,4% σε σχέση με το Α’ τρίμηνο του 2009, ενώ τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) αυξήθηκαν κατά 37,6% φτάνοντας τα 7 εκατ. ευρώ. Τέλος, όσον αφορά στα κέρδη μετά φόρων (EAT), αυτά διαμορφώθηκαν στα 2,8 εκατ. ευρώ.

iteam: Software Testing – Μην αφήνετε τίποτα στην τύχη

Η iteam, βραβευμένη από την Hewllett Packard ως Software Partner of the Year για το 2008 και το 2009, δραστηριοποιείται αρκετά χρόνια στο χώρο του Software Testing με συνέπεια, ποιότητα και αξιοπιστία απέναντι στους πελάτες της, που είναι μεταξύ άλλων μεγάλες τράπεζες, εταιρείες τηλεπικοινωνιών, εμπορικές εταιρείες και integrators.

Τα Software Testing προϊόντα της HP (πρώην Mercury Interactive), τα οποία προωθεί η εταιρεία, καλύπτουν τους τομείς της οργάνωσης και διαχείρισης του testing μέχρι την αυτοματοποίηση των functional, security και performance testing. Με μεγάλη εμπειρία σε αντίστοιχα έργα, η professional services ομάδα της iteam -Ελευθερία Κωστάκη, Αναστάσιος Χρήστου, Luca Ruggeri και Αρης Κουρμπέτης- μιλάει για το software testing και μοιράζεται μαζί μας τις εμπειρίες που έχει αποκομίσει από την ελληνική αγορά κατά την υλοποίηση software testing έργων.

NetWeek: Να αρχίσουμε λίγο με τα βασικά και γι’ αυτούς που δεν γνωρίζουν. Τι ακριβώς είναι το Software Testing και το Quality Assurance;

iteam: Καλύτερα να ξεκινήσουμε εξηγώντας τις διαφορές μεταξύ των δύο. Κατ’ αρχάς το Software Quality Assurance αποσκοπεί στην πρόληψη και περιλαμβάνει όλο τον κύκλο του software development. Παρακολουθεί και βελτιώνει τις διαδικασίες, διασφαλίζοντας ότι ακολουθούνται οι ροές και τα standard ποιότητας, ενώ τα όποια προβλήματα ανακύπτουν διορθώνονται άμεσα.

Από την άλλη, το Software Testing αποσκοπεί στην ανίχνευση προβλημάτων και περιλαμβάνει τη λειτουργία ενός συστήματος ή εφαρμογής κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες και αξιολογεί τα αποτελέσματα. Μέσω αυτού, ελέγχουμε κατά πόσο ένα σύστημα λειτουργεί σωστά υπό κανονική χρήση, αλλά και τη συμπεριφορά του σε συνθήκες λάθος χρήσης.

NetWeek: Ποια είναι τα πιο κοινά προβλήματα στη διαδικασία του software development;

iteam: Το πρώτο είναι η ανεπαρκής καταγραφή και διαχείριση επιχειρησιακών απαιτήσεων που ανακύπτει όταν αυτές είναι ημιτελείς και ασαφείς και δεν μπορούν να ελεγχθούν. Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι ο ορισμός εξωπραγματικών χρονοδιαγραμμάτων προκειμένου να μειωθούν τα κόστη. Ενα τρίτο πρόβλημα είναι το ανεπαρκές testing, μιας και κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος αν το software λειτουργεί όπως πρέπει βάσει των απαιτήσεων και στους αποδεκτούς χρόνους.

Πολλές φορές ακούμε ότι οι εταιρείες θεωρούν το software testing αναγκαίο κακό ή, ακόμα χειρότερα, ότι οι εφαρμογές δεν είναι μεγάλες ή πολύπλοκες ώστε να αξίζει να ασχοληθούμε αρκετά σοβαρά με το testing. Επίσης, οι συνεχείς προσθήκες και αλλαγές λειτουργικότητας μετά την έναρξη παραγωγής ενός συστήματος χωρίς μεθοδολογία και έλεγχο μπορούν να αποτελέσουν τροχοπέδη για έναν οργανισμό.

Τέλος, η αδυναμία επικοινωνίας των εμπλεκόμενων ομάδων αποτελεί ένα πολύ κοινό πρόβλημα στη διαδικασία που το συναντάμε συχνά.

NetWeek: Και οι λύσεις σ’ αυτά τα προβλήματα;

iteam: Η εμπεριστατωμένη καταγραφή απαιτήσεων αποτελεί μια από τις λύσεις στα προβλήματα software development. Χρειαζόμαστε καθαρές, ολοκληρωμένες, περιεκτικές, σαφείς και έτοιμες για testing απαιτήσεις, προσυμφωνημένες από όλους τους εμπλεκόμενους.

Δεύτερον, πρέπει να θέτουμε ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα, προβλέποντας αρκετό χρόνο για οργάνωση, σχεδιασμό, testing, bug fixing και documentation.

Τρίτον, πρέπει να οργανώσουμε και να εκτελέσουμε επαρκή test όσο πιο νωρίς γίνεται, να κάνουμε re-test μετά από Bug fixes και να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία αυτοματοποίησης όπου αυτό απαιτείται.

Τέταρτον, η ανάπτυξη πρέπει να «πατάει» όσο το δυνατόν περισσότερο στις απαιτήσεις. Πρέπει να αντιστεκόμαστε σε εκτεταμένες αλλαγές και να έχουμε τη δυνατότητα πρόβλεψης του αντίκτυπου στην όλη διαδικασία.

Πέμπτον, όλοι οι εμπλεκόμενοι πρέπει να έχουν ένα κοινό παρανομαστή, ένα περιβάλλον λειτουργίας που να επιτρέπει την πλήρη και άμεση ενημέρωση όλων των διαδικασιών και της πορείας του έργου. Πρέπει να υπάρχει ένα κοινό repository πληροφορίας, όπου όλοι θα έχουν άμεση πρόσβαση στις τρέχουσες λεπτομέρειες.


NetWeek: Πολλοί όμως φοβούνται ότι μια τέτοια διαδικασία μπορεί να μειώσει την παραγωγικότητα ή να αυξήσει το κόστος…

iteam: Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοιοι φόβοι κι αυτό γιατί με τη σταδιακή ένταξη οργανωμένων διαδικασιών Software Testing στην παραγωγική διαδικασία -όσο ο οργανισμός δηλαδή ωριμάζει και θέτει κανόνες λειτουργίας-, η παραγωγικότητα δεν επιβαρύνεται αλλά αντιθέτως αυξάνεται. Η πρόληψη προβλημάτων ή ο γρήγορος εντοπισμός τους, μειώνει την ανάγκη για εκτεταμένο re-engineering. Είμαστε υπέρ της αρχής του «όσο πιο νωρίς εντοπίσεις τα bugs τόσο μικρότερο είναι το κόστος επιδιόρθωσης».

NetWeek: Ποια είδη testing υπάρχουν και ποια από αυτά μπορούν να αυτοματοποιηθούν;

iteam: Υπάρχει το Functional, το Security και το Performance Testing. Το Functional ελέγχει τη λειτουργικότητα μιας εφαρμογής ή ενός συστήματος βάσει των απαιτήσεων κάτω από όλα τα πιθανά σενάρια και παραμέτρους λειτουργίας. Το Security testing ελέγχει την ασφάλεια της εφαρμογής και των δεδομένων, ενώ το Performance testing ελέγχει την απόδοση της εφαρμογής και τη συμπεριφορά της υποδομής σε κατάσταση φόρτου μέσω προσομοίωσης λειτουργίας από εικονικούς χρήστες. Υπάρχουν εργαλεία που αυτοματοποιούν όλα τα παραπάνω.

NetWeek: Παρατηρούνται προβλήματα ακόμα κι όταν οι εφαρμογές μπουν σε κανονική λειτουργία;

iteam: Φυσικά, το πιο συνηθισμένο φαινόμενο είναι οι χρήστες να παραπονούνται για bugs. Αυτό οφείλεται συνήθως στο γεγονός ότι η ομάδα που εκτελεί το testing δεν έχει πραγματοποιήσει τη διαδικασία σε περιβάλλον όμοιο με αυτό του χρήστη και τα βήματα που ακολούθησαν ήταν διαφορετικά. Επίσης, είναι πιθανό οι χρήστες να εισάγουν στοιχεία που δεν έχουν καλυφθεί κατά την περίοδο του testing ή να υπάρχουν bugs που προέρχονται από κώδικα που δεν έχει συμπεριληφθεί στη διαδικασία ελέγχου γιατί απλά ξεχάστηκε.

Επιπρόσθετα, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι ο έλεγχος της απόδοσης της εφαρμογής όταν κλιμακώνονται τα δεδομένα και ο αριθμός των χρηστών που συνδέονται σε αυτήν. Αυτός ο έλεγχος, από τη φύση του, είναι πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί χωρίς εργαλεία, και γι’ αυτό το λεγόμενο end-user experience καταλήγει να είναι ο αδύναμος κρίκος στη διαδικασία του Testing.

NetWeek: Αν δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για ολοκληρωμένο testing;

iteam: Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη η διαδικασία ανάλυσης του ρίσκου που αυτό εμπεριέχει. Η προσπάθεια του testing πρέπει να επικεντρωθεί εκεί που το ρίσκο είναι μεγαλύτερο.

Ο τρόπος καθορισμού του ρίσκου δεν είναι κάτι ασαφές, υπάρχουν κανόνες όπως ποιες λειτουργικότητες είναι πιο σημαντικές, ποιες έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στους χρήστες, ποιες εμπεριέχουν νομικές ή άλλες επιπλοκές (π.χ. ορθή εκτύπωση παραστατικού λογιστικής), ποιες θεωρεί πιο σημαντικές ο πελάτης κ.λπ. Ορίζοντας βάρος ρίσκου στις απαιτήσεις μπορούμε να επιλέξουμε Testing βάσει αυτού.

NetWeek: Ποια είναι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παρέχει η iteam για τις διαδικασίες software testing και quality assurance;

iteam: H iteam προωθεί, σε στενή συνεργασία με την HP, τα παγκοσμίως κορυφαία εργαλεία, το HP Quality Center (Οργάνωση και διαχείριση έργων testing), το HP Funtional Testing (Functional Testing Automation), το Web Inspect (Security Testing Automation), και το HP LoadRunner (Performance Testing Automation, Monitor and diagnostics). Επειδή πολλές φορές οι πελάτες μας δεν έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία, συχνά υλοποιούμε έργα οργάνωσης και αυτοματισμού testing σαν «service», ενώ παρέχουμε συμβουλευτικές υπηρεσίες και την απαραίτητη εκπαίδευση προς τους πελάτες μας.

Ένθετο Business Apps Insider

Η σειρά ενθέτων Business Apps Insider του NetWeek περιλαμβάνει καίρια άρθρα, σχετικά με επιχειρηματικό λογισμικό και εφαρμογές.

Διαβάστε στο ένθετο αυτού του τεύχους:

Εγκλήματα στον κυβερνοχώρο

Τα εγκλήματα του κυβερνοχώρου προς διάφορες επιχειρήσεις αυξάνονται ταχύτερα από ότι τους επιτρέπουν οι ικανότητες για να τα αντιμετωπίσουν. Στην έρευνα συμμετείχαν πάνω από 500 άτομα, που συμπεριλαμβάνουν από επιχειρηματικά και κυβερνητικά στελέχη, μέχρι επαγγελματίες και συμβούλους.

Η έρευνα τονίζει ότι οι απειλές των «Cyber Crimes» μπορούν να αντιμετωπισθούν όταν οι επιχειρήσεις κοιτάξουν τους εαυτούς τους με τον ίδιο τρόπο που τους βλέπουν οι εγκληματίες του κυβερνοχώρου. Δίνοντας έμφαση στους πόρους που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, καθώς και στις απειλές που έρχονται από μέσα από την επιχείρηση, οφείλουν να αναλάβουν τακτικές που στηρίζονται στο ρίσκο.

Επαναλαμβανόμενες επιθέσεις σε άνθηση
Η έρευνα αποκάλυψε μια μείωση στα θύματα του εγκλήματος (60% αντί για 66% το 2007), εν τούτοις, οι οργανισμοί βίωσαν σημαντικά περισσότερες επιθέσεις απ’ ότι σε προηγούμενα έτη. Μεταξύ Αυγούστου 2008 και Ιουλίου 2009, πάνω από το ένα τρίτο (37%) των αποκρινόμενων ανέφεραν ότι βίωσαν μια αύξηση σε εγκλήματα του κυβερνοχώρου, συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά.

Παρόλο που οι outsiders (όσοι δεν έχουν εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε συστήματα και πληροφορίες του δικτύου) είναι οι βασικοί υπαίτιοι των εγκλημάτων εν γένει, οι πιο ακριβές και επιβλαβείς επιθέσεις προκλήθηκαν από insiders (ανθρώπινο δυναμικό ή εξωτερικοί συνεργάτες με εξουσιοδοτημένη πρόσβαση). Μόλις το ένα τέταρτο όλων των επιθέσεων προήλθαν από άγνωστη πηγή.

«Είναι εντυπωσιακά ενοχλητικό που το 51% των συμμετεχόντων ήταν θύματα εσωτερικής επίθεσης», σχολίασε η Ντων Καπέλι της εταιρείας CERT, η οποία συνεργάστηκε με το CSO για την έρευνα, αναζητώντας νέες λύσεις ασφαλείας μέσω της ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών με επιχειρήσεις.

Τα budget ασφαλείας εκτινάσσονται
Παρόλο που ο αριθμός των περιστατικών αυξήθηκε, οι επιπτώσεις δεν ήταν αντίστοιχα σοβαρές. Συγκριτικά με το 2007, όταν έλαβε μέρος η τελευταία έρευνα για cyber crimes, η χρηματική αξία των καταστροφών μειώθηκε κατά περίπου 10%. Αυτό μπορεί να αποδοθεί τόσο στην αύξηση των επενδύσεων ασφαλείας στο ΙΤ (42%), όσο και στις γενικότερες επενδύσεις για την ασφάλεια (86%) των τελευταίων δύο ετών.

Καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία, αναλόγως βελτιώνονται και οι τρόποι διάπραξης εγκλημάτων. Οι outsiders εισβάλλουν στους οργανισμούς με phishing και spyware, ιούς, worms και άλλους κακόβουλους κωδικούς, ενώ οι insiders συνήθως ακούσια αποκαλύπτουν ιδιωτικές ή ευαίσθητες πληροφορίες, ή με την απόκτηση μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στα εσωτερικά συστήματα ή δίκτυα πληροφοριών, για να κλέψουν πνευματική ιδιοκτησία.

Η ερεύνα ανακάλυψε ότι οι insiders συνήθως χρησιμοποιούν τα laptops τους ή αντιγράφουν πληροφορίες σε φορητές συσκευές για να διαπράξουν ηλεκτρονικά εγκλήματα. Η έρευνα αποκάλυψε ότι οι πληροφορίες συχνά «κατεβάζονται» σε προσωπικούς υπολογιστές ή στέλνονται εκτός επαγγελματικού δικτύου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία αρνητικής φήμης για μια επιχείρηση, και ίσως ακόμη θέσει έναν οργανισμό στο μάτι του νόμου, για ζητήματα καταπάτησης προστασίας πληροφοριών.


Πολλά εγκλήματα του κυβερνοχώρου δεν αναφέρονται
Πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες (58%) πιστεύουν ότι είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να προλάβουν, να εντοπίσουν, να απαντήσουν ή να αναρρώσουν έπειτα από ένα περιστατικό εγκλήματος, συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά. Ωστόσο, μόνο το 56% των συμμετεχόντων έχουν πρόθεση να αναφέρουν ένα έγκλημα.

Το κοινό ίσως να μην γνωρίζει τον αριθμό των περιστατικών γιατί περίπου τα τρία τέταρτα (72%) των εσωτερικών περιστατικών διαχειρίζονται επίσης εσωτερικά, χωρίς νομική δράση. Ωστόσο, τα εγκλήματα που έγιναν από insiders είναι συνήθως πιο ακριβά και επιβλαβή από αυτά των outsiders. Ενας από τους λόγους που ίσως δεν γίνεται αναφορά, δεν είναι μόνο επειδή αντιμετωπίζονται εσωτερικά, αλλά επειδή δεν εντοπίζονται καν. Αυτό, ίσως να αποτελεί μια περίπτωση της «κορυφής του παγόβουνου» με πολύ περισσότερες επιπλοκές απ’ ότι φαίνονται εκ πρώτης όψεως.

Ηγετικές πρακτικές στην αντιμετώπιση του εγκλήματος
Σύμφωνα με τις απαντήσεις που δόθηκαν, υπάρχουν αρκετά μέτρα ασφαλείας που είναι πιο αποτελεσματικά στο να προστατεύουν έναν οργανισμό από το έγκλημα.

Για να αποτρέψουν έναν εγκληματία του κυβερνοχώρου, οι επιχειρήσεις θα έπρεπε:
1. να κάνουν περιοδικά τεστ διείσδυσης στα συστήματά τους
2. να εφαρμόζουν περιοδικά προγράμματα εκμάθησης και ενημέρωσης στο ανθρώπινο δυναμικό τους
3. η ανώτατη διοίκηση να επικοινωνεί τακτικά σχετικά με ζητήματα ασφάλειας.

Η έρευνα επίσης αποκάλυψε ότι οι επιχειρήσεις κάνουν σημαντικά βήματα για να αναγνωρίσουν τις εσωτερικές απειλές. Περίπου το ένα τρίτο (32%) των συμμετεχόντων πλέον εποπτεύουν τις online δραστηριότητες των υπαλλήλων που ίσως να είναι δυσαρεστημένοι ή που έχουν υποβάλλει την παραίτησή τους. Σε αυτό τον καιρό της έντονης οικονομικής κρίσης, τα ρίσκα ασφαλείας έχουν αυξηθεί για τους εργαζόμενους που έχουν απολυθεί.

«Παρόλο που τίποτε δεν αποτελεί εγγύηση εν καιρώ εγκλημάτων του κυβερνοχώρου, η εφαρμογή ενός δυνατού προστατευτικού φράγματος και η παροχή των καλύτερων πρακτικών προς το ανθρώπινο δυναμικό είναι το κλειδί για να προστατεύσετε τους εταιρικούς πόρους», είπε ο Μπομπ Μπράγκντον, εκδότης του περιοδικού CSO.

«Οι απειλές συνεχώς αλλάζουν, επομένως οι οργανισμοί πρέπει να επικοινωνήσουν, να προσαρμοστούν και να απαντούν σε αυτή την ρευστή κατάσταση. Με πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες να συνεχίζουν να ανησυχούν για τα cyberspace εγκλήματα, φαίνεται ότι οι επενδύσεις και οι πρωτοβουλίες θα συνεχίσουν να αποτελούν προτεραιότητα του IT», προσέθεσε εύστοχα.

Ψηφιοποίηση: Τα μυστικά του συλλέκτη

Καθώς το περιβάλλον της ψηφιοποίησης ωριμάζει, γίνεται αντιληπτή η ανάγκη για δημιουργία χρήσιμων ψηφιακών συλλογών οι οποίες να εξυπηρετούν τις ανάγκες συγκεκριμένων ομάδων χρηστών. Ενα έργο κρίνεται πλέον επιτυχές όταν είναι εύχρηστο, άμεσα προσβάσιμο και κατάλληλο για τις ανάγκες των χρηστών στους οποίους απευθύνεται.

Επιπλέον, τίθενται και θέματα όπως η σχέση του κόστους προς την αξία αλλά και η βιωσιμότητα μιας ψηφιοποιημένης συλλογής. Τόσο τα ψηφιοποιημένα αντικείμενα, όσο και τα μεταδεδομένα και οι συλλογές, θα πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται και ως συστατικά υλικά για τη δημιουργία νέων έργων, συλλογών και υπηρεσιών. Θα πρέπει ακόμα να αντιλαμβανόμαστε ότι οι ψηφιακές συλλογές διευρύνονται συνεχώς με νέα αντικείμενα πολλά από τα οποία είναι εξαρχής ψηφιακά -και όχι ψηφιοποιημένα. Αντίστοιχα, οι νεότερες γενιές χρηστών έχουν ενσωματώσει την ψηφιακή τεχνολογία στη ζωή τους σε βαθμό τέτοιο που λειτουργούν πολλές φορές και ως δημιουργοί νέου περιεχομένου.

Πλατφόρμες ανάρτησης και συνδημιουργίας ψηφιακού υλικού (από το YouTube και το Flickr μέχρι τα mash-ups) καταστούν σαφές το ότι η ανάπτυξη ψηφιακών συλλογών εξελίσσεται -εν μέρει- σε ενεργή αλληλεπίδραση μεταξύ του επαγγελματία της πληροφορίας και του χρήστη. Η ιδανική ψηφιακή συλλογή είναι πλέον έγκυρη και αξιόπιστη αλλά παράλληλα συναρπαστική, χρήσιμη και χρησιμοποιήσιμη από μια εκτενή ποικιλία χρηστών.


Τα «πρέπει» μιας ψηφιακής συλλογής
Μια ψηφιακή συλλογή αποτελείται από ψηφιακά αντικείμενα τα οποία επιλέγονται και οργανώνονται με τρόπο τέτοιο που να διευκολύνει την ανακάλυψη, την πρόσβαση και τη χρήση τους. Τα αντικείμενα, τα μεταδεδομένα και η διεπιφάνεια του χρήστη συνθέτουν την εμπειρία του τελευταίου όσον αφορά τη χρήση της συλλογής. Οι αρχές μιας καλής ψηφιακής συλλογής αναλύονται στη συνέχεια.

1. Η σωστή ψηφιακή συλλογή δημιουργείται βάσει μιας προκαθορισμένης και ξεκάθαρης πολιτικής ανάπτυξης
Η πολιτική ανάπτυξης συλλογών συνδέεται στενά με τους στόχους και την οργανωτική δομή του φορέα που προβαίνει σε ψηφιοποίηση. Ο φορέας θα πρέπει να μπορεί να προσδιορίσει εκ των προτέρων το αναμενόμενο κοινό που θα χρησιμοποιεί τη συλλογή αλλά και να αναγνωρίζει ότι μπορεί να προκύψουν απρόσμενοι τρόποι χρήσης και χρήστες. Εάν ο φορέας διατηρεί και άλλα είδη συλλογών (αντικειμένων, έργων, εντύπων κ.λπ.) τότε θα πρέπει να φροντίσει ώστε η ψηφιακή συλλογή να υπακούει στους ευρύτερους κανόνες που διέπουν τις συλλογές του.

2. Οι συλλογές θα πρέπει να συνοδεύονται από κατατοπιστικές περιγραφές
Στόχος των περιγραφών αυτών είναι να επιτρέπουν στο χρήστη να ανακαλύπτει με ευκολία τα χαρακτηριστικά της συλλογής όσον αφορά το εύρος της, το format, ενδεχόμενους περιορισμούς πρόσβασης, δικαιώματα χρήσης κ.λπ. Η περιγραφή της συλλογής αποτελεί ένα είδος μεταδεδόμενου και εξυπηρετεί δύο σκοπούς: επιτρέπει στο κοινό να ανακαλύπτει την ύπαρξη μιας συλλογής αλλά και να κατανοεί το τι βλέπει. Οι περιγραφές θα πρέπει να βοηθούν το κοινό να κατανοεί τη φύση και το εύρος της συλλογής καθώς και τους τυχόν περιορισμούς στους οποίους υπόκειται η χρήση του υλικού.

3. Μια καλή συλλογή υπόκειται σε διαρκή και ενεργή διαχείριση καθόλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της
Ο αρμόδιος ψηφιακός επιμελητής θα πρέπει να φροντίζει τη συλλογή από τη στιγμή που αυτή δημιουργείται μέχρι τη στιγμή που θα τεθεί σκοπίμως εκτός χρήσης. Οι σχετικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν την ενεργή διαχείριση δεδομένων, την αρχειοθέτηση και την ψηφιακή διατήρηση. Η ενεργή διαχείριση των δεδομένων απαιτείται προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα αντικείμενα μιας συλλογής χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά σε βάθος χρόνου. Μπορεί να περιλαμβάνει τη δημιουργία, τη διόρθωση και τη βελτίωση των μεταδεδομένων, τη διόρθωση και τη βελτίωση των ίδιων των δεδομένων και την προσθήκη σημειώσεων ή συνδέσμων με άλλο υλικό.

Αν και σε κάποιες περιπτώσεις η διαφύλαξη ψηφιοποιημένου υλικού εξισώνεται με την αρχειοθέτηση, η έννοια της διαφύλαξης θα πρέπει κανονικά να εκλαμβάνεται ως το κομμάτι της αρχειοθέτησης που αφορά την εφαρμογή στρατηγικών διαφύλαξης ώστε να διασφαλίζεται ότι το κοινό μπορεί να χρησιμοποιεί το ψηφιακό αντικείμενο παρά την ενδεχόμενη παλαίωση του λογισμικού και του hardware. Οι στρατηγικές διαφύλαξης περιλαμβάνουν συνήθως τη μετατροπή των formats και τις προσομοιώσεις hardware/software ή συνδυασμούς των δύο. Η μακροπρόθεσμη αρχειοθέτηση και διαφύλαξη ψηφιακού υλικού αποτελεί μια δύσκολη και δαπανηρή ενέργεια που απαιτεί σημαντικούς πόρους και δέσμευση.

4. Μια καλή συλλογή είναι προσβάσιμη στο ευρύ κοινό και καταργεί τα περιττά εμπόδια όσον αφορά τη χρήση
Οι συλλογές θα πρέπει ακόμα να είναι προσιτές σε άτομα με αναπηρίες και να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με άλλες τεχνολογίες προσαρμογής. Η έννοια του προσιτού αναλύεται σε τρία επιμέρους χαρακτηριστικά: διαθεσιμότητα, ευκολία χρήσης και προσβασιμότητα.

Διαθεσιμότητα σημαίνει ότι η συλλογή είναι προσβάσιμη και ανοικτή για χρήση από κάθε εξουσιοδοτημένο χρήστη. Αυτό σημαίνει ότι οι συλλογές θα πρέπει να είναι προσβάσιμες μέσω Web, χρησιμοποιώντας τεχνολογίες που είναι ευρέως γνωστές στην κοινότητα των επιθυμητών χρηστών. Η λειτουργία τους θα πρέπει να είναι αδιάλειπτη και όσο γίνεται πιο κοντά στο πρότυπο του 24/7 κάτι που επηρεάζει σαφώς τις απαιτήσεις για ασφάλεια και συντήρηση των συστημάτων.

Η διαθεσιμότητα δεν υπαγορεύει απαραίτητα τη δωρεάν και απεριόριστη χρήση όλου του υλικού. Η χρέωση για τη χρήση και ο περιορισμός της πρόσβασης μπορεί να ενδείκνυνται -ή και να είναι απολύτως απαραίτητοι- σε κάποιες περιπτώσεις. Η διαθεσιμότητα απαιτεί πάντως μια προσπάθεια να γίνει το υλικό διαθέσιμο σε όσους τους δυνατόν περισσότερους χρήστες, χωρίς περιττούς περιορισμούς.

Οσον αφορά την ευκολία χρήσης, τίθεται συχνά το θέμα του συμβιβασμού της λειτουργικότητας προκειμένου το υλικό να είναι προσβάσιμο από το ευρύτερο κοινό. Η χρονική στιγμή κατά την οποία θα προστεθούν νέες λειτουργικότητες θα πρέπει να προσδιορίζεται σε συνάρτηση με το πόσοι νέοι δυνητικοί χρήστες θα είναι ικανοί να τις χρησιμοποιήσουν και πόσοι θα το θεωρήσουν εμπόδιο.

Οι απαιτήσεις για bandwidth αποτελούν άλλον ένα προβληματισμό καθώς κάποια formats ή διεπιφάνειες ενδέχεται να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν από χρήστες με συνδέσεις χαμηλής ταχύτητας. Οι ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την ταχύτητα της σύνδεσης και την εκδοχή του browser θα πρέπει να περιλαμβάνονται στη γενική περιγραφή της συλλογής.

Για συλλογές ευρείας πρόσβασης, τόσο οι ιστοσελίδες και φόρμες αναζήτησης, όσο και τα μεταδεδομένα και οι ψηφιακές απεικονίσεις των αντικειμένων της συλλογής, θα πρέπει να δοκιμάζονται σε διαφορετικούς browsers -και στις διαφορετικές εκδοχές του ίδιου browser.

Επιπλέον, επειδή τα διαφορετικά λειτουργικά συστήματα υποστηρίζουν διαφορετικές εντολές για το χειρισμό της πληροφορίας που προβάλλεται στην οθόνη (π.χ. την επιλογή πολλαπλών στοιχείων από ένα drop down menu), οι δοκιμές θα πρέπει να περιλαμβάνουν τα λειτουργικά των Windows, των Mac και των Linux που έχουν κυκλοφορήσει κατά τα τρία τελευταία χρόνια. Τέλος, οι δοκιμές θα πρέπει να περιλαμβάνουν και διαφορετικές πιθανές αναλύσεις οθόνης, την πιστότητα στην απόδοση των χρωμάτων, τη σωστή προβολή των μη λατινικών χαρακτήρων και την απόδοση του XML.


5. Μία σωστή συλλογή σέβεται τα πνευματικά δικαιώματα
Η πολιτική ανάπτυξης της συλλογής θα πρέπει να ακολουθεί την εταιρική πολιτική όσον αφορά τα πνευματικά δικαιώματα ή/και να εντάσσει αρχές και πολιτικές σχετικά με θέματα πνευματικών δικαιωμάτων.

Το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων θα πρέπει να εξετάζεται από πολλές διαφορετικές προοπτικές:
• ποια τα δικαιώματα που διατηρούν οι δημιουργοί των πρωτότυπων υλικών;
• ποιες οι άδειες και τα δικαιώματα των υπεύθυνων ανάπτυξης της συλλογής για την ψηφιοποίηση του περιεχομένου και τη διάθεσή του;
• ποια τα δικαιώματα που εκχωρούνται στους χρήστες της ψηφιακής συλλογής όσον αφορά τη μελλοντική χρήση του υλικού;

Το θέμα της διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων διευκολύνεται σημαντικά μέσα από την τήρηση σωστών αρχείων. Οι υπεύθυνοι διαχείρισης συλλογών θα πρέπει να διατηρούν ένα συνεπές αρχείο των κατόχων δικαιωμάτων (συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων επαφής, όποτε αυτό είναι δυνατό) και των αδειών που έχουν εκχωρηθεί για χρήση του σχετικού υλικού.

Στενά συνδεδεμένη με τη διαχείριση των δικαιωμάτων είναι η έννοια της αξιολόγησης κινδύνου. Κι αυτό επειδή το θέμα των δικαιωμάτων σπάνια είναι ξεκάθαρο και η πολιτική που εφαρμόζεται τελικά αποτελεί περισσότερο θέμα διαχείρισης κινδύνου, παρά μια απόλυτη επιλογή μεταξύ λάθους και σωστού. Η γνωστοποίηση της πολιτικής περί πνευματικών δικαιωμάτων, αναρτημένη σε εμφανές σημείο του web portal της συλλογής, μπορεί να ξεκαθαρίσει τους λόγους για τους οποίους αυτή καταστεί έργα αγνώστου προέλευσης διαθέσιμα στο ευρύ κοινό.

6. Μια σωστή συλλογή διαθέτει μηχανισμούς παροχής στοιχείων σχετικά με τη χρήση και τη μέτρηση της χρησιμότητάς της
Οι ψηφιακές συλλογές θα πρέπει να υπόκεινται σε περιοδική αξιολόγηση προκειμένου να παρακολουθείται η χρήση τους, να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας που παρέχουν, να αποτιμάται η απόδοση στην επένδυση, να ενημερώνονται οι εξελίξεις στη συλλογή και να υποστηρίζονται τα αιτήματα για περαιτέρω χρηματοδότηση. Τα κριτήρια, οι μέθοδοι και οι μετρικές για την αξιολόγηση των συλλογών θα ποικίλουν ανάλογα με τους στόχους της συλλογής και το σκοπό της αξιολόγησης.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση των συλλογών βιβλιοθηκών οι οποίες ψηφιοποιούνται προκειμένου να υποστηρίζουν καλύτερα τη διδασκαλία και τη μάθηση, οι διαδικασίες αξιολόγησης θα πρέπει να εστιάζουν στον εκπαιδευτικό αντίκτυπο των συλλογών αυτών. Για την αξιολόγηση της χρησιμότητας μιας συλλογής θα πρέπει να χρησιμοποιείται μια ποικιλία από μεθόδους. Η παρατήρηση, οι έρευνες, τα  focus groups, οι συνεντεύξεις, τα case studies και η ανάλυση του log των συναλλαγών είναι κάποιοι από τους τρόπους που έχουν χρησιμοποιήσει ψηφιακές βιβλιοθήκες για να αξιολογήσουν την έκταση και την ευκολία της χρήσης. Κάθε μέθοδος έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.

Προκειμένου να δημιουργηθεί μια ξεκάθαρη εικόνα της αξίας μια ψηφιακής συλλογής θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: «Ποιος χρησιμοποιεί τι, πώς και γιατί;» Η αξιολόγηση -και η τεκμηριωμένη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα- προϋποθέτει συνήθως το συνδυασμό διαφορετικών μεθόδων και μετρήσεων.

Η χρήση της συλλογής συνήθως συνδέεται στενά με το περιεχόμενο, τη λειτουργικότητα, την ευκολία χρήσης και πρόσβασης αυτής. Η αξιολόγηση είναι μια συνεχής διαδικασία. Τα αποτελέσματα κάθε κύκλου αξιολόγησης θα πρέπει να καθοδηγούν το σχεδιασμό και τη βελτίωση της ψηφιακής συλλογής.

7. Μια σωστή συλλογή είναι βιώσιμη σε βάθος χρόνου
Οι ψηφιακές συλλογές οι οποίες περιλαμβάνουν αντικείμενα μακροπρόθεσμης αξίας θα πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή υποστήριξη και αρχειοθέτηση, ώστε να διασφαλίζεται η πρόσβαση σε αυτά. Το θέμα της βιωσιμότητας θα πρέπει να τίθεται από οργανωτικής, οικονομικής και τεχνικής άποψης. Η διοίκηση θα πρέπει να έχει μια ξεκάθαρη κατανόηση των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων που συνεπάγεται η διατήρηση μιας ψηφιακής συλλογής και να δεσμεύεται για την κάλυψή τους. Η υποστήριξη της συλλογής απαιτεί, ενδεχομένως, διαφορετικές δεξιότητες και πόρους απ’ ότι η αρχική διαδικασία ψηφιοποίησής της.

Κάποια από τα χαρακτηριστικά της συνεχούς συντήρησης περιλαμβάνουν τη διατήρηση της λειτουργικότητας των μηχανισμών πρόσβασης, την καταχώρηση και το «νοικοκύρεμα» των δεδομένων, τη συγκέντρωση στατιστικών και την παροχή κάποιου επιπέδου υποστήριξης χρηστών. Περιλαμβάνουν ακόμα τις λειτουργίες αναβάθμισης των servers και του λογισμικού του λειτουργικού συστήματος, της διατήρησης της ασφάλειας των servers και τη διασφάλιση της αποκατάστασης των εφαρμογών και των δεδομένων μέσα από backups.

Ειδικά οι συλλογές που ψηφιοποιούνται με ειδική χρηματοδότηση θα πρέπει να διαθέτουν ένα πλάνο για τη συνεχιζόμενη διαθεσιμότητα, συντήρηση και υποστήριξη τους -πέρα από την περίοδο που θα τελούν υπό χρηματοδότηση.


Ψηφιοποιήστε με νόημα
Η ολοκλήρωση ενός σωστού έργου ψηφιοποίησης προϋποθέτει το συνδυασμό των σωστών ανθρώπων, διαδικασιών και εργαλείων. Θα πρέπει ακόμα να γίνεται αντιληπτό ότι ένα τέτοιο έργο δεν ολοκληρώνεται με την ψηφιοποίηση και μόνο των αντικειμένων που απαρτίζουν μια συλλογή αλλά απαιτεί συνεχή εργασία για τη διατήρησή τους σε λειτουργική κατάσταση. Αυτό σημαίνει ακόμα ότι μια ενέργεια ψηφιοποίησης θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διασφάλιση της χρηματοδότησης τόσο της δημιουργίας, όσο και της συντήρησης του ψηφιοποιημένου αρχείου.

Τα βασικά «ψηφία» της ψηφιοποίησης
Προκειμένου ένα έργο ψηφιοποίησης να είναι πετυχημένο, θα πρέπει να περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία:
1. Αναλυτικό σχεδιασμό και προγραμματισμό
2. Επαρκές προσωπικό, με ικανοποιητική προηγούμενη εμπειρία
3. Τήρηση των βέλτιστων πρακτικών του Project Management
4. Πρόβλεψη για μηχανισμούς αξιολόγησης
5. Προβολή και γνωστοποίηση της διαδικασίας και του αποτελέσματος της πρωτοβουλίας ψηφιοποίησης
6. Συνυπολογισμό ολόκληρου του κύκλου ζωής της ψηφιακής συλλογής, καθώς και των σχετιζόμενων υπηρεσιών.

Οι ενεργειακές ανάγκες αλλάζουν τα μοντέλα διανομής

Η Ενωση Εταιρειών Λιανικής Πώλησης Ενέργειας της Βρετανίας, η οποία εκπροσωπεί τους μεγαλύτερους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά την απόφαση του Department for Energy and Climate Change για την τοποθέτηση έξυπνων μετρητών σε κάθε σπίτι μέχρι το τέλος του 2020. Η ιταλική Enel έχει εγκαταστήσει ήδη περισσότερους από 20 εκατομμύρια έξυπνους μετρητές με ένα έργο που ξεκίνησε το 2000 και ολοκληρώθηκε το 2005.

Ανάλογες ανακοινώσεις έχουν γίνει σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Σε πολλές από αυτές, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, λειτουργούν ήδη έργα για τη χαμηλή τάση, σε πλήρη ανάπτυξη η πιλοτική φάση. Σε μεγάλους καταναλωτές μέσης τάσης, η εμπορική διάθεση με μεταβλητό τιμοκατάλογο έχει ήδη ξεκινήσει με  περισσότερους από 6.000 μετρητές της ΔΕΗ να βρίσκονται σε λειτουργία.

Η εικόνα αναμένεται να αλλάξει ακόμα περισσότερο τα ερχόμενα χρόνια. Βάσει του σχεδίου Νόμου «Μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση, ενεργειακές υπηρεσίες και άλλες διατάξεις» που τέθηκε σε διαβούλευση από το υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, οι έξυπνοι μετρητές ηλεκτρικού ρεύματος και κατανάλωσης φυσικού αερίου θα είναι υποχρεωτικοί σε νέες κτηριακές κατασκευές.

Σύμφωνα με το σχέδιο Νόμου, οι φορείς που έχουν την ευθύνη εγκατάστασης, λειτουργίας και συντήρησης μετρητών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, για οικιακή κατανάλωση, θα πρέπει να παρέχουν στους τελικούς καταναλωτές ατομικούς μετρητές που αντικατοπτρίζουν την πραγματική ενεργειακή τους κατανάλωση και παρέχουν πληροφορίες για τον πραγματικό χρόνο χρήσης.

Ο καταναλωτής γίνεται πηγή δεδομένων για τον πάροχο
Οι μετρητές που θα αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά ρολόγια, θα τοποθετούνται στο εσωτερικό της οικίας και όχι εξωτερικά στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Και αυτό διότι δεν θα χρειάζεται πλέον να είναι προσβάσιμοι από τα συνεργεία της ΔΕΗ και τους εξωτερικούς εργολάβους για την καθιερωμένη καταμέτρηση, καθώς με την εγκατάστασή τους σταματά το σημερινό καθεστώς ελέγχου των ρολογιών και έκδοσης «έναντι» λογαριασμών.

Κάθε μετρητής θα αποστέλει αυτόματα τα στοιχεία της κατανάλωσης του κατόχου του σε ένα κεντρικό σύστημα της ΔΕΗ για επεξεργασία. Η αποστολή των δεδομένων είναι πολύ πιθανό να γίνει μέσω του δικτύου κινητής τηλεφωνίας, το οποίο σήμερα είναι το μόνο που εξασφαλίζει ευρεία κάλυψη και το απαραίτητο επίπεδο ασφάλειας.

Ο πελάτης θα μπορεί ανά πάσα στιγμή κοιτάζοντας στην οθόνη του μετρητή να γνωρίζει τι καταναλώνει. Ετσι, σε συνδυασμό με ένα μεταβλητό τιμολόγιο θα μπορεί να αποφασίσει ποια είναι η καλύτερη στιγμή για να κάνει τις περισσότερο ενεργοβόρες εργασίες.

Αν και το στάδιο αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα στην ενεργειακή διαχείριση, τα οφέλη πολλαπλασιάζονται με την αξιοποίηση των δεδομένων στον τομέα της αγοράς – παραγωγής και διανομής ενέργειας. Στο σύστημα διαχείρισης ενέργειας της ΔΕΗ εισρέουν καθημερινά ποσότητες ενέργειας, οι οποίες προέρχονται από δική της παραγωγή ή παραγωγή τρίτων.

Κάθε ένα από αυτά τα «φορτία» ενέργειας μπορεί να έχει προέλθει από διαφορετική παραγωγική διαδικασία, όπως εργοστάσια καύσης λιγνίτη, εργοστάσια καύσης φυσικού αερίου, υδροηλεκτρικά εργοστάσια και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Κάθε φορτίο έχει διαφορετικό μέγεθος και διαφορετικό κόστος αγοράς. Επομένως, μπορούμε να φανταστούμε πόσο σημαντικό θα ήταν για τη ΔΕΗ να γνωρίζει σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή ποια είναι η βέλτιστη λύση όσον αφορά το κόστος και την ποσότητα για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες των πελατών της.

Και αφού έχουμε ανοίξει το παράθυρο της φαντασίας μας, γιατί να μην φανταστούμε ένα επόμενο στάδιο, στο οποίο οι παραγωγοί ενέργειας ανταλλάσσουν μεταξύ τους φορτία που έχουν στην κατοχή τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους και με ελάχιστη παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό που μόλις περιγράψαμε δεν είναι φανταστικό σενάριο, αλλά μια πραγματικότητα προς την οποία βαδίζουν ήδη αρκετές χώρες σε όλον τον κόσμο.


Το Smart Grid θα είναι ένα Internet ενέργειας
Για έναν έλληνα καταναλωτή η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ήταν μέχρι και το 2010 σαν ένα σουπερμάρκετ με ένα μόνο προϊόν στα ράφια. Αν και υπάρχουν εκατοντάδες πάροχοι ενέργειας και αρκετοί διαφορετικοί τρόποι για παραγωγή ενέργειας, στην πλειοψηφία τους οι καταναλωτές αγοράζουν ρεύμα από τη ΔΕΗ.
Πρόσφατα, η εμφάνιση στην αγορά της εταιρείας Verbund διπλασίασε τα προϊόντα στο ράφι, χωρίς όμως να αλλάξει τα δεδομένα στη διανομή, καθώς η ενέργεια της Verbund φτάνει στον καταναλωτή μέσω του δικτύου της ΔΕΗ και περνά από το μετρητή της ΔΕΗ.

Η προσπάθεια του κράτους για επιδότηση της αγοράς φωτοβολταϊκών συστημάτων είναι πιθανό να δημιουργήσει και μια τρίτη επιλογή, η οποία μάλιστα αλλάζει και το μοντέλο διαχείρισης για τον καταναλωτή. Ο καταναλωτής που θα εγκαταστήσει ένα φωτοβολταϊκό σύστημα ίσως μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην ενέργεια που αυτό παράγει ή ίσως χρειαστεί να διατηρήσει ένα υβριδικό μοντέλο, αγοράζοντας ρεύμα και από κάποιο πάροχο.

Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, το μοντέλο για τον καταναλωτή είναι αρκετά απλό και ένα smart meter μπορεί να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της σχέσης με τον πάρχο. Ωστόσο, σε επίπεδο παρόχου, ο οποίος εκτός από ηλεκτρική ενέργεια δικής του παραγωγής αγοράζει ρεύμα και από αρκετούς διαφορετικούς προμηθευτές, η επιλογή της σωστής ποσότητας ενέργειας, στη σωστή στιγμή και με την καλύτερη τιμή χρειάζεται την υποστήριξη έξυπνων συστημάτων μέτρησης και λογισμικού.

Η επιτυχία ενός λογισμικού διαχείρισης αγοράς, πώλησης και αποθήκευσης ενέργειας, εξαρτάται άμεσα από την «πυκνότητα» του δικτύου των πηγών που μπορούν να ανταλλάξουν ενέργεια και άρα είναι μεταξύ τους διασυνδεδεμένες. Αυτή πρακτικά είναι η φιλοσοφία στην οποία βασίζεται η λειτουργία του Internet. «Εξυπνοι» δρομολογητές αποφασίζουν με ορισμένα κριτήρια, για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει ένα πακέτο δεδομένων για να φτάσει στον προορισμό του τόσο σύντομα όσο είναι απαραίτητο.

Σήμερα, η λειτουργία Smart Grids είναι ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο, ακόμα και σε προηγμένες τεχνολογικά χώρες και για αυτό δεν ευθύνεται η απουσία των έξυπνων λογισμικών, αλλά το τεράστιο κόστος δημιουργίας δικτύων και μηχανισμών αποθήκευσης.

Τα απομονωμένα από το δίκτυο της ΔΕΗ ελληνικά νησιά θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πεδίο εφαρμογής πιλοτικών έργων Smart Grid. Ο ανεξάρτητος από το χερσαίο δίκτυο πάροχος του νησιού θα μπορούσε σχετικά εύκολα να συγκεντρώσει πάνω του την ενέργεια που παράγει από ορυκτά καύσιμα και ανανεώσιμες πηγές και την ενέργεια που είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν άλλοι παραγωγοί στο νησί κυρίως μέσω ΑΠΕ. Στη συνέχεια θα διένεμε την ενέργεια στους καταναλωτές, οι οποίοι εφοδιασμένοι στο σύνολό τους με smart meters θα επέστρεφαν δεδομένα στο σύστημα, ώστε να ρυθμίσει καλύτερα την προσφορά και τη ζήτηση.

Το σενάριο του Smart Grid γίνεται περισσότερο ενδιαφέρον, αν φανταστούμε ότι ο κάθε καταναλωτής θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και παραγωγός. Ο Jeremy Rifkin στο βιβλίο του «Η εποχή του Υδρογόνου» κάνει λόγο για κυψέλες υδρογόνου, οι οποίες θα είναι εφικτό να παράγουν ενέργεια που καλύπτει με χαμηλό κόστος τις ανάγκες του κάθε σπιτιού και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να περισσεύει. Ετσι σε ένα απόλυτα «πυκνό» σύστημα, ο καθένας θα μπορεί να «πουλάει» ενέργεια στο γείτονά του ή στο κεντρικό σύστημα.

Αν σκεφτούμε ποιες είναι οι αλλαγές που δημιούργησε το Internet στον κόσμο της πληροφορίας, μπορούμε να φανταστούμε ποιες είναι οι αλλαγές που θα δημιουργούσε ένα τέτοιο δίκτυο στον κόσμο της ενέργειας.