Εδώ και δεκαετίες, οι επιχειρήσεις αναζητούν την ιδανική λύση για την τακτοποίηση της πληροφορικής τους υποδομής. Η βιομηχανία τους κάνει μια νέα πρόταση με τις λύσεις HCIS.

Σεπτέμβριος του 2010. Παραπάνω από 1000 άτομα είμαστε συγκεντρωμένοι στην κύρια αίθουσα του συνεδριακού κέντρου Moscone και περιμένουμε τον Larry Ellison να ανοίξει και επίσημα με την ομιλία του τις εργασίες του Open World Conference. Πάνω στη σκηνή ένας υποφωτισμένος αρχικά μεταλλικός κύβος με διάσταση περίπου 1,5 μέτρο αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν η σημαντικότερη ανακοίνωση της Oracle για εκείνη τη χρονιά.

Ήταν η πρώτη επίσημη παρουσίαση του Exalogic, ενός συστήματος που συνδύαζε επεξεργαστική ισχύ, αποθηκευτικό χώρο και δικτυακό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με λογισμικό που επέτρεπε στον χειριστή να κατανέμει και να ελέγχει τους πόρους ανάλογα με τις ανάγκες της εφαρμογής ή των εφαρμογών. Μια δεύτερη έκπληξη της παρουσίασης ήταν η πρόταση του Elisson, οι πελάτες να χρησιμοποιήσουν ως βασικό λειτουργικό του συστήματος μια διαμορφωμένη έκδοση του Oracle Linux OS, το οποίο ήταν βασισμένο στο φημισμένο τότε Red Hat.

Στην ομιλία του ο CEO της Oracle είχε υποσχεθεί μέχρι και 20% καλύτερες επιδόσεις από τον ανταγωνισμό, θεωρώντας ως ανταγωνισμό και τα blended συστήματα, αλλά και τα συστήματα που είχαν τη σφραγίδα του ίδιο κατασκευαστή, όπως για παράδειγμα της IBM ή της HP, με την οποία εκείνη την περίοδο η Oracle ήταν στα μαχαίρια γιατί είχε προσλάβει ένα πρώην βασικό στέλεχος της, τον Mark Hurd.

Η πρόταση της Oracle ήταν δελεαστική, αλλά και δεσμευτική παράλληλα. Τα μέσα ενημέρωσης αναφέρθηκαν συχνά στην πολύ στενή σχέση που δημιουργείται μεταξύ αγοραστή και κατασκευαστή ως αποτέλεσμα της αγοράς ενός τόσο κλειστού συστήματος. Επί σειρά ετών τα οικονομικά αποτελέσματα του τομέα servers της Oracle, μεταξύ των οποίων και αυτά του 2017, στην οποία περιλαμβάνονται τα συστήματα Exalogic και Exadata δείχνουν ότι οι αγοραστές δεν ήταν αρκετά έτοιμοι να αποδεχτούν μια τόσο σφιχτή δέσμευση. Ωστόσο, το αρχικό όραμα της Oracle δεν ήταν άστοχο. Οι αγοραστές επιθυμούν ένα ενοποιημένο σύστημα, του οποίου τους πόρους θα μπορούν να ελέγχουν από μια “κεντρική κονσόλα”, αλλά με την προϋπόθεση ότι ο προμηθευτής του συστήματος θα έχει στη σύμβασή του την επιλογή “bring your onw hardware”.

Hyperconvergence, 8 χρόνια μετά
Η έρευνα της Gartner “Software-Based Hyperconver-gence allows more agility for deployments” περιγράφει τα Hyperconverged Integrated Systems (HCISs) ως δομές που ενοποιούν servers, networking και storage με την υποστήριξη λογισμικού, χωρίς όμως όλα τα παραπάνω δομικά στοιχεία να προέρχονται απαραίτητα από τον ίδιο κατασκευαστή. Σύμφωνα με την έρευνα, η εν λόγω αγορά διαμορφώθηκε το 2016 στα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια και αναμένεται να φτάσει τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2020. Στην άλλη όχθη, όπου βρίσκονται τα λιγότερο ευέλικτα συστήματα και ηγέτες της αγοράς η οποία ξεπερνά ήδη τα 25 δισεκατομμύρια δολάρια και αναμένεται να φτάσει από 90 έως 130 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2020, είναι οι εταιρείες VMware, Dell EMC, IBM και Microsoft.

Αν θεωρήσουμε ότι οι δύο προβλέψεις είναι εξίσου αξιόπιστες, είναι αναμενόμενο να αναρωτηθούμε γιατί τελικά οι εταιρείες θα συνεχίσουν να προτιμούν τις vendor-specific software – defined data center λύσεις σε σχέση με τις HCIS. Μια δεύτερη έρευνα της Gartner με τίτλο “Survey Analysis: Software – Defined Data Center and Hyperconverged adoption” περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Η έρευνα αυτή βασίστηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις με στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων και μεταξύ άλλων συμπερασμάτων, φανερώνει ότι οι συμμετέχοντες θεωρούν ότι πλέον οι επιλογές HCISs είναι αρκετά ώριμες και έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν τα λειτουργικά έξοδα σε σχέση με τα SDDCs.

Επομένως μένει να υποθέσουμε ότι κάποιες ανησυχίες, οι οποίες δεν αποτυπώνονται στις έρευνες, στρέφουν τελικά τους αγοραστές σε επιλογές που είναι λιγότερο ευέλικτες όσον αφορά την επιλογή των δομικών στοιχείων.

Αναζητώντας τους βαθύτερους φόβους
Αναζητώντας επιτυχημένα case studies συστημάτων HCIS δε θα βρούμε υλοποιήσεις που αξιοποιούν πολλές χιλιάδες επεξεργαστές και αρκετά petabytes μάχιμων δεδομένων. Επομένως, όπως φαίνεται δεν υπάρχουν ακόμα λύσεις για τα δύσκολα έργα. Ανάλογα ζητήματα έχουν διαπιστωθεί και στο επίπεδο του network, όπου δεν επιτυγχάνονται ακόμα οι υψηλές επιδόσεις που απαιτούν κάποιες εφαρμογές.


Ωστόσο, η σημαντικότερη ανησυχία ήταν και συνεχίζει να είναι αυτή που είχε προβλέψει ο Larry Ellison όταν παρουσίασε για πρώτη φορά τα συστήματα Exalogic. Στην περίοδο που διανύουμε, η αρχή της οποίας θα μπορούσε να είναι και πριν από το 2010, οι CIOs βλέπουν τη ζυγαριά του ρόλου τους να γέρνει προς την πλευρά του επιχειρηματικού συμβούλου αντί αυτή του τεχνικού εμπειρογνώμονα. Τα τμήματα της επιχείρησης ζητούν υψηλές επιδόσεις και διαθεσιμότητα των πόρων ανελλιπώς, χωρίς να νοιάζονται αν η προμήθεια των συστημάτων που τους παρέχουν έχει γίνει από μια ή δέκα εταιρείες. Παράλληλα, η διοίκηση απαιτεί από το CΙΟ να της φωτίζει περιοχές, όπου είναι πιθανό να βρίσκονται ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και όλα αυτά χωρίς να υπερβαίνει τα όρια του προϋπολογισμού που έχει οριστεί για τεχνολογικές επενδύσεις. Είναι λογικό λοιπόν, σε αυτήν την περίοδο, ο CIO να αναζητά λύσεις που έχουν αποδείξει τη αδιάλειπτη λειτουργία τους, να προτιμά ένα συμβόλαιο που αναθέτει όλη την ευθύνη της φροντίδας του εξοπλισμού και του λογισμικού σε μια εταιρεία και να επιλέγει λύσεις που δεν κρύβουν εκπλήξεις στα ετήσια έξοδα τους.

Ενώ λοιπόν εταιρείες, όπως οι HTBase, Stratoscale και Pivot3 προσφέρουν δελεαστικές λύσεις, η αδυναμία τους να υποστηρίξουν με τις συμβάσεις που υπογράφουν το hardware κομμάτι της λύσης, δημιουργεί συχνά ανησυχία στους αγοραστές. Ανησυχία όμως δημιουργούν και οι δεσμευτικές λύσεις που πρότειναν μέχρι πρότινος οι μεγάλοι κατασκευαστές. Για τους δεύτερους ήταν ευκολότερο να ρίξουν νερό στο κρασί τους και πλέον εταιρείες, όπως οι Cisco, Dell EMC και HPE, προσφέρουν HCIS λύσεις, επιτρέποντας στον αγοραστή να διαμορφώσει σε αρκετά σημεία τη σύμβασή του. Συνεχίζουν όμως να υπάρχουν και κατασκευαστές, όπως η Microsoft, που θεωρούν ότι η ευελιξία στην επιλογή public cloud δεν είναι προς όφελος του αγοραστή, ο οποίος είναι πιο ασφαλής αν δεθεί με το Microsoft Azure.

O Ι&O Manager δίνει συχνά το πράσινο φως
Ο ρόλος του infrastructure and operations Manager, όπως θα διαπιστώσουμε εκτενώς και στο συνέδριο που διοργανώνει η BOUSSIAS στις 31 Μαΐου, είναι πλέον πιο κοντά σε αυτόν του τεχνικού εμπειρογνώμονα, καλύπτοντας το κενό που αφήνουν οι άλλες υποχρεώσεις του CIO.

Σε πολλά forums και groups, οι I&O Managers ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με τους συνδυασμούς που προτείνουν οι προμηθευτές HCIS λύσεων, εστιάζοντας σε θέματα όπως αυτό της ανοιχτής αρχιτεκτονικής και τις ευελιξίας που προσφέρει το λογισμικό ελέγχου. Όπως διαπιστώνουμε, διαβάζοντας κάποιες από αυτές τις συζητήσεις, ένας καθοριστικός παράγοντας σχετικά με την ευελιξία ενός συστήματος, είναι το λογισμικό. Το hardware τις περισσότερες φορές είναι αρκετά ευέλικτο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε διαφορετικές εφαρμογές. Όμως το πως το λογισμικό θα αξιοποιήσει τα θετικά στοιχεία διαφορετικών επιλογών hardware και θα αμβλύνει τα λιγότερο ισχυρά χαρακτηριστικά είναι καθαρά θέμα λογισμικού. Ένας δεύτερος παράγοντας ανησυχίας που επίσης απασχολεί κατά κύριο λόγο τους I&O Managers είναι ο κύκλος ζωής των διαφορετικών hardware που συμμετέχουν στο σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται αρκετά διλήμματα, όπως για παράδειγμα το μείγμα SSDs και HDDs, το QoS της δικτυακής υποδομής και τα SLAs σε περίπτωση που οι λύσεις συμπεριλαμβάνουν ανοίγματα στον κόσμο του public cloud.

Η αγορά του HCIS δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμη και επομένως, δεν υπάρχει ένα σύστημα αναφοράς συνδυασμών που προσφέρουν τη βέλτιστη επίδοση και διαθεσιμότητα. Η όλη εικόνα θυμίζει αρκετά την αγορά των PCs στην Ελλάδα τη δεκαετία του 90, τα οποία ανάλογα με τα εξαρτήματα που επέλεγαν οι κατασκευαστές διέφεραν σημαντικά σε επιδόσεις και αξιοπιστία. Στο τέλος της διαδρομής, καθοριστικός παραμένει ο παράγοντας του κόστους κτήσης. Σύμφωνα με τη Gartner, σε συστήματα που βρίσκονται στην ανώτερη κλίμακα των data center, η διαφορά τιμής προς όφελος μιας HCIS λύσης μπορεί να είναι μέχρι και 10 φορές χαμηλότερη. Όσο χαμηλώνει η κλίμακα, το χάσμα μικραίνει. Από την άλλη, σε μη-HCIS λύσεις, η επιχείρηση μπορεί να έχει τις περισσότερες φορές ένα πλάνο επένδυσης πενταετίας, ενώ στις HCIS λύσεις είναι δυσκολότερο να υλοποιηθεί ένα αντίστοιχο πλάνο. Δεδομένου ότι βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της πορείας, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιοι είναι οι παράγοντες που θα διαμορφώσουν την αγορά. Σύμφωνα με τη Gartner, οι HCIS λύσεις θα έχουν περισσότερη εφαρμογή στα μικρά και μεσαία data center, ενώ οι επιχειρήσεις που στοχεύουν σε μεγαλύτερες υλοποιήσεις θα συνεχίσουν να δείχνουν προτίμηση στις SDDC επιλογές. Δεδομένου ότι στην κλίμακα των αγοραστών δεν υπάρχει μόνο μαύρο και άσπρο, είναι αναμενόμενο ότι και από τις δύο κατηγορίες θα υπάρχουν “διαρροές”, οι οποίες κατά την εκτίμησή μας έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.