Αρκετοί CIOs, όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που σχετίζονται με τα budgets, προτιμούν να αποφεύγουν την αγορά νέων servers και να στρέφονται σε εναλλακτικές λύσεις, όπως είναι η επέκταση του κύκλου ζωής των servers και των αδειών χρήσης λογισμικού. Ωστόσο, πολλές φορές αυτή η στρατηγική “buy-and-hold” δεν φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Πηγές: IDC, Gartner

Η επέκταση του ωφέλιμου κύκλου ζωής των servers μπορεί να μεταθέσει στο μέλλον το κόστος για την απόκτηση νέων συστημάτων, ωστόσο, αν η μετάβαση στις νέες τεχνολογίες καθυστερήσει πολύ, τότε θα έρθει η στιγμή όπου τα υπάρχοντα συστήματα θα υστερούν αισθητά σε επιδόσεις σε σχέση με αυτά που κυκλοφορούν στην αγορά, ενώ θα έχουν και ένα σημαντικά μεγαλύτερο λειτουργικό κόστος. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός, ότι οι επιδόσεις των επεξεργαστών υπερδιπλασιάζονταν κάθε χρόνο, οδηγώντας σε τακτικά διαστήματα στην κυκλοφορία νέων συστημάτων που προσφέρουν βελτιωμένες επιδόσεις.

Ωστόσο, μια τακτική “buy-and-hold” μπορεί να αυξήσει το κόστος ενός data center. Και αυτό μπορεί να γίνει για πολλούς λόγους: * Το κόστος υποστήριξης του hardware αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, ενώ οι επιδόσεις υστερούν κατά πολύ σε σχέση με τις τρέχουσες γενεές servers. * H ενεργειακή αποτελεσματικότητα δεν είναι τόσο αποτελεσματική στους παλιούς servers, οδηγώντας στην αύξηση του κόστους ισχύος/ψύξης τα τελευταία χρόνια του κύκλου ζωής ενός server. * Οι εφαρμογές και το λογισμικό συστήματος τρέχουν σε παλιότερες εκδόσεις και η ασφάλεια χρειάζεται, πιθανόν, περισσότερο προσοχή. Αν το λογισμικό ενός συστήματος βρίσκεται στο τέλος ζωής του ενδέχεται να μην παρέχονται γι’ αυτό patches ασφάλειας, αφήνοντας τα συστήματα απροστάτευτα. Αυτό σημαίνει ότι μετά από πέντε χρόνια χρήσης το κόστος αντικατάστασης διογκώνεται. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της IDC, τα ποσοστά αστοχίας αρχίζουν να αυξάνονται, για τους servers μόλις διαβούν τον τέταρτο χρόνο ζωής τους – και για όλο το υπόλοιπο χρόνο λειτουργίας τους. Από την άλλη, το ROI μετά την αναβάθμιση των συστημάτων ξεπερνά το 150% μέσα σε τρία χρόνια. Σημαντικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι η αρχική επένδυση για την αναβάθμιση της τεχνολογίας επιστρέφει σε λιγότερο από ένα χρόνο (11,7 μήνες).

Αναβάθμιση σημαίνει …εξοικονόμηση
Αρκετοί οργανισμοί εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να προμηθεύονται τους servers και τον εξοπλισμό του ΙΤ, θεωρώντας ένα μέσο χρόνο απόσβεσης της τάξης των πέντε ετών. Αυτό μεταφράζεται σε ένα ωφέλιμο χρόνο ζωής των servers από 3 έως 7 χρόνια, κάτι που εξαρτάται από τον τύπο της πλατφόρμας, το λειτουργικό σύστημα και τα workloads που χρησιμοποιούνται. Μετά την απόκτηση και την κεφαλαιοποίηση του εξοπλισμού και την έναρξη της περιόδου απόσβεσης, οι περισσότεροι IT Managers αποφεύγουν να κάνουν περαιτέρω αλλαγές, κάτι που οδηγεί σε μια καθυστέρηση στην αναβάθμιση των συστημάτων και στην ανανέωση της τεχνολογίας. Συχνά, οι IT Managers δεν αντικαθιστούν τον εξοπλισμό τους πριν την ολοκλήρωση του κανονικού κύκλου απόσβεσης και όσο το σύστημα λειτουργεί επαρκώς και ικανοποιεί τις απαιτήσεις διαθεσιμότητας.

Αυτή η προσέγγιση στους κύκλους ανανέωσης των servers παραλείπει τη σημαντική εκτίμηση των πραγματικών συνθηκών και των παραγόντων κόστους. Αντ’ αυτού, βασίζεται στο ημερολόγιο για να καθορίσει πότε θα πρέπει να αντικατασταθούν servers ή να «φρεσκαριστούν» με νέες τεχνολογίες. Όσο παραμένουν σε λειτουργία οι servers, οι διαχειριστές του συστήματος ενδέχεται να προβαίνουν σε επανειλημμένες αναβαθμίσεις και ρυθμίσεις τους εξ αρχής για να γίνει εφικτή η υποστήριξη των workloads που προκύπτουν – αντί να κάτσουν να εξετάσουν το κόστος στο σύνολό του. Σε πολλές περιπτώσεις, ο κύκλος των επαναλαμβανομένων upgrades, των security patches και των αυξανόμενων εξόδων υποστήριξης και διαχείρισης μπορεί να επιταχυνθεί με την πάροδο του χρόνου, όταν ο κύκλος ζωής του server ξεπεράσει τα τέσσερα χρόνια.

Οι περιορισμοί κεφαλαίου οδηγούν στην αύξηση του κύκλου ζωής των servers
H IDC καταγράφει στην παγκόσμια αγορά μια τάση για επιμήκυνση του κύκλου ζωής των servers, επισημαίνοντας την καθυστέρηση και την αναβολή εγκατάστασης πολλών midrange και high-end servers, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, η IDC καταγράφει μια αύξηση στις πωλήσεις servers αυτής της κατηγορίας, η οποία προκλήθηκε από ένα κύμα τεχνολογικών αναβαθμίσεων σε όλο το φάσμα των servers. Την ίδια στιγμή, διαφαίνεται μια αύξηση των επενδύσεων σε τεχνολογίες για x86 servers, δημιουργώντας μια μέση ετήσια αύξηση των πωλήσεων servers κοντά στο 95% και μια μέση αύξηση των εσόδων της αγοράς servers κατά 65%. Η αύξηση του τζίρου στην αγορά των servers αντικατοπτρίζει την ύπαρξη ενός τεχνολογικού κύκλου αντικαταστάσεων παλιών συστημάτων. Υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις ότι οι οργανισμοί ΙΤ χρειάζονταν να υιοθετήσουν νέες πλατφόρμες hardware, εκμεταλλευόμενοι παράλληλα το virtualization για τη συγκέντρωση workloads σε λιγότερες πλατφόρμες server, προς χάριν της λειτουργικής αποτελεσματικότητας και μείωσης του κόστους του ΙΤ.

Εστίαση στα λειτουργικά κόστη
Το κίνητρο για τη μείωση των κεφαλαιακών δαπανών είναι μεγάλο και κατανοητό, δεδομένης της πίεσης, στην οποία υπόκεινται τα budgets. Ωστόσο, οι IT Managers χρειάζεται, επίσης, να κατανοήσουν ότι η ανάγκη διευθέτησης του λειτουργικού κόστους (opex) μέσα στο data center είναι εξίσου σημαντική. Αν και οι IT Managers έκαναν μια, όντως, καλή δουλειά όσον αφορά τον περιορισμό των επενδύσεων του ΙΤ σε servers και storage τα τελευταία χρόνια, δεν έχουν καταφέρει να χαλιναγωγήσουν το λειτουργικό κόστος που συνεχίζει να αυξάνεται. Τα κόστη υποστήριξης και διαχείρισης, μαζί με το κόστος ενέργειας/ψύξης, συνεχίζουν, παρομοίως, να αυξάνονται. Το κόστος ενέργειας/ψύξης οκταπλασιάστηκε, ενώ το κόστος υποστήριξης/διαχείρισης τετραπλασιάστηκε. Όπως καταγράφει η IDC στην ίδια της μελέτη, οι ανανεώσεις των servers βοήθησαν τις εταιρείες να διαχειριστούν καλύτερα τα κόστη τους.


Oι νέες τεχνολογίες κάνουν καλό
Η παγκόσμια αγορά servers είναι πολύ ανταγωνιστική. Οι serves συνεχίζουν να παραμένουν ανταγωνιστικοί όσον αφορά την τιμή και τις επιδόσεις τους, αλλά και την ικανότητά τους να υποστηρίξουν και να διαχειριστούν virtualized workloads, όπως και τη δυνατότητά τους να προσφέρουν αξιοπιστία, διαθεσιμότητα και υποστήριξη στο προσωπικό του ΙΤ και στους χρήστες. Για όλους τους vendors, η διαφοροποίηση των προϊόντων τους και η έγκαιρη ανταπόκριση τους στις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές ανάγκες αποτελούν τα κλειδιά για την ικανοποίηση των προσδοκιών των πελατών, όσον αφορά την ανανέωση των προϊόντων που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους. Όπως αναφέρει η IDC, η συνεχιζόμενη αύξηση υπολογιστικής ισχύος, υπερδιπλασιασμός ανά δύο χρόνια, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αποτροπή αγοράς νέου εξοπλισμού και κεφαλαιακών εξόδων αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για τη μείωση των κεφαλαιακών δαπανών απόκτησης νέου εξοπλισμού.

Οι οργανισμοί που πρόκειται να ανανεώσουν τους servers, καλό είναι να προβούν σε μια πλήρη λογιστική υπολογισμού όλων των σχετικών παραγόντων – συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο τα κόστος κεφαλαίου, αλλά και τα κόστη εργασίας, ισχύος/ψύξης και ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτός ο τύπος ανάλυσης μπορεί να προσφέρει καταπληκτικά συμπεράσματα, απεικονίζοντας τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις κόστους για τον κύκλο ζωής ενός server, που μπορεί να αποτελεί πρόκληση για τις κύκλους απόσβεσης του παραδοσιακού ΙΤ. Ένα παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι η αντικατάσταση παλιότερων τεχνολογιών servers που υποστήριζαν συγκεκριμένα workloads για πολλά χρόνια. Η μελέτη της IDC έδειξε ότι όσοι αναβάθμισαν τις τεχνολογίες servers τους μείωσαν πολλά είδη λειτουργικού κόστους. Συμπεριλαμβανόμενου του κόστους του χρόνου που το ΙΤ δαπανά για την υποστήριξη και τη διαχείριση, τα ενεργειακά κόστη ανά workload και τις δαπάνες εγκαταστάσεων.

Ένα ακόμα ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι τα νέα συστήματα servers μπορούν εν γένει να εξυπηρετήσουν περισσότερα workloads από ότι τα παλιότερα, καταλαμβάνοντας, παράλληλα, λιγότερο χώρο μέσα στο data center. Η αναζωογόνηση των υποδομών των servers με νέες τεχνολογίες – και υπολογίζοντας τις δαπάνες απόκτησης servers, του IT προσωπικού και τις δαπάνες ισχύος/ψύξης – μπορεί να μειώσει το opex έως και κατά 33%, σύμφωνα με την IDC. Αντί να αναβάλλεται η απόκτηση νέων servers και η επέκταση του κύκλου ζωής τους (στρατηγική buy-and-hold), οι οργανισμοί που έχουν στενότητα στο budget μπορούν να σκεφτούν την επιλεκτική αναβάθμιση των servers στις νέες, διαθέσιμες, τεχνολογίες στοχεύοντας στα workloads που θα μπορούσαν να επωφεληθούν περισσότερο από τη ενοποίησή τους, συμπεριλαμβανόμενων απαιτητικών workloads που απαιτούν υψηλά επίπεδα διαθεσιμότητας και ασφάλειας.

ΟEM, CM & ODM server vendors
Πριν από 15 χρόνια ήταν φυσιολογικό για τους κυριότερους προμηθευτές servers να έχουν τα δικά τους εργοστάσια για να ελέγχουν κάθε πτυχή της διαδικασίας κατασκευής ενός server, ενώ κάποιοι vendors διάθεταν ακόμα και εγκαταστάσεις για την παραγωγή των cases των servers. Η κατάσταση αυτή άλλαξε τα τελευταία χρόνια, καθώς το έργο παραγωγής των servers το ανέλαβαν κυρίως CMs (Contract Manufacturers), οι οποίοι κατασκευάζουν servers βάσει συμβολαίου για ανταγωνιστικούς μεταξύ τους vendors. Σε αυτή την περίπτωση, οι vendors έχουν τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισης των αποθεμάτων, του ποιοτικού ελέγχου και της κατασκευαστικής διαδικασίας, αναθέτοντας τη συναρμολόγηση και τις εγκαταστάσεις στους CMs. Κατά τα άλλα συνεχίζουν να κατέχουν όλες τις πτυχές που αφορούν το branding, το «go-to-market» και την ευθύνη υποστήριξης. Η έννοια του ODM (Original Design Manufacturer) προέκυψε τα τελευταία χρόνια.

Λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες που έχουν οι OEM κατασκευαστές servers, οι διαφορές ανάμεσα σε ένα OEM κατασκευαστή servers και έναν ODM κατασκευαστή server γίνονται όλο και πιο ασαφής. Οι ODMs, όπως και οι CMs, συχνά κατασκευάζουν τεχνολογικά προϊόντα εκ μέρους άλλων vendors, οι οποίοι θα πουλήσουν αυτά τα προϊόντα τους κάτω υπό το δικό τους brand.Σε αντίθεση με έναν CM, ο ODM κατέχει την πνευματική ιδιοκτησία των προϊόντων. Ωστόσο, όταν διαφορετικοί vendors «αποκτούν» την τεχνολογία από έναν απλό ODM, διατηρούν το brand και την τοποθέτησή τους στην αγορά, παρόλο που η κατοχή της πνευματικής ιδιοκτησίας παραμένει στον ODM. Κατά συνέπεια, η τεχνολογία ανάμεσα στους ODMs και τους άλλους vendors ενδέχεται να είναι ταυτόσημη «εσωτερικά».

Καθώς οι ODMs πουλάνε όλο και πιο συχνά τα προϊόντα τους κάτω υπό το δικό τους brand, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς και στους system builders γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτος. Οι system builders παίρνουν συστατικά από άλλους κατασκευαστές και κτίζουν υπολογιστικά συστήματα, τα οποία πουλούν κατόπιν απευθείας ή μέσω των καναλιών τους. Οι system builders, που συχνά αναφέρονται και ως “white-box vendors”, τυπικά έχουν τη πνευματική ιδιοκτησία, αλλά τα brands τους δεν είναι τόσο γνωστά και ενδέχεται να περιορίζονται σε μια χώρα ή σε εξειδικευμένες αγορές. H αγορά των “white boxes” αναπτύχθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια και εξαπλώθηκε και στους servers, ειδικά στις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και του Ειρηνικού, όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση για οικονομικά προϊόντα, καλύπτοντας τις ανάγκες μιας χώρας ή μιας γεωγραφικής ζώνης.


Ένας server για κάθε φορτίο
Λίγα πράγματα είναι τόσο στενά συνδεδεμένα με τα data centers όσοι οι servers. Μπορεί τόσο το storage όσο και το networking να παίζουν και αυτά ένα κομβικό ρόλο, ωστόσο ο server αποτελεί το σημείο όπου λαμβάνει χώρα η επεξεργασία των δεδομένων. Ως εκ τούτου έχει αρκετό ενδιαφέρον να δει κανείς πώς χαρτογραφείται το σύγχρονο τοπίο της αγοράς servers. Aπό τη μία τα mainframes συνεχίζουν να επωμίζονται ένα δίκαιο ποσό του επιχειρηματικού φόρτου, από την άλλη, οι blade servers και οι microservers δείχνουν ότι είναι ισοδύναμα ικανοί στη διαχείριση μαζικών φορτίων δεδομένων, ειδικά όταν πρόκειται για παράλληλη επεξεργασία πολλαπλών ροών δεδομένων που χαρακτηρίζουν τις μοντέρνες εφαρμογές με «άνοιγμα» στο Web.

Σήμερα, στην αγορά υπάρχει μια πληθώρα από λύσεις μεγάλης, μεσαίας και χαμηλής ισχύος. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες εταιρειών ερευνών της αγοράς, παρατηρείται μια τάση ώθησης στις πωλήσεις των servers. H MarketsandMarkets εκτιμά ότι η αγορά των standard rack servers σχεδόν θα διπλασιαστεί και θα αγγίξει τα 40 δισ. δολάρια έως το τέλος της δεκαετίας, αν και δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο κατά πόσο αυτό θα ωφελήσει τους παραδοσιακούς προμηθευτές servers. Έντονη δραστηριότητα προέρχεται από τους αγοραστές μεγάλης κλίμακας, οι οποίοι δείχνουν να προτιμούν να ψωνίζουν συστήματα από Ασιάτες ODMs (Original Design Manufacturer), στα οποία μπορούν στη συνέχεια να ενσωματώσουν software αρχιτεκτονικές. Παράλληλα, η ανάπτυξη των επιχειρηματικής κλάσης επεξεργαστών ARM και Atom, κάνει πιο προσιτούς και ελκυστικούς τους blade και microservers, ακόμα και τους servers-on-a-chip. Έτσι, η μεγάλη πληθώρα και ποικιλία servers χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, αναμένεται να αυξηθεί δραματικά τα ερχόμενα χρόνια.

Είναι σημαντικό, επίσης, να επισημανθεί ότι αυτές οι micro-αρχιτεκτονικές δεν αναμένεται να αντικαταστήσουν εξολοκλήρου τα παραδοσιακά συστήματα x86, ωστόσο θα αναλάβουν πιθανότατα το μεγαλύτερο μέρος του φόρτου εργασίας που θα προκληθεί από τα νέα κινητά και τα social media. Aν και η ανάπτυξη των microservers είναι εντυπωσιακή, λαμβάνοντας κανείς υπόψη το ότι ξεκινάνε την πορεία τους στην αγορά από μηδενική βάση, όταν έρχεται να μιλήσει κανείς για μερίδια αγοράς, η συνολική επίδρασή τους στην αγορά δεν έχει γίνει ακόμα αισθητή. Παρόλο αυτά η TechNavio εκτιμά ότι η αγορά microservers θα αναπτύσσεται με ένα ετήσιο ρυθμό της τάξης του 37,45% έως το 2019.