Οι προσπάθειες εντείνονται, με ενίοτε εντυπωσιακά αποτελέσματα, όμως η υστέρηση είναι υπαρκτή και ο δρόμος για την πολυπόθητη σύγκλιση φαντάζει -παρά τις όποιες επιτυχίες- μακρύς και ανηφορικός.
Η ψηφιακή διακυβέρνηση και ο άμεσα συνδεδεμένος μ’ αυτήν ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας είναι ίσως η ύστατη ευκαιρία που έχουμε στη διάθεσή μας για να γεφυρώσουμε το χάσμα που εξακολουθεί να χωρίζει (αν και σε μικρότερο βαθμό, πλέον) την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σ’ ό,τι αφορά στην ψηφιακή ετοιμότητα και ιδιαίτερα στην ψηφιακή διακυβέρνηση.
Μια πρώτη εικόνα για το πόσο μεγάλο είναι αυτό, δίνει ο γνωστός δείκτης DESI, όπου εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των 27, ξεπερνώντας μονάχα τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Φινλανδία, Δανία και Ολλανδία, οι τρεις πρώτες. Μόνο πιθανό ελαφρυντικό, το ότι δεν έχει φανεί ακόμα «στα νούμερα», η προσπάθεια να καλυφθεί το χαμένο έδαφος σε κάποιους τομείς – τρέχουμε εμείς, αλλά τρέχουν και οι άλλοι…

Μια δεύτερη εικόνα δίνει το eGovernment Benchmark 2022, ο ετήσιος Δείκτης Αναφοράς Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, που δόθηκε στη δημοσιότητα μόλις στις 11 Οκτωβρίου, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αξιολογεί τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στα 27 κράτη-μέλη, αλλά επίσης σε Ισλανδία, Νορβηγία, Ελβετία, Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία και Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτού του δείκτη καταγράφονται τέσσερις διαστάσεις της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης: 1. Ο πολιτο-κεντρικός χαρακτήρας της, με αξιολόγηση της διαδικτυακής πρόσβασης, της φιλικότητας στα κινητά, της ηλεκτρονικής υποστήριξης και ανατροφοδότησης – τα ευρήματα έδειξαν ικανοποιητική ωριμότητα, με το 81% των κρατικών υπηρεσιών στην Ευρώπη να είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο και το 6% να παρέχονται χάρη στην επαναχρησιμοποίηση δεδομένων 2. Η διαφάνεια, όσον αφορά στον τρόπο παροχής υπηρεσιών, τη χάραξη πολιτικής, τις διαδικασίες σχεδιασμού και, βεβαίως, την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών – σε ποσοστό 58%, οι αρχές ενημερώνουν 3. Οι βασικοί παράγοντες διευκόλυνσης, όσον αφορά στην παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, με χρήση εργαλείων ηλεκτρονικής αναγνώρισης (eID) και διαλειτουργικά συστήματα δεδομένων, όσον αφορά σε προ-συμπληρωμένα ηλεκτρονικά έντυπα – εδώ το ποσοστό φτάνει το 67%, και 4. Οι διασυνοριακές υπηρεσίες και ο βαθμός ισχύος τους στην Ενωμένη Ευρώπη, με το ποσοστό να κυμαίνεται στο 46%, καθώς υπάρχει το πρόβλημα των διαφορετικών γλωσσών…
Την υψηλότερη συνολική βαθμολογία έχουν η Μάλτα (96%) και η Εσθονία (90%), με Λουξεμβούργο (87%), Ισλανδία (86%), Ολλανδία (85%) και Φινλανδία (85%) να ακολουθούν. Η συνολική απόδοση της ΕΕ27+ είναι 68% ενώ, στο σύνολο των 35 χωρών που εξετάζονται στον συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα βρίσκεται στην 29η θέση, με 52%.

Ο απροσδόκητος σύμμαχος
Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που πρέπει να επιταχύνουμε, ειδικά τώρα που έχουμε κι έναν απροσδόκητο σύμμαχο: μπορεί να ακούγεται παράδοξο, μια πανδημία να βελτιώνει, δρώντας ως καταλύτης, την ψηφιακή ‘υγεία’ του ‘μεγάλου ασθενούς’, όμως, αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας. Οι πολιτο-κεντρικές υπηρεσίες, που μπαίνουν στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια αλλάζουν την κουλτούρα των χρηστών, τους εξοικειώνουν με τον ψηφιακό τρόπο ζωής, ενισχύουν τη διαφάνεια, εξοβελίζουν βλαβερές συνήθειες του παρελθόντος, εκσυγχρονίζουν τη λειτουργία του κράτους, των επιχειρήσεων και των οργανισμών και εγγυώνται ένα απλούστερο, υγιέστερο και αποδοτικότερο μέλλον. Κάμποσες επιτυχίες, κυρίως με μικρές πλην σημαντικές νίκες, έχουν ήδη καταγραφεί, αρκετές μεγαλύτερες προσπάθειες βρίσκονται «σε καλό δρόμο», όμως, μένουν ακόμα πολλές μάχες να κερδηθούν, καθώς τα ανοικτά μέτωπα είναι πολλά.
Το netweek βάζει «τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων» και επιχειρεί, στο πλαίσιο αυτού του ειδικού αφιερώματος, να ανιχνεύσει το σημερινό πολύπλοκο στίγμα της ψηφιακής διακυβέρνησης στη χώρα, να ελέγξει τον «χιλιομετρητή» του ψηφιακού μετασχηματισμού, να εκτιμήσει την επίδρασή του και, στο μέτρο του δυνατού, να καταγράψει προτάσεις για ευόδωση του φιλόδοξου στόχου.

Συνομιλητές μας, ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός Επικρατείας & Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης, ο διευθύνων σύμβουλος της ΚτΠ ΑΕ, Σταύρος Ασθενίδης, η πρόεδρος του ΣΕΠΕ, Γιώτα Παπαρίδου, και ο καθηγητής Ψηφιακής Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Γιάννης Χαραλαμπίδης. Κοινό ερώτημα για όλους, πού βρισκόμαστε σήμερα, πώς επιταχύνουμε και, κυρίως, πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε το (θετικό, βεβαίως) αποτέλεσμα.

Κυριάκος Πιερρακάκης: Στρατηγική και σκληρή δουλειά
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να περιγράψει κανείς την ψηφιακή πρόοδο της Ελλάδας την τελευταία τριετία. Ένας τρόπος είναι ο ποσοτικός, χρησιμοποιώντας ως μέτρο σύγκρισης τις ψηφιακές συναλλαγές: από τα 8,8 εκατομμύρια του 2018, πέρυσι καταγράψαμε 567 εκατομμύρια ψηφιακές συναλλαγές και φέτος αναμένεται να φτάσουμε στο ένα δισεκατομμύριο. Αυτές οι ψηφιακές συναλλαγές έχουν τεράστιο αποτύπωμα στην καθημερινότητα των πολιτών, καθώς μεταφράζονται σε περισσότερες από εκατό αναμονές σε ουρά τον χρόνο, που γλιτώνει κατά μέσο όρο κάθε ενήλικος πολίτης.

Πέρα, όμως, από τη σύγκριση με το ψηφιακό παρελθόν μας, αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία είναι η σύγκριση με τους ψηφιακούς πρωτοπόρους. Αν πριν από λίγα χρόνια κάναμε την υπόθεση ότι θα ξεσπούσε μια πανδημία και οι χώρες θα καλούνταν να οργανώσουν ψηφιακά την εμβολιαστική τους αλυσίδα, πόσοι θα πίστευαν ότι μεταξύ της Ελλάδας, του κρατιδίου της Βαυαρίας και της Πολιτείας της Μασαχουσέτης θα ήμασταν εμείς εκείνοι που θα τα κατάφερναν καλύτερα; Προφανώς, κανείς. Αυτό, όμως, συνέβη με την COVID-19. Και συνέβη χάρη στην πολιτοκεντρική στρατηγική μας και στο ταλέντο και τη σκληρή δουλειά των ελλήνων μηχανικών.

Η ψηφιακή πρόοδος της Ελλάδας είναι μια πραγματικότητα που αποτυπώνεται στις αλληλεπιδράσεις μας με το κράτος και αναγνωρίζεται πλέον σε διεθνή κλίμακα. Η πρόοδος αυτή βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει: μέσα στα επόμενα χρόνια, όταν η κορύφωσή της θα συναντήσει την υλοποίηση των μεγάλων ψηφιακών έργων της Βίβλου Ψηφιακού Μετασχηματισμού, τότε η Ελλάδα θα αλλάξει πραγματικά κλίμακα. Υλοποιώντας το όραμα του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για μια Ελλάδα σύγχρονη και εξωστρεφή, απελευθερώνουμε τις δυνάμεις της χώρας που μπορούν να βελτιώσουν τη θέση και τις προοπτικές της. Κάθε ημέρα, όλοι μαζί μέσα από κάθε μεγάλη και μικρή αλλαγή, φέρνουμε το μέλλον στο σήμερα.

Σταύρος Ασθενίδης: Κοινός παρονομαστής η ψηφιακή διακυβέρνηση

netweek: Στην εποχή του «νυν υπέρ πάντων ο… ψηφιακός μετασχηματισμός», ποιόν ρόλο καλείται να παίξει η ψηφιακή διακυβέρνηση;

Σήμερα βιώνουμε έναν μετασχηματισμό στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε όχι μόνο στη δημόσια διοίκηση, αλλά γενικότερα στη ζωή μας. Οι τεχνολογίες μπαίνουν δυνατά στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, επιχειρήσεων, παντού. Όσο πιο κοντά είσαι στη σκέψη και τη δομή της τεχνολογίας, τόσο ευκολότερα αντιλαμβάνεσαι τις δυνατότητες που παρέχει στις υπηρεσίες τις οποίες μπορείς να βγάλεις προς τα έξω. Στη δημόσια διοίκηση έχουμε κάνει πολλά! Η αναφορά του υπουργού στο 1 δις ψηφιακών συναλλαγών είναι εντυπωσιακή, σε σύγκριση με το πού ήμασταν πριν από τρία χρόνια… Οι δυο-τρεις απλές ψηφιακές υπηρεσίες που δόθηκαν, ήταν ένα πολύ μεγάλο «πάτημα» για τον πολίτη, ώστε να καταλάβει τι τον εξυπηρετεί – η υπεύθυνη δήλωση, το γνήσιο της υπογραφής, τα γεγονότα ζωής με πρώτο τη γέννηση, οι κάθε λογής αιτήσεις που γίνονται πλέον ηλεκτρονικά, τον γλύτωσαν από χρόνο, τρεχάματα και ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες.

Με τους εμβολιασμούς, πάλι, αναδείχθηκε η δυνατότητα του κρατικού μηχανισμού να κάνει από το μηδέν μια ουσιαστική διαδικασία, χωρίς ταλαιπωρία του πολίτη, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο παράδειγμα στέκεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό δείχνει πως και οι άνθρωποι υπάρχουν, που θα σκεφτούν λύσεις αν τους δώσεις την ευκαιρία, αλλά και τα μέσα. Αυτό νομίζω ότι πρέπει να είναι το παράδειγμά μας για τη συνέχεια στην ψηφιακή διακυβέρνηση: πώς θα αξιοποιήσουμε δυο βασικούς πόρους: τους ανθρώπους που μπορούν να σκεφτούν out of the box και την τεχνολογία, ώστε να δώσουμε στον πολίτη υπηρεσίες που έχουν στον πυρήνα τους συγκεκριμένα πράγματα. Πρώτο, είναι η συμπεριληπτικότητα -η Ψηφιακή Δημοκρατία περιλαμβάνει τους πάντες. Βεβαίως, χρειάζεσαι πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακές υποδομές και εξοπλισμό – πρέπει να ληφθεί υπόψιν αν ένα μέσο νοικοκυριό τα διαθέτει… Μεγάλο ρόλο παίζει, επίσης, και η αγορά, πχ. οι τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες θεωρούνται από τις ακριβότερες στην Ευρώπη; Όχι ακριβώς, είμαστε κάπου στον μέσο όρο, το πρόβλημα είναι η ποιότητα των υπηρεσιών σε σχέση με ό,τι πληρώνεις –το value for money- κι εκεί οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών πρέπει να κάνουν το κάτι παραπάνω.

Ο δεύτερος κρίσιμος παράγοντας είναι η προσβασιμότητα –να μπορούν όλοι να απολαύσουν ψηφιακές υπηρεσίες, από παντού, οποιαδήποτε στιγμή θέλουν- κι ο τρίτος, η απλότητα – πρέπει να έχεις υπηρεσίες που να μην ταλαιπωρούν τον πολίτη. Αυτά τα τρία βασικά χρειάζονται, αλλά πίσω τους κρύβουν πάρα πολλή δουλειά, που ξεκινάει από την απλοποίηση των διαδικασιών και φτάνει ως την ανάπτυξη των κατάλληλων υποδομών στο cloud. Όπως έχει τονίσει ο πρωθυπουργός, η Ελλάδα έχει επιλέξει την cloud-first πολιτική! Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο μεγάλος διαγωνισμός που έχουμε τώρα για το Public Cloud, το οποίο θα προσφέρει αρκετούς πόρους στο Δημόσιο για τη συνέχεια. Με δυο λόγια, η ψηφιακή διακυβέρνηση καλείται να παίξει τον ρόλο του κοινού παρονομαστή και το κάνει.

Στην ΚτΠ ΑΕ, πώς στηρίζετε αυτόν τον ρόλο στην πράξη;

Δεν κοιμόμαστε τα βράδια… Έχουμε να αντιπαλέψουμε με δύσκολες καταστάσεις: το πρώτο είναι αντικειμενικοί περιορισμοί, όπως τα ορόσημα του Ταμείου Ανάκαμψης, που χρηματοδοτεί την πλειονότητα των έργων ψηφιακού μετασχηματισμού, τα οποία περιλαμβάνονται στην Ψηφιακή Βίβλο. Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια, λοιπόν. Μέχρι στιγμής το πετυχαίνουμε, όπως έγινε πχ. με το μεγάλο «πακέτο» για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, που βγήκε πριν από το καλοκαίρι. Ακολουθεί μια σειρά έργων που πρέπει να βγουν σε διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσουμε σε συμβασιοποιήσεις για την υλοποίησή τους πχ. τα μεγάλα έργα ψηφιοποίησης των αρχείων της Υγείας, της Δικαιοσύνης, της Ναυτιλίας, τα Γενικά Αρχεία τους Κράτους… Όλα αυτά θα βγουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες, μαζί με έργα του υπ. Εξωτερικών, κι άλλα που ήδη «τρέχουν», όπως το CRMS, το Public Cloud, το ΒΙ, το καινούριο ΕΣΥΔΗΣ (η πλατφόρμα για τις Δημόσιες Συμβάσεις) κλπ… Σίγουρα, δεν είναι εύκολο να μεταφέρεις έναν στόχο αποτυπωμένο σε χαρτί στην πράξη – ιδίως όταν δεν λάβεις υπόψιν τις μόνιμες παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, πχ. τις συνεννοήσεις μεταξύ φορέων, που προκαλούν καθυστερήσεις μηνών. Ο δικός μας ρόλος είναι να βρούμε τη χρυσή τομή μεταξύ των οροσήμων και της ποιότητας που πρέπει να έχουν τα έργα, για να αφήσουν το ουσιαστικό τους αποτύπωμα στη δημόσια διοίκηση. Δεν θέλουμε να πετάξουμε λεφτά από το παράθυρο. Το RRF είναι μια ευκαιρία να γίνουν έργα που θα μείνουν προς όφελος των πολιτών, όχι απλώς να απορροφήσουμε τους πόρους! Αυτό δεν είναι εύκολο… Ένα πληροφοριακό σύστημα τέτοιας εμβέλειας όπως το CRMS θέλει πολύ χρόνο για να σχεδιαστεί, ενώ πρέπει να λάβεις υπόψιν σου και την αγορά: η τρίτη συνιστώσα του τι κάνουμε κι από τα πιο σημαντικά κομμάτια του ρόλου μας, είναι να είμαστε σε συνεχή επικοινωνία με τις εταιρείες για να καταλαβαίνουμε τι μπορούν να κάνουν, ώστε τα έργα που βγάζουμε να μπορούν να υλοποιηθούν. Κι αυτό έχει να κάνει, βεβαίως, με το υφιστάμενο ανθρώπινο δυναμικό – υπάρχει πρόβλημα, το έλλειμμα στην αγορά είναι μεγάλο.

Γιώτα Παπαρίδου: Πλήρης ανάκαμψη ως το 2025

netweek: Ποια είναι η τοποθέτηση των εταιρειών ΤΠΕ, που ουσιαστικά καλούνται να υλοποιήσουν το στοίχημα του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας;

Η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά και εδώ, με αποτέλεσμα να επιταχυνθούν οι εξελίξεις στην κατεύθυνση μιας σύγχρονης ψηφιακής Ελλάδας. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πραγματοποιήσαμε ένα ψηφιακό “σπριντ” χωρίς προηγούμενο, προτάσσοντας την ψηφιακή τεχνολογία ως βασικό πυλώνα ανάπτυξης και ευημερίας. Παράλληλα, η βιομηχανία ψηφιακής τεχνολογίας πάλεψε, στάθηκε όρθια και παρείχε ζωτικής σημασίας στήριξη στην κοινωνία και την οικονομία. Ο κλάδος διατηρεί ισχυρό αποτύπωμα, με περισσότερες από 4.600 επιχειρήσεις, 260.000 εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης και κύκλο εργασιών €13,3 δισ. το 2021, κάτι που αντιστοιχεί περίπου στο 8% του ΑΕΠ. Την ίδια στιγμή, η αναπτυξιακή δυναμική της ψηφιακής βιομηχανίας για τη χώρα είναι σαφώς ενισχυμένη: σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία της μελέτης που έκανε η Deloitte για τον ΣΕΠΕ έχει επισπευστεί και η προσδοκία μας είναι να ανακάμψουμε πλήρως ως το 2025, επανερχόμενοι στο επίπεδο που είμασταν πριν από την άνευ προηγουμένου δεκαετή κρίση.

Τι προτείνει ο ΣΕΠΕ, για να έχουμε θετικά αποτελέσματα σε εύλογο χρόνο;

Είναι στρατηγικής σημασίας να κινηθούμε άμεσα σε τρεις βασικές κατευθύνσεις: Την τάχιστη αξιοποίηση των χρηματοδοτικών προγραμμάτων, τόσο του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, όσο και του ΕΣΠΑ για την περίοδο 2021 – 2027, καθώς και όλων των υπόλοιπων εξειδικευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων. Ένα στοίχημα, το οποίο απαιτεί την άμεση ψηφιοποίηση των διαδικασιών, προσδίδοντας ευελιξία, αποτελεσματικότητα και γρήγορη ωρίμανση και υλοποίηση κρίσιμων έργων υποδομής για τη χώρα. Η επιτάχυνση σημαντικών έργων ψηφιακής διακυβέρνησης / προϋποθέσεων για τη βελτίωση παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και η ανάπτυξη των ψηφιακών δεξιοτήτων σε όλες τις ηλικίες είναι βασικές παράμετροι για μια σύγχρονη ψηφιακή Πολιτεία.

Δεύτερο, η χώρα οφείλει να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, με κίνητρα για την τεχνολογική καινοτομία, για τις νέες αλλά και τις υφιστάμενες επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν και επενδύουν σε έρευνα και καινοτομία, ώστε να δημιουργηθούν στη χώρα κέντρα καινοτομίας (R&D Hubs). Μ’ αυτό τον τρόπο, θα μπορέσει να προσελκύσει επενδύσεις, δημιουργώντας τις βάσεις για τον εκσυγχρονισμό όλων των κλάδων της οικονομίας. Τρίτον, η ανάγκη της ενεργού υποστήριξης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων του κλάδου ψηφιακής τεχνολογίας είναι σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ. Η προβολή και ανάδειξη συνολικά του “Brand Ελλάδα” από την οικονομική διπλωματία και τον ΣΕΠΕ, με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μακροχρόνιας διεθνούς εκστρατείας προβολής της ψηφιακής βιομηχανίας, αποτελεί κρίσιμη συνιστώσα για την περαιτέρω ανάπτυξη ενός παγκοσμίως καταξιωμένου κλάδου.

Γιάννης Χαραλαμπίδης: Πώς θα ξεφύγουμε από την «ουρά»

netweek: Τι συμβαίνει, τελικά, με τους δείκτες;

Το πρόβλημα του κράτους μας (όπου το 70% των συστημάτων ανήκουν σε μια τεχνολογική γενιά που δεν μπορεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις, ενώ ένα μεγάλο, ανάλογο νούμερο ισχύει και για την υπολειπόμενη γνώση και εμπειρία του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες) είναι ένα πρόβλημα μεγαλύτερο απ’ όλα τα προηγούμενα, ακόμη κι αν όλοι βάλουμε πλάτη. Αν δεν κάνουμε σημαντικά λάθη που θα μας κοστίσουν σε χρόνο, αν μείνουμε σε αναπτυξιακή πορεία, επιταχυνόμενη σταθερά, αν είμαστε πάντα έτοιμοι για γρήγορες, πάντα επίπονες αποφάσεις κι αν εφαρμόσουμε τους σχετικούς νόμους με δρακόντεια αποφασιστικότητα, τότε σε δέκα συνολικά χρόνια θα έχουμε αποτέλεσμα, διατηρήσιμο σε κανονικές συνθήκες και ανθεκτικό σε απρόοπτα. Αλλά, πρέπει να θέσουμε και πάλι τον κεντρικό στόχο, που σίγουρα δεν μπορεί να είναι ο ίδιος με εκείνον του 2019 – να κάνουμε κάποιες υπάρχουσες διαδικασίες να ολοκληρώνονται ή δυνατόν αυτόματα, μέσω του gov.gr. Τώρα, έστω και αργά, πρέπει να καλέσουμε σε συμμετοχή, με σύστημα και τρόπο, να εκπαιδεύσουμε και να εμπλέξουμε στον Ψηφιακό Μετασχηματισμό το σύνολο των επτά εκατοντάδων χιλιάδων δημόσιων υπαλλήλων και λειτουργών.

Και πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από την «ουρά» της Ευρώπης, στην οποία ηγούνται οι αγαπητοί μας Φινλανδοί, Νορβηγοί και λοιποί του βορρά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, μαζί με εμάς προχωρούν ταχύτατα και οι άλλες χώρες, να βάλουμε το μαχαίρι του ψηφιακού μετασχηματισμού ακόμη βαθύτερα, στοχεύοντας στους επόμενες 12 μήνες, και μετά, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, στα εξής:

Α. Πλήρης εξαφάνιση του χαρτιού και των εγγράφων (και ψηφιακών) στη δημόσια διοίκηση: Να δημιουργήσουμε τα εκατοντάδες ηλεκτρονικά μητρώα για την αντικατάσταση κάθε «άδειας» ή «πιστοποιητικού» που δίνεται με φυσικό ή ψηφιακό μέσο σήμερα και να οδηγήσουμε στην κατάργηση ή τη δραματική απλοποίηση τις αντίστοιχες … εκατοντάδες «υπηρεσιών» που παρέχονται σε πολίτες και επιχειρήσεις, δίνοντάς τους απλώς χαρτιά ή αρχεία PDF που πρέπει συνεχώς να επιδεικνύουν, να προσκομίζουν, να υποβάλουν, να αποστέλλουν ή να αποδεικνύουν ότι έχουν.

Β. Αυστηρές οδηγίες για κάθε επίπεδο της Δημόσιας Διοίκησης και τύπο οργανισμού. Πρέπει -έπρεπε ήδη- να υπάρχει αυστηρό νομικό και κανονιστικό πλαίσιο, για την προτεινόμενη αρχιτεκτονική, τα κύρια χαρακτηριστικά, το πώς θα μοιάζουν τα websites και πόσες εφαρμογές, ποιες θα είναι στα κινητά και ως πότε, τα αναγκαία σημεία διαλειτουργικότητας, κλπ. Αυτό το πλαίσιο κανόνων πρέπει να ελέγχεται δις ετησίως, αρχικά για περίπου 600 φορείς κεντρικής κυβέρνησης, περιφέρειες, δήμους από τους 1700, που θα υπαχθούν τελικά.

Γ. Νέες, έξυπνες, φθηνές ψηφιακές υπηρεσίες με μεγάλο θετικό αντίκτυπο: Πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια, από κάθε ‘μετερίζι’ (δήμο, περιφέρεια, gov.gr, αστυνομία, στρατό, ΗΔΙΚΑ, ΓΓΠΣΔΔ, υπουργεία, Βουλή, κλπ.). Αλλά με σωστή ιεράρχηση, έπειτα από ανάλυση και επιστημοσύνη, και απόλυτη διαφάνεια στο σχεδιασμό (να ξέρουν το πλάνο και οι φορείς). Ασταμάτητος πειραματισμός με νέες προσεγγίσεις, τεχνολογίες, μέσα και ιδέες.

Δ. Όλοι για έναν κι ένας για όλους: Να καταφέρουμε το κράτος να έχει ένα πρόσωπο προς τον πολίτη: κάθε υπάλληλος και κάθε “website” σε όποιον δημόσιο φορέα κι αν ανήκει, να μπορεί να μας εξυπηρετήσει, χωρίς να παραπέμπει συνεχώς σε άλλους και άλλα. Με σωστή ένταξη υπαλλήλων και πολιτών στο έργο του ψηφιακού μετασχηματισμού – όλοι έχουν ρόλο, αρμοδιότητα και σίγουρα κάποια ευθύνη για το συνολικό αποτέλεσμα. Όχι μόνο να το ξέρουν, αλλά να το θέλουν κιόλας, οι περισσότεροι.

Ε. Συγκέντρωση και διατήρηση στοιχείων για λήψη αποφάσεων: Κατά την υλοποίηση των παραπάνω τεσσάρων δεσμών από δράσεις, είναι απαραίτητη η τήρηση επαρκών στοιχείων σε ψηφιακή μορφή, ώστε οι ερευνητές να βρουν στοιχεία για παλιές διαδικασίες και ανύπαρκτα RRR/WFMS, αποτυχημένα πληροφοριακά συστήματα δισεκατομμυρίων, ατελείωτες χαμένες ώρες υπαλλήλων, χωρίς δική τους ευθύνη, και άλλα τέτοια συναφή. Στοιχεία μόνο, όχι ερμηνεία, προς το παρόν. Η δράση αφορά στον συντονιστή του Ψηφιακού Μετασχηματισμού (υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης).

Τέλος, για να ανέβουμε στους «δείκτες», οι πολίτες πρέπει να αγκαλιάσουν το νέο μέσο και να έρχονται σε επαφή με τα sites του δημοσίου όχι μόνο από υποχρέωση, αλλά γιατί θα κάνουν τη δουλειά τους γρήγορα και απλά. Κάτι που δεν συνάδει με τους κακοσχεδιασμένους και απίστευτα ετερογενείς διαδικτυακούς τόπους, ούτε με τα βυζαντινής πολυπλοκότητας E1, E2, E3 ή E300 που για να τα κατανοήσεις πρέπει να έχεις διδακτορικό, ούτε με την απουσία απλών και εύχρηστων εφαρμογών για κινητά – εκεί που πρέπει να περάσουν και να περαστούν πια όλα τα συστήματά μας.

Όταν, λοιπόν, το σημερινά ασύνδετο κράτος γίνει από μέσα πολύπλοκο και διασυνδεδεμένο, αλλά προς τα έξω φαίνεται απλό, φιλικό και γρήγορο, όταν οι υπηρεσίες θα παρέχονται από μόνες τους ή με απλή δήλωση της βούλησής μας, όταν δεν τυπώνεται κάποιο χαρτί ούτε αποθηκεύεται κάποιο ψηφιακό «έγγραφο», τότε οι δείκτες θα γίνουν φίλοι μας και θα αρχίσουμε να βλέπουμε τους Φιλανδούς σαν ίσους.

Εν κατακλείδι…
Για το τέλος αυτού του Special Report, κρατάω μια παρατήρηση της Γιώτας Παπαρίδου, σαν προτροπή και παρακαταθήκη: «Κάθε κρίση γεννάει ευκαιρίες κι αυτή την ευκαιρία οφείλουμε να αξιοποιήσουμε. Διαθέτουμε και το ταλέντο και τις επιχειρήσεις και τη διεθνή αναγνώριση!»