Στο πλαίσιο του Anti-Money Laundering και της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, οι τράπεζες εφαρμόζουν διαδικασίες και συστήματα με στόχο τη βελτιστοποίηση της διαφάνειας των συναλλαγών. Η απαίτηση "Know Your Customer" ζητά από τις τράπεζες να γνωρίσουν τους πελάτες τους και το προφίλ των συναλλαγών τους, ώστε να εντοπίζουν ασυνήθιστες" κινήσεις. Αποτελεί αυτή η απαίτηση ένα ακόμα βαρίδι στα λειτουργικά έξοδα των τραπεζών ή αν θα πρέπει να λειτουργήσει ως αφορμή για να αποκομίσουν οφέλη από διαδικασίες και συστήματα που θα χρησιμοποιήσουν για τη συμμόρφωση;

<‘Σελίδα 1: Τι είναι η απαίτηση συμμόρφωσης Know Your Customer’>
Από το 1947 μέχρι το 2004 εθνικές και τοπικές ρυθμίσεις αύξησαν το κόστος συμμόρφωσης του ιδιωτικού τομέα των Η.Π.Α. από το 4% στο 15% της συνολικής οικονομίας, η οποία παράλληλα αυτό το διάστημα αυξάνονταν σε μέγεθος. Ενδεικτικά, για την περίοδο από 2002-2005, οι εταιρείες στις  Η.Π.Α. ξόδεψαν περίπου 11 δις δολάρια για τη συμμόρφωση με κανονισμούς που είχαν να κάνουν μόνο με Anti-Money laundering.

Το κόστος είναι ακόμα μεγαλύτερο αν εστιάσουμε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με αναφορά που δημοσίευσε το U.S. Small Business Administration’s Office of Advocacy, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ξοδεύουν για έξοδα συμμόρφωσης μέχρι και 2.300 δολάρια περισσότερα ανά εργαζόμενο σε σχέση με τις μεγαλύτερες. Η πλευρά των “κακών”, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,  καταφέρνει να “ξεπλένει” διεθνώς ποσά που αντιστοιχούν στο 2% έως 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σε αυτόν τον πόλεμο οικονομικών απωλειών -αν και μερικές φορές όχι μόνο- οι δύο πλευρές θέλουν να χάσουν τα λιγότερα με το μεγαλύτερο όφελος. Εμείς θα δούμε το “παιχνίδι”, όπως εξελίσσεται μέσα από τα μάτια των “καλών”.

Know Your Customer…
Η απαίτηση συμμόρφωσης “Know Your Customer” (KYC) είναι απόγονος των Bank Secrecy Act και USA Patriot Act με χώρα γέννησης τις Η.Π.Α. Η πρώτη δημιουργήθηκε το 1970 και η δεύτερη το 2001, λίγες μέρες μετά από την επίθεση στους “Δίδυμους Πύργους”.

Η απαίτηση KYC είναι ο νομικά προβλεπόμενος σχολαστικός έλεγχος και το σύνολο των τραπεζικών όρων, που οι οικονομικοί οργανισμοί και άλλες εταιρείες που διέπονται από κανονισμούς οφείλουν να εκτελούν στην εξέταση και αναγνώριση των πελατών τους, για την αξιολόγηση σχετικών πληροφοριών, απαραίτητων για τη διενέργεια οικονομικών συναλλαγών μαζί τους.

Οι πολιτικές KYC απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και πλέον εφαρμόζονται  σε παγκόσμιο επίπεδο με στόχο την αντιμετώπιση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος και της τρομοκρατίας που επίσης έχουν αποκτήσει παγκοσμιοποιημένη διάσταση.

Η συμμόρφωση με αυτούς τους κανονισμούς μοιάζει με παιχνίδι δράσης. Ξεκινάει από τα απλά επίπεδα που μπορεί να είναι η ενημέρωση της τράπεζας με λίστες γνωστών και ύποπτων ατόμων που έχουν διαπράξει ή είναι πιθανό να διαπράξουν οικονομικές απάτες και φτάνει σε δύσκολα επίπεδα, όπου νευρωνικά δίκτυα με προηγμένα λογισμικά ελέγχου παρακολουθούν την πορεία του παγκόσμιου χρήματος.

Στο ενδιάμεσο στάδιο βρίσκεται μια κατηγορία διαδικασιών που απαιτεί από τις τράπεζες τεχνολογικές επενδύσεις, κυρίως σε λογισμικό δημιουργίας προφίλ πελατών, ελέγχου συναλλαγών σε αντιπαράθεση με το προφίλ του πελάτη και ανάλυσης πληροφοριών. Στόχος αυτών των εφαρμογών είναι την κατάλληλη στιγμή και για το “σωστό” άτομο να ηχήσει ένας συναγερμός (alert) που θα επιτρέψει στην τράπεζα να αποτρέψει μια συναλλαγή ή τουλάχιστον να την ταυτοποιήσει πλήρως αφού έχει πραγματοποιηθεί.

Μελέτη της  Gartner που έγινε τον Ιούνιο του 2003, προέβλεπε ότι το 2008 το επίπεδο της κάθε εταιρείας σε συλλογή, επεξεργασία και έλεγχο πληροφοριών σχετικά με τον πελάτη θα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας διαφοροποίησης απέναντι στον ανταγωνισμό. Οι περισσότεροι αναλυτές σήμερα συμφωνούν με αυτήν την πρόβλεψη, η οποία άλλωστε επιβεβαιώνεται από τις επενδύσεις που γίνονται τόσο από την πλευρά των κατασκευαστών λογισμικού όσο και των εταιρειών για παραγωγή και εφαρμογή λογισμικού αντίστοιχα.

Διαβάστε στο ένθετο αυτού του τεύχους:

<‘here’>


<‘Σελίδα 2: Πώς το κόστος του compliance με την απαίτηση KYC μπορεί να μετατραπεί σε εμπορικό όφελος μέσω της εξατομίκευσης της σχέσης με τον πελάτη’>
Κόστος χωρίς όφελος;
Επομένως ένα ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν σήμερα οι διευθύνσεις Πληροφορικής, κυρίως των χρηματοπιστωτικών οργανισμών είναι “πώς θα μπορέσουν να συνδυάσουν την απαίτηση KYC με την ανάγκη τους για ευρύτερη και βαθύτερη γνώση του πελάτη”. ‘Η από μια άλλη οπτική “πώς το κόστος του compliance με την απαίτηση Know Your Customer μπορεί να μετατραπεί σε εμπορικό όφελος μέσω της εξατομίκευσης της σχέσης με τον πελάτη”.

Δεν θα κρατήσουμε σε αγωνία τον αναγνώστη να μάθει την απάντηση στο τέλος του άρθρου. Η απάντηση είναι ότι τα συστήματα και οι διαδικασίες που χρειάζεται να εφαρμόσει μια τράπεζα για να συμμορφωθεί με την απαίτηση KYC, ελάχιστα μπορούν να αξιοποιηθούν για να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις του marketing και των πωλήσεων. Επομένως, όπως χαρακτηριστικά ακούσαμε από στελέχη δύο διαφορετικών τραπεζών είναι περισσότερο ένα βάρος για την τράπεζα, το οποίο πρέπει να επωμισθεί, ώστε να μην κινδυνεύει από κυρώσεις.

Ωστόσο, οι εταιρείες που προσφέρουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και συστήματα λογισμικού, τα οποία χρησιμοποιούνται από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, προκειμένου να γίνει ευκολότερα η συμμόρφωση με την απαίτηση KYC, έχουν ελαφρά διαφορετική άποψη. Σύμφωνα με την Infosys, οι προκλήσεις με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί όσον αφορά τη συμμόρφωση με το KYC είναι:

  • Η δημιουργία μίας ενιαίας εικόνας του πελάτη μεταξύ διαφορετικών Line of Business.
  • Xειροκίνητες διαδικασίες στην παρούσα ροή, οι οποίες δημιουργούν ρίσκο και μειώνουν την αποτελεσματικότητα.
  • Υιοθέτηση των διαφορετικών διαδικασιών σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού (ειδικά για οργανισμούς με πολλά Line of Business και παγκόσμια παρουσία).
  • Περιορισμοί στο διαμοιρασμό των πληροφοριών που είναι σχετικές με το KYC σε όλον τον οργανισμό.
  • Δυνατότητα επίτευξης ελέγχου βασισμένο στο ρίσκο (πρακτικά απαιτεί σύνδεση των KYC συστημάτων με τα Risk συστήματα).

Διαρκείς προκλήσεις
Οι προαναφερόμενες προκλήσεις δεν είναι νέες για τις τράπεζες. Για παράδειγμα, η δημιουργία ενός ενιαίου Customer Information File, το οποίο θα είναι διαθέσιμο σε διαφορετικά Line of Business και θα ενημερώνεται αυτόματα από αυτά, είναι ένας στόχος που αρκετές τράπεζες δεν έχουν ακόμα πετύχει.

Σύμφωνα με τον Ανδρέα Φιορέτο, Διευθυντή Πληροφορικής της Probank, «Η απαίτηση KYC μπορεί να προσφέρει στις τράπεζες περισσότερη γνώση και να λειτουργήσει ως κίνητρο για να επιλυθούν ζητήματα που εκκρεμούν εδώ και καιρό».

Διαβάστε στο ένθετο αυτού του τεύχους:

<‘here’>


<‘Σελίδα 3: Η στρατηγική της απαίτησης KYC, που έφοσον εφαρμοστεί, μπορεί να έχει παράπλευρα οφέλη’>
Επομένως, η στρατηγική υλοποίησης της απαίτησης KYC μπορεί να έχει “παράπλευρα” οφέλη, εφόσον εφαρμοστεί με μια στρατηγική που προβλέπει τα ακόλουθα:
Δυνατότητα επαναχρησιμοποιήσης στοιχείων και συστημάτων μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του οργανισμού και για διαφορετικές διαδικασίες. Η KYC δεν είναι η μοναδική απαίτηση με την οποία πρέπει να συμμορφωθούν οι τράπεζες, οπότε αυτός ο παράγοντας παίζει καταλυτικό ρόλο στον περιορισμό του  κόστους προσαρμογής.

Δημιουργία ενιαίας εικόνας πελάτη, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για τον αποτελεσματικότερο εντοπισμό συναλλαγών που έχουν σχέση με ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αυτή η ίδια εικόνα είναι και μια ευκαιρία τόσο για τον τομέα της διαχείρισης πελατών όσο και για τον τομέα διαχείρισης ρίσκου, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι ο πελάτης ή άτομα που σχετίζονται με αυτόν είναι πιθανό να διατηρούν διαφορετικούς λογαριασμούς σε διαφορετικές επιχειρηματικές μονάδες της τράπεζας.

Πριν από μερικά χρόνια, στέλεχος τράπεζας μου περιέγραψε πως η ευκολία με την οποία ένας διευθυντής καταστήματος απέρριψε αίτημα πελάτη κόστισε στην τράπεζα απώλεια καταθέσεων περίπου 600.000 ευρώ. Ο συγκεκριμένος πελάτης είχε έναν απλό καταθετικό λογαριασμό με την τράπεζα που δεν ξεπερνούσε τα 60.000 χιλιάδες ευρώ. Ομως τα άτομα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, μετά από προτροπή του, απέσυραν από την τράπεζα σχεδόν δεκαπλάσιο ποσό χρημάτων σε καταθέσεις και αμοιβαία κεφάλαια.

Δημιουργία μιας κεντρικής διαχείρισης ρίσκου, μεταξύ διαφορετικών τμημάτων, συστημάτων και διαδικασιών. Κρίσιμοι παράγοντες στην επίτευξη αυτού του στόχου είναι:

  • Η κεντρικοποίηση των βασικών εργαλείων παρακολούθησης, όπως το ταίριασμα ονόματος με τις λίστες  παρακολούθησης ύποπτων ονομάτων και οι έλεγχοι χωρών υψηλού κινδύνου. Με αυτήν τη μέθοδο επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος, με τη βοήθεια εργαλείων ανάλυσης και μειώνεται ο κίνδυνος να δημιουργηθούν λανθασμένοι συναγερμοί, εξαιτίας της διαφοροποίησης των απαιτήσεων σε διαφορετικές χώρες ή από διαφορετικές εκδόσεις των λιστών παρακολούθησης.
  • Ενιαία ταξινόμηση του ρίσκου ανά πελάτη, όπως αυτό προκύπτει από τα Risk συστήματα της τράπεζας και τις απαιτήσεις KYC που έχουν υιοθετηθεί σε όλο το εύρος του οργανισμού και σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές.
  • Εύκολη πρόσβαση σε προηγούμενα αποτελέσματα ελέγχου για υπάρχοντες πελάτες. Ο παράγοντας αυτός εκτός από ότι προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες στη διαδικασία ανάλυσης κινδύνου, διασφαλίζει ότι τα συστήματα ανοίγματος λογαριασμών έχουν την ίδια ποιότητα πληροφορίας σε όλο το εύρος του οργανισμού.
  • Τέλος, η κεντρική διαχείριση ρίσκου είναι το “Αγιο Δισκοπότηρο” των συστημάτων ανάλυσης, τα οποία “διψούν” για πληροφορία, προκειμένου να εξάγουν τα ασφαλέστερα συμπεράσματα για την εικόνα του πελάτη.

Δημιουργία KYC hubs, τα οποία θα εξυπηρετούν καλύτερα την παρουσία της τράπεζας σε διεθνής αγορές. Η απαίτηση KYC δεν έχει ενιαία μορφή για κάθε χώρα που εφαρμόζεται, καθώς “εμπλουτίζεται” ή διαμορφώνεται στις λεπτομέρειες της από τους κατά τόπους ρυθμιστές.

Αυτοματοποίηση διαδικασιών, οι οποίες σύμφωνα με έρευνες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό δαπάνης σε μια απαίτηση συμμόρφωσης Το εφ’ άπαξ κόστος για τη συμμόρφωση στην απαίτηση KYC κυμαίνεται, σύμφωνα με στελέχη ελληνικών τραπεζών από 300 έως 500 χιλιάδες ευρώ. Όμως, σύμφωνα με αναλυτές, το κόστος διαχείρισης των διαδικασιών που προκύπτουν από τη συμμόρφωση είναι πολύ μεγαλύτερο σε ετήσια βάση.

Επομένως ο ακριβής ορισμός των αναγκών σε διακίνηση εγγράφων και η ενοποίηση με υπάρχοντα συστήματα διαχείρισης εγγράφων ελαχιστοποιεί τις ανάγκες χειροκίνητης διαχείρισης, η οποία περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις εξαιρέσεων.

Διαβάστε στο ένθετο αυτού του τεύχους:

<‘here’>


<‘Σελίδα 4: You can teach an old dog new tricks’>
You can teach an old dog new tricks
Σύμφωνα με τον Αναστάσιο Τσάμη, Διευθυντή, Διεύθυνσης Κανονιστικής συμμόρφωσης της Εμπορικής Τράπεζας, «το σύνολο των τραπεζών έχει υιοθετήσει και εφαρμόσει τις απαιτήσεις KYC. Ωστόσο αυτό που δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια είναι ο βαθμός προσαρμογής και πληρότητας του προϋφιστάμενου αρχείου πελατών».

Από τις συζητήσεις που είχαμε με στελέχη τραπεζών δεν προέκυψε το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που προέρχονται από τους ελέγχους του KYC έχουν χρησιμοποιηθεί για να βελτιώσουν τη γνώση της τράπεζας για τον πελάτη και κατ’ επέκταση να βοηθήσουν το marketing στην υλοποίηση εξατομικευμένων προϊόντων. Για το σκοπό αυτό, οι τράπεζες προτιμούν να χρησιμοποιούν εξειδικευμένα CRM λογισμικά και αντίστοιχες εφαρμογές analytics.

Επομένως, το ουσιαστικότερο όφελος, πέρα της ανάγκης συμμόρφωσης, φαίνεται να είναι η γνώση που αποκομίζουν οι τράπεζες από την υλοποίηση των συστημάτων συμμόρφωσης και κυρίως η αυτοματοποίηση διαδικασιών, ώστε να μειώνονται τα καθημερινά λειτουργικά έξοδα της συμμόρφωσης.

Πηγές:

  • US Regulatory Compliance Cost Report, Michael Hodges
  • U.S. Small Business Administration’s Office of Advocacy, 2004 Report
  • Το Κράτος του Φόβου, Michael Crichton
  • You cannot know your customer well enough, Gartner (June 2003)

Διαβάστε στο ένθετο αυτού του τεύχους:

<‘here’>