Με εξαγορές, συμμαχίες και επενδύσεις σε καινοτομικές λύσεις, οι κορυφαίοι προμηθευτές IT προετοιμάζουν τις εμπορικές τους προτάσεις για να καλύψουν τις ανάγκες επιχειρήσεων που ζητούν μείωση κόστους λειτουργίας, ευκολότερη διαχείριση υποδομών και φυσικά το μικρότερο δυνατό time to market και τη βέλτιστη δυνατή ποιότητα εξυπηρέτησης των πελατών τους.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συμμαχία των Cisco, EMC και VMware, θυγατρική της EMC, έρχεται να προσθέσει ένα ακόμα πιόνι στη σκακιέρα του ανταγωνισμού, όπου ήδη αναπτύσσονται παράλληλα η IBM, η HP και η Oracle + Sun. Στόχος της συνεργασίας των τριών εταιρειών, η οποία πλέον θα ακούει στο όνομα Virtual Computing Environment (VCE), είναι να δώσει στους πελάτες τη δυνατότητα να βελτιώσουν την επιχειρησιακή τους ευελιξία, μειώνοντας παράλληλα τις δαπάνες τους σε πληροφοριακά συστήματα , μέσω της δημιουργίας private clouds.

Στην τελική φάση εξέλιξης της VCE, η οποία προβλέπεται σε μια τριετία, στα private clouds θα λειτουργούν κρίσιμες και μη κρίσιμες εφαρμογές, αρμονικά συνεργαζόμενες με το hardware. “Η νιρβάνα του IT Manager”, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Jean – Pierre Brulard, Senior Director SEMEA της VMware. Για πολλούς “πολύ καλό για να είναι αληθινό”, ωστόσο δύσκολα κάποιος μπορεί
να προδικάσει καταστάσεις, καθώς πολύ λίγα είναι προσωρινά τα αποτελέσματα σε μεγάλης κλίμακας πληροφοριακά συστήματα, τα οποία λειτουργούν 100% σε επίπεδο cloud.

Προκειμένου, οι Cisco και EMC να διευκολύνουν το πέρασμα στο cloud computing δημιούργησαν την εταιρεία Acadia, η οποία ουσιαστικά θα λειτουργήσει, όπως τα υπόστεγα κατασκευής αεροσκαφών. Οι εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν private clouds στις υποδομές της Acadia και αφού τα έχουν δοκιμάσει και έχουν διαπιστώσει ότι λειτουργούν σωστά, στη συνέχεια θα τα μεταφέρουν στο φυσικό και τελικό τους χώρο, δηλαδή στις εγκαταστάσεις τους.

Οι συμμέτοχοι της VCE ξεκαθάρισαν ότι η Acadia δεν πρόκειται να προσφέρει υπηρεσίες public cloud, γιατί δε θέλει να έρθει σε σύγκρουση με συνεργάτες των μετόχων της, όπως η Microsoft, η Amazon ή η Google. Στην αρένα που δημιουργείται, το ενδιαφέρον εστιάζεται σε δύο σημεία. Το ένα είναι πόσα καλά οι μονομάχοι θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα όπλα τους για να ρίξουν κάτω τον αντίπαλο.

Θα μπορέσει για παράδειγμα, η Cisco να σταθεί εξίσου καλά στο server κομμάτι του cloud απέναντι σε IBM, HP και Sun, αλλά και αυτές με τη σειρά τους θα μπορέσουν να σταθούν στο δικτυακό κομμάτι τόσο καλά όσο η Cisco. Ναι σωστά καταλάβετε το storage φαίνεται να είναι κερδισμένο έτσι και αλλιώς. Το δεύτερο σημείο είναι η αρμονική συνεργασία μεταξύ του hardware και του λογισμικού που θα αποτελέσουν το παζλ των private clouds.

Μονάδες επεξεργασίας, συστήματα διαχείρισης δικτύων και μέσα αποθήκευσης καλούνται να μιλήσουν μεταξύ τους μια κοινή και κυρίως απλή γλώσσα. Όσο καλύτερα συνεννοηθούν τόσο υψηλότερες οι επιδόσεις, χαμηλότερο το κόστος διαχείρισης και μικρότερη η ενεργειακή δαπάνη. Σε αυτά να προσθέσουμε και την εξής απορία. Σε ένα private cloud πιο είναι τελικά το λειτουργικό σύστημα;

Τα Windows, το Linux ή το Solaris ή το λογισμικό που διανέμει στο χρήστη, ανεξάρτητα της συσκευής που χρησιμοποιεί (PC, smartphone κ.λπ.) την καλύτερη δυνατή επεξεργαστική ισχύ και τον απαραίτητο αποθηκευτικό χώρο με το μικρότερο κόστος για την επιχείρηση;