Τα δίκτυα μοιάζουν ενίοτε με θάλασσα σε τρικυμία. Σα να μην έφτανε αυτό, ο network management δεν γνωρίζει πάντα ποια κύματα κρύβουν ύφαλους, σκόπελους και λοιπά προβλήματα και κινδύνους. Τα συστήματα διαχείρισης δικτύου λειτουργούν σαν «φάρος» που κάνουν την πλοήγηση στο δίκτυο πιο ασφαλή και ομαλή. Προκειμένου να απαλλαγεί από μία -από τις πολλές- σκοτούρες που έχει στο κεφάλι της η Διεύθυνση Πληροφορικής, επενδύει σε συστήματα Network Management και προσδοκά να απαλλαγεί από το βραχνά της διαχείρισης των δικτύων της.

Συχνά όμως διαπιστώνει με πικρία ότι τα σχετικά προβλήματα παραμένουν και επιμένουν.

Αυτό οφείλεται συνήθως στο γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα εν λόγω συστήματα δεν επιτρέπει τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης εικόνας σχετικά με την πραγματική απόδοση του δικτύου και των εφαρμογών. Αυτό με τη σειρά του, πέρα από αναστάτωση και τρέξιμο,  δημιουργεί και κάποιους κινδύνους. Ο network manager θα πρέπει να γνωρίζει το κατά πόσο η λύση την οποία χρησιμοποιεί του παρέχει την πλήρη εικόνα και, στη συνέχεια, να καλύπτει αλλά και να «καλύπτεται» από τα όποια κενά.

Ο «Προμηθέας» του δικτύου
Ο κόσμος των μηχανικών δικτύου αποτελεί ένα πεδίο μάχης με… μυθικά τέρατα. Η καθημερινότητα των network managers περιλαμβάνει την αναχαίτιση του overload πληροφορίας, την αντιμετώπιση του «τέρατος» της απόδοσης των εφαρμογών που «σέρνονται», την απόσπαση της εύνοιας του «θεού» του  bandwidth και τη θέσπιση κανόνων για τα δίκτυα και τη χρήση τους.

Οι δοκιμασίες ξεκινούν το πρωί και συνεχίζονται μέχρι το βράδυ ενώ οι ήρωες του ΙΤ καλούνται συχνά να δώσουν τη μάχη solo, αφού ο αριθμός των συναδέλφων τους τείνει να μειώνεται. Οι τελικοί χρήστες τους οποίους καλούνται να εξυπηρετήσουν, οι εφαρμογές και οι συσκευές για τις οποίες φέρουν ευθύνη ομαλής λειτουργίας πολλαπλασιάζονται ως άλλα κεφάλια μιας ηλεκτρονικής λερναίας ύδρας.

Υπό ιδανικές συνθήκες, οι μηχανικοί δικτύων θα είχαν επαρκή χρόνο και τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να διαχειριστούν με αποτελεσματικότητα τις ανάγκες της καθημερινής λειτουργίας: τη διαχείριση των αλλαγών, τη διασφάλιση της βέλτιστης λειτουργίας του δικτύου και των εφαρμογών και την άμεση επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν.

Στην πραγματικότητα, λόγω της έλλειψης προσωπικού και υπερβολικού φόρτου εργασίας, αλλά και περιορισμών των εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους, είναι καθηλωμένοι σε έναν τρόπο λειτουργίας που θυμίζει περισσότερο Επιμηθέα παρά Προμηθέα. Η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από την «αντίδραση» σε πράγματα που συμβαίνουν παρά στην προνοητική δράση.

Πολλοί επαγγελματίες της Πληροφορικής βασίζονται σε συστήματα Network Management ώστε να είναι όσο το δυνατό πιο proactive, παρακολουθώντας τη διαθεσιμότητα και την απόδοση των συσκευών και λαμβάνοντας σχετική ειδοποίηση όταν προκύπτει κάποιο θέμα. Αν και τα συστήματα Network Management καλύπτουν ικανοποιητικά το θέμα της παρακολούθησης της διαθεσιμότητας και της δημιουργίας μετρικών απόδοσης, υπόκεινται συχνά σε κάποιους περιορισμούς που θέτει η αρχιτεκτονική τους.

Οι περιορισμοί αυτοί έχουν σαν αποτέλεσμα την ανεπαρκή παρακολούθηση της πραγματικής απόδοσης του δικτύου και των εφαρμογών αλλά και την αδυναμία να παρέχουν την ορατότητα που απαιτείται για τον εντοπισμό και την ανάλυση των πολλαπλών προβλημάτων απόδοσης των εφαρμογών και του δικτύου.

Τα «καυτά» σημεία του δικτύου
Τα συστήματα Network Management ενδείκνυνται ιδιαίτερα για κάποιες δραστηριότητες -όπως το fault & configuration management, το asset management και η παρακολούθηση κάποιων μετρικών για την αποτίμηση της συνολικής υγείας του δικτύου.

Από εκεί και πέρα όμως, τα συστήματα διαφοροποιούνται από απλά εργαλεία που παρέχουν περιορισμένη άποψη μέχρι σύνθετα συστήματα που παρέχουν καλύτερη ορατότητα αλλά απαιτούν και αφοσιωμένο προσωπικό για τη συντήρησή τους. Ανεξάρτητα από το μέγεθος ή την πολυπλοκότητα του συστήματος, υπάρχουν κάποιες κρίσιμες προϋποθέσεις όσον αφορά τη διαχείριση της απόδοσης και την επίλυση προβλημάτων.


Με τα μάτια του χρήστη
Το τυπικό σύστημα Network Management βασίζεται στην κεντρική παρακολούθηση. Οταν, όμως, η Διεύθυνση Πληροφορικής παρακολουθεί από μία μόνο κεντρική τοποθεσία, δεν έχει άποψη της απόδοσης όπως τη βιώνει ο χρήστης. Η απόδοση θα πρέπει να αναλύεται στο ευρύτερό της πλαίσιο, μετρώντας σε πολλαπλά σημεία του δικτύου -συμπεριλαμβανομένων των remote sites.

Για παράδειγμα, εάν ο χρήστης αναφέρει προβλήματα απόδοσης μιας εφαρμογής web, ο Διευθυντής Πληροφορικής θα πρέπει να εξετάσει το πρόβλημα όπως αυτό γίνεται αισθητό από το σύστημα Network Management προς τον χρήστη -και όχι προς τον server. Και πάλι, όμως, λείπει ένα σημαντικό στοιχείο: το testing από το χρήστη, ή το remote site, προς τον server. Η μέτρηση της εμπειρίας του τελικού χρήστη σημαίνει ότι θα πρέπει να μετράμε την απόδοση από τη δική του προοπτική. Χωρίς αυτήν, η άποψη του network manager σχετικά με την κατάσταση του δικτύου είναι ελλιπής.

Περί αισθήματος ασφάλειας
Ενα τεστ τύπου ping/port μας δείχνει ποιες συσκευές είναι «up» αλλά όχι το εάν λειτουργούν κανονικά. Αυτές οι ενδείξεις τύπου «κόκκινο/πράσινο φως» δίνουν μια λανθασμένη αίσθηση σχετικά με την απόδοση του δικτύου. Οι ελλείψεις προκύπτουν στην παρακολούθηση και στην ανάλυση της πραγματικής απόδοσης του δικτύου και των εφαρμογών επειδή βασίζονται στη μέτρηση της απόδοσης πρωτοκόλλων όπως το ping, ως proxy της πραγματικής κίνησης δεδομένων. Τα proxies δεν αποτελούν επαρκή ένδειξη της πραγματικής απόδοσης των εφαρμογών όπως την αντιλαμβάνεται ο χρήστης σε ένα κατανεμημένο δίκτυο.

Επιφανειακή ορατότητα
Οι network engineers δεν έχουν πάντα την ορατότητα που απαιτείται για την επίλυση των προβλημάτων απόδοσης. Δεν βλέπουν την πραγματική κίνηση στο δίκτυο, παρά μόνο στατιστικές και συμπτώματα. Στην πραγματικότητα, όμως, απαιτείται μεγαλύτερη ορατότητα και λεπτομέρεια προκειμένου να εντοπιστεί το βαθύτερο αίτιο των προβλημάτων απόδοσης. Χωρίς την ορατότητα των δεδομένων που βρίσκονται στο «καλώδιο» ή στο «αέρα» (στην περίπτωση των WLANs) δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν αποκρίνεται και πώς συμπεριφέρεται το δίκτυο.

Κι όταν δεν έχουμε γνώση της πραγματικής απόδοσης, ο network manager είναι καταδικασμένος να λειτουργεί «εκ των υστέρων» -επιδιορθώνοντας προβλήματα τα οποία αναφέρουν οι χρήστες- και όχι εκ των προτέρων -εντοπίζοντας τα προβλήματα προτού αυτά γίνουν αντιληπτά από τους χρήστες και προλαμβάνοντάς τα.

Τοπίο στην ομίχλη
Η έλλειψη ορατότητας που περιγράφτηκε παραπάνω οδηγεί στη δημιουργία μιας λανθασμένης άποψης σχετικά με την απόδοση των εφαρμογών και του δικτύου. Αυτό, με τη σειρά του, δημιουργεί επιχειρησιακούς κινδύνους -πολλοί από τους οποίους μπορεί να αποδειχτούν ιδιαίτερα ακριβοί. Προβλήματα που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά και που καθυστερούν να επιλυθούν, επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγικότητα. Η καθυστέρηση και ο εκνευρισμός με τον οποίο λειτουργεί το προσωπικό όταν το δίκτυο και οι εφαρμογές «σέρνονται» έχει άμεσο αντίκτυπο στην παραγωγικότητα.

Ο βαθμός στον οποίο προκαλούνται καθυστερήσεις μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση αλλά το γεγονός ότι το downtime κοστίζει ισχύει για όλους ανεξαιρέτως. Η έλλειψη δυνατότητας troubleshooting σημαίνει ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος για την επίλυση των προβλημάτων. Αποτελεί ένα επιπρόσθετο εμπόδιο για τους network managers το να μην μπορούν να εντοπίσουν και να απομονώσουν άμεσα το σημείο στο οποίο εκδηλώνεται το πρόβλημα -αν πρόκειται για server ή client, για εφαρμογή ή για το δίκτυο.

Ο network manager θα πρέπει ακόμα να είναι σε θέση να αξιολογεί τη σοβαρότητα του κάθε προβλήματος και τον αντίκτυπό του στους χρήστες και στους πόρους, ώστε να μπορεί να δίνει προτεραιότητα στα πιο κρίσιμα ζητήματα.

Η έλλειψη γνώσης σχετικά με την πραγματική κατάσταση του δικτύου μπορεί ακόμα να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις σχετικά με επενδύσεις. Οι επιχειρήσεις είναι επιρρεπείς σε δαπάνες χρημάτων για βελτιώσεις της υποδομής που δεν είναι πραγματικά απαραίτητες, κατηγορώντας το bandwidth ενώ το πρόβλημα βρίσκεται αλλού.


Το δίκτυο «στα σημεία»
Οταν μιλάμε για Νetwork Management, τείνουμε να εστιάζουμε στη διαθεσιμότητα και το uptime, παρά στην αποτελεσματικότητα και την απόδοση. Προκειμένου να μπορούν να λειτουργούν με τρόπο προνοητικό, οι μηχανικοί του δικτύου θα πρέπει να μπορούν να πραγματοποιούν μια καθημερινή, εις βάθος παρακολούθηση της απόδοσης και root cause analysis των βασικών συσκευών, των links και των εφαρμογών δικτύου. Εκτός κι αν καθιστά δυνατή τη μετάβαση από τον τυπικό προς ένα στρατηγικό τρόπο λειτουργίας, η υπερβολική εξάρτηση από ένα σύστημα Network Management περιλαμβάνει και τον κίνδυνο του εφησυχασμού.

Η σωστή επιλογή ενός συστήματος Network Management πρέπει να καθοδηγείται από τα παρακάτω κριτήρια:
1. Απόλυτη ορατότητα όλου του δικτύου: Οι network managers έχουν ανάγκη για πλήρη ορατότητα -σωστή πληροφορία, στο σωστό επίπεδο λεπτομέρειας σχετικά με κάθε παράγοντα του δικτύου και, ιδίως, για την πραγματική του απόδοση. Η ορατότητα αυτή πρέπει να προκύπτει από την παρακολούθηση πολλαπλών σημείων του δικτύου, περιλαμβανομένων των remote sites και κρίσιμων σημείων που δίνουν την προοπτική του χρήστη, σε συνδυασμό με διαγνώσεις της πραγματικής κίνησης σε ενσύρματα και ασύρματα δίκτυα.

2. Συνεπής παρακολούθηση για έγκαιρη προειδοποίηση σχετικά με την πραγματική απόδοση: Η μετάβαση από το μοντέλο της reactive λειτουργίας σε εκείνο της proactive απαιτεί παρακολούθηση σε συνεχή βάση για τον εντοπισμό προβληματικών καταστάσεων αλλά και για την παρακολούθηση της πραγματικής απόδοσης -κυρίως σε επίπεδο υπηρεσιών και εφαρμογών. Η συνεπής παρακολούθηση των κρίσιμων network paths και των πραγματικών transactions μεταξύ εφαρμογών παρέχει πολύτιμη γνώση σχετικά με το τι αποτελεί «φυσιολογική» συμπεριφορά δικτύου και εφαρμογών. Η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση και καταγραφή τάσεων επιτρέπει στους μηχανικούς δικτύων να εντοπίζουν με ταχύτητα τα πραγματικά ζητήματα και να τα διαχωρίζουν από μεμονωμένα προβληματικά περιστατικά.

3. Ευφυΐα και αυτοματοποίηση: Η χρήση εργαλείων με ενσωματωμένες βάσεις γνώσης αποτελεί έναν από τους καλύτερους τρόπους για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Τα εργαλεία αυτά εξετάζουν τα δεδομένα για την τυχόν εμφάνιση επαναλαμβανόμενων μοτίβων και πιθανών σεναρίων και προτείνουν αντίστοιχα έναν τρόπο αντιμετώπισής τους. Για παράδειγμα, σε επίπεδο packet analysis, εξετάζονται τα packets του δικτύου και στη συνέχεια εφαρμόζονται κανόνες ώστε να εντοπιστούν ενδεχόμενες ασυμφωνίες σε πρωτόκολλα ή εφαρμογές.

4. Μέσα και μέθοδοι για εύκολη συνεργασία: Η αξία των δεδομένων αυξάνεται όταν τα μοιραζόμαστε. Για να τα μοιραστούμε, απαιτείται η χρήση εργαλείων που επιτρέπει το reporting και το collaboration μεταξύ πολλαπλών ομάδων μέσω του web-based reporting. Ενα αντίστοιχο web-based portal επιτρέπει σε πολλαπλούς χρήστες να έχουν ορατότητα του δικτύου και είναι χρήσιμο για την «υπεράσπισή» του, όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Εξυπηρετεί ακόμα τη συνεργασία μεταξύ του προσωπικού Πληροφορικής όταν υπάρχει κάποιο θέμα προς αντιμετώπιση.

5. Ευκολία εγκατάστασης, ταχεία απόσβεση και περιορισμένες απαιτήσεις συντήρησης: Το configuration κάποιων συστημάτων διαρκεί από ημέρες μέχρι εβδομάδες. Οταν αξιολογείτε μια πιθανή λύση, θα πρέπει να συνυπολογίζετε το χρόνο που θα χρειαστείτε για την εγκατάσταση και τη συντήρησή της. Οσο περισσότερο χρόνο καλείται το προσωπικό ΙΤ να διαθέσει στο configuration και τη συντήρηση ενός συστήματος, τόσο λιγότερο χρόνο έχει για την παρακολούθησή του και για troubleshooting. Συνυπολογίστε ακόμα το κόστος του customization ή των επιπρόσθετων υπηρεσιών, καθώς και το χρόνο που απαιτείται μέχρι να εξοικειωθούν οι χρήστες με τις νέες διαδικασίες. Οσο περισσότερος χρόνος απαιτείται για την εγκατάσταση, το configuration και την εξοικείωση του προσωπικού -και όσο μεγαλύτερες είναι οι ανάγκες του όσον αφορά τη συντήρηση- τόσο περισσότερο θα αργήσει να φανεί η απόδοση στη σχετική επένδυση.

6. Ενας για όλους: Οταν καταλήγουμε να χρησιμοποιούμε πολλά διαφορετικά εργαλεία διαχείρισης, τα κόστη των σχετικών αδειών, της συντήρησης, της εκπαίδευσης και της διασφάλισης διαλειτουργικότητας μπορεί να αθροιστούν σε ένα δυσθεώρητο ποσό. Για το λόγο αυτό, ενδείκνυται η προτίμηση εργαλείων που καλύπτουν όσο το δυνατό περισσότερες λειτουργίες.

Με στόχο την ολοκλήρωση
Η Διεύθυνση Πληροφορικής που αντιμετωπίζει το θέμα του Network Management συμβατικά, δεν θα καταφέρει ποτέ να έχει ολοκληρωμένη άποψη, ανεξάρτητα από το πόσο προσωπικό και πόρους αφιερώνει στη διαχείριση του δικτύου. Για να μπορέσει να ξεπεράσει το θέμα της έλλειψης σωστής προοπτικής, της λανθασμένης αίσθησης ασφάλειας, του ανεπαρκούς troubleshooting και της αδυναμίας για ανάλυση σε βάθος θα πρέπει να υιοθετήσει μια μελετημένη στρατηγική η οποία δίνει έμφαση στην επαρκή παρακολούθηση και ανάλυση, με επίκεντρο πάντα τον χρήστη και την πραγματική απόδοση των εφαρμογών και του δικτύου.

Η προσέγγιση αυτή, θα πρέπει να επιτρέπει στο network manager να λειτουργεί με τρόπο στρατηγικό και proactive αντί να επεμβαίνει πυροσβεστικά για να λύσει προβλήματα που έχουν ήδη «ανάψει φωτιές». Η γνώση των πιθανών κινδύνων και προβλημάτων και η συνειδητή επιλογή λύσης για το network management συντείνουν στην πραγματοποίηση επενδύσεων που αυξάνουν την αξιοπιστία και την απόδοση του δικτύου και των εφαρμογών, μειώνοντας το downtime και την αναποτελεσματικότητα.