Η Ericsson ανακοίνωσε τα αποτελέσματα μελέτης που πραγματοποίησε από κοινού με την εταιρεία Arthur D. Little και το Chalmers University of Technology, σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της ταχύτητας ευρυζωνικής πρόσβασης για τα νοικοκυριά.

Λαμβάνοντας χώρα στο μικροοικονομικό επίπεδο του νοικοκυριού, η μελέτη αποκαλύπτει το όριο της ελάχιστης αναβάθμισης ταχύτητας που απαιτείται προκειμένου να προκύψει μια στατιστικά σημαντική μεταβολή στο εισόδημα των νοικοκυριών. Το όριο αυτό είναι διαφορετικό για τις χώρες του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) και τις μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες (Βραζιλία, Ινδία και Κίνα). Τα απόλυτα επίπεδα απόδοσης εμφανίστηκαν υψηλότερα στις οικονομίες του ΟΟΣΑ, κάτι που καταδεικνύει ότι τα οφέλη από την αύξηση ταχύτητας είναι περισσότερα αν η ευρυζωνική σύνδεση εξασφαλίζει την πρόσβαση σε πιο προηγμένες υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας η μέση αύξηση του εισοδήματος του νοικοκυριού, για μια αναβάθμιση ταχύτητας από τα 4 στα 8 mbps, ανέρχεται στα 120 δολάρια το μήνα στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ τα νοικοκυριά στις μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες επωφελούνται περισσότερο αναβαθμίζοντας την ταχύτητα από τα 0,5 στα 4 mbps, που σημαίνει μέση αύξηση 46 δολαρίων το μήνα. Όπως δήλωσε ο Sebastian Tolstoy, Αντιπρόεδρος του τμήματος Radio Business development and Strategy της Ericsson όλα δείχνουν ότι η ευρυζωνική πρόσβαση έχει μια θετική επίδραση στην οικονομία και η αναβάθμιση της ευρυζωνικής ταχύτητας έχει θετικό αντίκτυπο.

Από την μεριά του ο Martin Glaumann, Συνεργάτης στην Arthur D. Little, τόνισε, ωστόσο, ότι σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ρυθμιστικές εξελίξεις αποτελούν τροχοπέδη για την πλήρη ανάπτυξη της δυναμικής αυτής.