Μια συνέντευξη του Γιώργου Ζαρκαδάκη στο Information Week, την οποία αναδημοσιεύουμε στο NetFax, αναδεικνύει τη συμβιωτική σχέση τεχνητής νοημοσύνης και εργαζομένων. Ο Γιώργος Ζαρκαδάκης θα είναι Keynote Speaker στο Artificial Intelligence Conference 2017 που θα διεξαχθεί στις 21 Μαρτίου στην Αθήνα.
Μιλώντας γενικά, πόσο χρόνο θα πρέπει να διαθέσουν στην ενημέρωσή τους οι C-Level και γιατί;
Γιώργος Ζαρκαδάκης: Θεωρώ ότι ήδη οι C-Level έχουν αντιληφθεί τη δυναμική των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης και την επίδραση που θα έχουν αυτές στις επιχειρηματικές λειτουργίες, στην ανάπτυξη προϊόντων και στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Μεγάλοι προμηθευτές τεχνολογίας, όπως οι Microsoft, Google και ΙΒΜ, προωθούν αυτήν την περίοδο πολύ δυναμικά την ΑΙ ατζέντα τους και συνεχώς ενοποιούν τεχνολογίες AI στις εφαρμογές τους, προσπαθώντας να τραβήξουν το ενδιαφέρον των CIOs και CTOs. Κατά την άποψή μου βρισκόμαστε στην κατάλληλη χρονική στιγμή που θα πρέπει οι C-Level να προσθέσουν την τεχνητή νοημοσύνη στις στρατηγικές τους προτεραιότητες. Πιστεύω ότι από εδώ και στο εξής, η τεχνολογία θα εξελιχθεί με πολύ γρήγορο ρυθμό και όσοι μείνουν πίσω θα είναι λιγότερο ανταγωνιστικοί.
Νέα use cases βασισμένα σε τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης εμφανίζονται σχεδόν καθημερινά. Κατά τη γνώμη σας πως θα επηρεάσει η τεχνητή νοημοσύνη την οργανωτική δομή των επιχειρήσεων;
Γ. Ζαρκαδάκης: Θεωρώ ότι θα επηρεάσει κυρίως τρεις τομείς. Αρχικά τις επιχειρηματικές διαδικασίες, αυτοματοποιώντας πολλές από αυτές που σήμερα γίνονται από ανθρώπους. Στη συνέχεια θα επηρεάσει τον τομέα ανάπτυξης προϊόντων και υπηρεσιών, προσθέτοντας στοιχεία που θα κάνουν ευκολότερη την αλληλεπίδραση ανθρώπων και μηχανών. Και τέλος θα επηρεάσει την ανάλυση δεδομένων, πετυχαίνοντας να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα τον εκρηκτικά αυξανόμενο ρυθμό δεδομένων που παράγεται κυρίως από την εξέλιξη του Internet of Things.
Όσον αφορά τον ανταγωνισμό, πώς η τεχνητή νοημοσύνη θα δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και πόσο εύκολο ή δύσκολο θα είναι για όσους δεν επενδύσουν γρήγορα να καλύψουν το κενό στη συνέχεια;
Γ. Ζαρκαδάκης: Θεωρώ ότι όσοι επενδύσουν άμεσα σε τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης θα είναι σαν να έχουν κάνει ένα άλμα στην αντίληψη και την αξιοποίηση ευκαιριών. Σε σχέση με προηγούμενες τεχνολογικές τάσεις, η τεχνητή νοημοσύνη δεν θα είναι μια αργή εξελικτική διαδικασία. Θα είναι σαν ένα διαστημόπλοιο που μόλις αφήνει το διαστημοδρόμιο και ενεργοποιεί άμεσα τους κινητήρες που το ωθούν με ταχύτητα φωτός. Από αυτήν την οπτική, όσοι δεν επενδύσουν άμεσα είναι πιθανό να βρεθούν εκτός ανταγωνισμού σε ελάχιστο χρόνο.
Ακούμε συχνά για τις διαχωριστικές γραμμές που θα πρέπει να υπάρχουν ανάμεσα σε ανθρώπους και μηχανές. Πώς βλέπετε το μέλλον σε αυτή
τη συμβίωση;
Γ. Ζαρκαδάκης: Υπάρχει μια ξεκάθαρη τάση προς την κατασκευή εξυπνότερων μηχανών, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να συνεργάζονται ευκολότερα μαζί τους. Αν και οι μηχανές όσο εξελίσσονται θα γίνονται περισσότερο αυτόνομες, αυτό θα περιορίζεται από τις ανθρώπινες νόρμες και ηθικές. Είτε πρόκειται για ρομπότ που εργάζονται σε μια γραμμή παραγωγής ή ευφυή συστήματα που λαμβάνουν αποφάσεις, η τεχνητή νοημοσύνη θα είναι ένας έμπιστος συνεργάτης μας στο μέλλον.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των εταιρειών που είναι πιο προετοιμασμένες για την τεχνητή νοημοσύνης;
Γ. Ζαρκαδάκης: Όλες οι εταιρείες που έχουν επανασχεδιάσει το επιχειρηματικό τους μοντέλο, βασισμένες σε ψηφιακές τεχνολογίες, είναι έτοιμες για την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Πρακτικά, η τεχνητή νοημοσύνη παίρνει το concept του digital transformation και το εξελίσσει σε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο.
Πώς θα επηρεάσει η τεχνητή νοημοσύνη το ανθρώπινο δυναμικό;
Γ. Ζαρκαδάκης: Θεωρώ ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα φέρει πολύ σημαντικές αλλαγές στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και ειδικά στην κατηγορία των white-collar εργαζομένων. Σύμφωνα με έρευνα της McKinsey, to 60% των εργασιών θα αυτοματοποιηθούν σε ποσοστό μέχρι και 30%. Η επίδραση θα είναι πιο έντονη στις entry level εργασίες με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερο για τους νέους που δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση να μπουν στο χώρο εργασίας. Ήδη πολλές εταιρείες αντικαθιστούν εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης με συνεργάτες που αναζητούν μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες. Από τη μια αυτό σημαίνει περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αλλά παράλληλα και μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια.