Εδώ και μερικά χρόνια πληθαίνουν οι φωνές σε διεθνές επίπεδο σχετικά με τα… ταραγμένα ψηφιακά “νερά” στα οποία έχουν -ήδη- εισέλθει τα “παραδοσιακά” χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία και καλούνται να ανταπεξέλθουν σε μια πλειάδα από νέες μορφές ανταγωνισμού, περισσότερο ευέλικτες, άμεσες, “φρέσκιες” και, παράλληλα, λιγότερο γραφειοκρατικές και δύστοκες. Πόσες πιθανότητες έχουν, τελικά, αυτές οι τράπεζες να καταφέρουν να διατηρηθούν στον αφρό, αγνοώντας τα… κελεύσματα ψηφιακών darlings, όπως λ.χ. οι Amazon, Alibaba κ.ά.;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης, την οποία διενήργησε η Novantas, το 58% των χρηστών δείχνουν αποφασισμένοι ή ακόμη και δηλώνουν σίγουροι σε πιθανή μεταστροφή τους, σε ότι έχει να κάνει με τις τραπεζικές υπηρεσίες που επιλέγουν να απολαμβάνουν και οι οποίες μέχρι σήμερα καλύπτονταν από τις “κλασικές” τράπεζες, για χάρη ενός νέου πρωταρχικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, ή ακόμη και για εναλλακτικούς παρόχους αντίστοιχων υπηρεσιών, όπως λχ. οι Amazon, Facebook, Apple, Google, Alibaba κ.ά. Μάλιστα, το παραπάνω μέγεθος είναι αυξημένο κατά 14% σε σχέση με ότι ίσχυε στην ίδια έρευνα το 2017!

Όπως επισημαίνουν τα στελέχη της Novantas, ολοένα και περισσότερες τράπεζες, σε διεθνές επίπεδο, βρίσκονται αντιμέτωπες με το ίδιο δίλημμα-πρόκληση: Με ποιο τρόπο θα τοποθετηθούν στην αγορά προκειμένου να είναι σε θέση να προσελκύσουν έστω ένα μικρό τμήμα από τους νέους πελάτες, ενόσω εξακολουθούν να φροντίζουν και να επικοινωνούν σε διαρκή βάση με την υφιστάμενη πελατειακή τους βάση.

Το αύριο είναι… σήμερα!
Ένα από τα σημαντικά σημεία του ζητήματος αποτελεί και το γεγονός ότι οι marketers περί των τραπεζικών δείχνουν να υπερτιμούν τις εμφανείς -φυσικά- διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των διαφορετικών γενεών, προκαλώντας στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μια έντονη δυσθυμία, σχετική με την αντίδρασή τους. Οι “παραδοσιακοί” παίκτες της τραπεζικής αγοράς φαίνεται να πιστεύουν ότι έχουν άφθονο χρόνο, έτσι ώστε να καταφέρουν να ανταποκριθούν στις ψηφιακές προτιμήσεις των τελικών χρηστών-πελατών, υποθέτοντας (αυθαίρετα) ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας εξ’ αυτών δεν βιάζονται και θα παραμείνουν πιστοί, όσο και προσκολλημένοι, στις αρχικές τραπεζικές τους επιλογές. Εξυπακούεται πως πρόκειται για μια άκρως λανθασμένη προσέγγιση, καταδικασμένη να αποτύχει! Στην έρευνά της, η Novantas κατηγοριοποίησε εκείνους τους χρήστες, οι οποίοι με την σειρά τους, κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών, επέλεξαν κάποιον άλλο πάροχο τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών, εν συγκρίσει με εκείνον που διέθεταν αρχικά. Τι έδειξε η επεξεργασία των εν λόγω στοιχείων; Πώς περίπου τα 2/3 εξ’ αυτών που επέλεξαν να αλλάξουν τραπεζικό πάροχο ανήκαν στην ηλικιακή κατηγορία των Millennials (47%) ή των Gen Z (15%). Την ίδια στιγμή, ενδιαφέρον προκαλεί το εύρημα πως ένας στους πέντε (20%) τοποθετούνταν ηλικιακά στην κατηγορία των Baby Boomers, ενώ ισάριθμα ήταν τα μεγέθη και για τους Gen X!

Το “απόγειο” του cross-selling
Ο… πατροπαράδοτος έλεγχος του υπολοίπου ενός τραπεζικού λογαριασμού αποτελούσε τον “πυρήνα” κάθε τραπεζικής σχέσης και συναλλαγής, σε σημείο τέτοιο ώστε οι τραπεζικοί παράγοντες να την θεωρούν ως ένα από το πιο κρίσιμα κομμάτια του παζλ της σχέσης τους με τους ίδιους τους πελάτες. Μάλιστα, επί σειρά ετών “έχτισαν” και προώθησαν προϊόντα και υπηρεσίες εκμεταλλευόμενοι την επίσκεψη των πελατών προκειμένου να ελέγξουν το υπόλοιπο του τραπεζικού τους λογαριασμού! Ορισμένες τράπεζες είχαν δημιουργήσει καταθέσεις ταμιευτηρίου, οι οποίες παρουσίαζαν δυνητικούς κινδύνους για τους παραδοσιακούς τραπεζικούς παρόχους. Η έκθεση της Novantas προειδοποιεί ότι οι τελευταίοι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν ως “βάση” για να πραγματοποιήσουν cross-sell πωλήσεις. Μάλιστα, όπως αποδεικνύεται, περίπου ένας στους τρεις απ’ όσους είχαν ανοίξει νέο λογαριασμό συναλλαγών είχε μια πρότερη σχέση με το εν λόγω τραπεζικό ίδρυμα σε επίπεδο λ.χ. λογαριασμού ταμιευτηρίου. Όπως διαπιστώνεται, οι πελάτες που έχουν επί του παρόντος μια πρωταρχική σχέση συνεργασίας με μια εθνική ή direct τράπεζα βρίσκουν ως εξόχως ελκυστική την ιδέα να ανοίξουν ένα λογαριασμό σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει δημιουργήσει μια τεχνολογική εταιρία, όπως λ.χ. η Amazon, εν συγκρίσει με όσους καταναλωτές σχετίζονται με τοπικά ή κοινοτικά πιστωτικά ιδρύματα.

Φαίνεται ότι, όσοι πελάτες δεν λογίζουν ή δεν φοβούνται την απρόσωπη προσέγγιση, που συσχετίζεται συχνά με τις υπερ-τράπεζες, μπορεί απλά να βρεθούν να συναλλάσσονται με έναν εξίσου απρόσωπο τραπεζικό πάροχο που προέρχεται από τον εν γένει χώρο της τεχνολογίας, ενώ οι καταναλωτές που εκτιμούν και σταθμίζουν πιο ψηλά την προσωπική τους εξυπηρέτηση φαίνεται πως είναι λιγότερο δεκτικοί απέναντι σε μια τέτοια προσέγγιση.

Δελεαστικό το ενδεχόμενο των tech-banks!
Ωστόσο, η ίδια μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, καθένας που ανοίγει ένα νέο λογαριασμό θα μπορούσε εύκολα να αποτελέσει στόχο από νέους – ακόμα και υποθετικούς- “παίκτες” της τραπεζικής αγοράς. Σχεδόν έξι στους δέκα πελάτες που εντάσσονται στην κατηγορία όσων είναι έντονα υποψήφιοι να αλλάξουν πάροχο τραπεζικών υπηρεσιών ισχυρίζονται πως θα ήταν εξαιρετικά πιθανό να επέλεγαν αντίστοιχες υπηρεσίες ή προϊόντα που θα διέθετε κάποια εταιρεία τεχνολογίας.

Αυτές οι τάσεις θα πρέπει να λειτουργήσουν ως “καμπανάκι κινδύνου” για τα μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα, όπου απαντώνται περισσότερο ηλικιωμένοι καταναλωτές. Κι ενώ οι Millennials και Gen Z είναι πιο πιθανό να μετακινηθούν σε έναν πάροχο τεχνολογίας, κάτι παραπάνω από το ήμισυ όσων ανήκουν στην κατηγορία των Gen X, ακόμη και σχεδόν το 1/3 των Baby Boomers δηλώνουν πως θα ακολουθούσαν… την ίδια διαδρομή!

Πλέον, η “λάμψη” και τα θετικά αισθήματα απέναντι στη νέα, “φρέσκια” τάση μεταξύ των καταναλωτών που ζουν, εργάζονται και ψωνίζουν online δεν μπορεί να υποτιμηθεί από την τραπεζική αγορά. Με βάση την έρευνα της Novantas, το 67% των online αγοραστών θεωρούν την Amazon ως τον πιο καινοτόμο retailer, ενώ το ίδιο θεωρούν και το 78% των χρηστών του Amazon Prime.


Ένα από τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σημεία της μελέτης είναι και το γεγονός ότι δεν παρατηρείται κάποια εμφανής διαφοροποίηση μεταξύ των “παραδοσιακών” τραπεζικών ιδρυμάτων, ενώ οι direct μορφής τράπεζες έχουν μεγαλύτερο βαθμό αποδοχής μεταξύ των καταναλωτών, καθώς είναι μοναδικές, ή διαφοροποιημένες, έναντι των κλασικών “παικτών”. Βέβαια, οι προκλήσεις είναι συνεχείς, καθώς εντείνεται η διείσδυση των new-age εταιρειών ηλεκτρονικού εμπορίου.

Μπορεί πολλοί καταναλωτές -ιδιαίτερα οι νεότεροι σε ηλικία- να αντιμετωπίζουν τους πιθανούς νέους ανταγωνιστές τους στον τραπεζικό χώρο ως μια σύγκρουση μεταξύ των παραδοσιακών παρόχων και όσων έρχονται να προκαλέσουν το ανάλογο disrupt, εντούτοις όμως τα αντιμαχόμενα μέρη και τα αντίπαλα στρατόπεδα παραμένουν υπό διευκρίνηση. Οι έντονες αντιθέσεις που διαχωρίζουν τα δύο μέρη -ψηφιακά / νέα έναντι offline / παραδοσιακά- εξασθενούν. Για παράδειγμα, η μελέτη της Novantas επισημαίνει ότι, οι μεγαλύτερες τράπεζες δείχνουν να υιοθετούν “έξυπνες” λύσεις, όπως λ.χ. το Alexa του Amazon, ενώ η τελευταία, όπως αντίστοιχα και άλλοι ηγέτες του ηλεκτρονικού εμπορίου, εγκαινιάζουν φυσικές τοποθεσίες και εξερευνούν στρατηγικές για την ανάπτυξη δικτύου φυσικών καταστημάτων.

Μάλιστα, οι φήμες μιας “Amazon τράπεζας” εξακολουθούν να είναι ισχυρές, όπως δεδομένο είναι πως ο παγκόσμιος e-commerce ηγέτης είναι εξίσου “ανοικτός” στη θεμελίωση συνεργασιών με παραδοσιακούς παρόχους τραπεζικών υπηρεσιών και προϊόντων.

Η σταδιακή αποδρομή των φυσικών καταστημάτων
Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι δύο μεγαλύτερες ηλικιακά γενιές -Gen X και Baby Boomers- εξακολουθούν να θέτουν τα υποκαταστήματα στην κορυφή της πυραμίδας σε ότι αφορά την ευκολία της εξυπηρέτησής τους. Όπως υπογραμμίζουν στελέχη της Novantas, οι περιφερειακές τράπεζες διαθέτουν κατά κανόνα υψηλότερο από τον μέσο όρο αριθμό καταναλωτών που γεννήθηκαν πριν από το 1980.

Παρά την προτίμηση των μεγαλύτερης ηλικίας πελατών για τα φυσικά καταστήματα, οι καταναλωτές συνολικά πραγματοποιούν ολοένα και λιγότερες εργασίες σε αυτά. Ωστόσο, η συνέχιση της εξυπηρέτησης αυτών των πελατών “μεταφράζεται” σε διατήρηση επενδύσεων σε δίκτυα υποκαταστημάτων και σε άλλες φυσικές πτυχές της τραπεζικής, η οποία αποδεικνύεται ιδιαίτερα δαπανηρή.

Ένα σημαντικό μέρος του δικτύου των καταστημάτων αποτελούν οι ίδιοι οι υπάλληλοί του, ωστόσο με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας της Novantas, παρόλο που οι καταναλωτές συμφωνούν ότι «οι εργαζόμενοι των τραπεζών είναι γενικά ευχάριστοι στη παρουσία και την συνεργασία μαζί τους, εντούτοις όμως το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό γνώρισμα βρίσκεται αρκούντως χαμηλά σε συνολική σημασία”.

Δεδομένα, που δείχνουν να υποστηρίζουν το μοντέλο “thin branch”, το οποίο ακόμη και ορισμένα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζουν σε επιλεγμένες αγορές. Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζικών ιδρυμάτων έχουν συρρικνώσει το αποτύπωμά τους στο επίπεδο των υποκαταστημάτων των υφισταμένων δικτύων τους, ενώ και στο εγγύς μέλλον τα πράγματα αναμένεται να ενταθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Σύμφωνα με τα στελέχη της Novantas, η μεταβαλλόμενη δυναμική της αγοράς στον τραπεζικό τομέα μπορεί να είναι ιδιαίτερα ενοχλητική για τις περιφερειακές τράπεζες. Σε αυτή την περίπτωση, οι περιφερειακοί παίκτες κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν μεταξύ της κλίμακας των μεγάλων τραπεζών και του παραδοσιακού, υπερ-τοπικού μοντέλου των περιφερειακών ή ακόμη και τοπικών μοντέλων.

Σε τελική ανάλυση, οι περιφερειακές τράπεζες είναι αναγκασμένες να διατηρούν ευρεία όσο και δαπανηρά δίκτυα υποκαταστημάτων, ενώ την ίδια στιγμή και να διαθέτουν μια πλειάδα από εργαλεία ψηφιακής τραπεζικής. Κάτι παραπάνω από το ήμισυ του συνόλου των χρηστών, που έχουν γνωστοποιήσει την πρόθεσή τους να αλλάξουν πάροχο τραπεζικών υπηρεσιών, δηλώνουν ότι έχουν τη διάθεση να δημιουργήσουν ψηφιακά τον επόμενο τρέχον λογαριασμό τους. Αίσθηση προκαλεί το εύρημα ότι ένας σημαντικός αριθμός ερωτηθέντων στη σχετική μελέτη της Novantas δήλωσε ότι ήταν δυσαρεστημένοι που δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν τη διαδικασία ανοίγματος λογαριασμού, δίχως να μεταφερθούν από τα ψηφιακά κανάλια στα φυσικά, ήτοι στο ίδιο το κατάστημα.

Ενώ το 35%, όσων επέλεξαν να αλλάξουν χρηματοοικονομικό πάροχο, δήλωσε ότι ξεκίνησε να ανοίγει ψηφιακά τον τρέχοντα κύριο τραπεζικό λογαριασμό τους, μόλις κάτι παραπάνω από το 1/4 (27%) κατάφερε να ολοκληρώσει τη διαδικασία πλήρως στον υπολογιστή, στο tablet ή στο smartphone του.

Τέλος, το “γενναίο” άνοιγμα προς την ψηφιακή εποχή μετατρέπεται σε απόλυτο “must-have”, ενώ όσα τραπεζικά υποκαταστήματα καταφέρουν να επιβιώσουν, οφείλουν τάχιστα να επανατοποθετηθούν στην αγορά. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τις τράπεζες να αναβαθμίσουν το ψηφιακό κανάλι πωλήσεων, προκειμένου να έχουν πετυχημένη παρουσία στην απόκτηση νέων πελατών.