Η τεράστια αύξηση των ψηφιακών δεδομένων αποτελεί σημείο προβληματισμού για όλες τις σύγχρονες επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, οι λύσεις cloud computing γίνονται ολοένα πιο δημοφιλείς, και προβάλλονται ως απάντηση στην παραπάνω πρόκληση.
Μέχρι το 2020, υπολογίζεται ότι ο όγκος των δεδομένων θα φτάσει τα 35 Ζetabyte, δηλαδή περίπου 40 φορές περισσότερα δεδομένα σε σχέση με σήμερα, περιλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερα unstructured data.
Η διαχείριση μεγάλων βάσεων δεδομένων αποτελούσε πάντα μια σημαντική πρόκληση για τις περισσότερες εταιρείες. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η διαχείριση των δεδομένων αποτελεί μια ευκαιρία τόσο για βελτίωση της αποτελεσματικότητας, όσο και για δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που διοργάνωσε το netweek με θέμα «Big Data meets Cloud και τη συμμετοχή του Πέτρου Θεοδωράκη, Διευθυντή Πληροφορικής & Επικοινωνιών, Διαχειριστής Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) Α.Ε., του Λεωνίδα Φλωράκη, Διευθυντή Πληροφορικής, Τηλετυπος (Mega), του Λεωνίδα Τσιγώνια, Διευθυντή Πληροφορικής, Αττικό Μετρό, του Λεωνίδα Δαραβέλη, Διευθυντή Επιχειρηματικής Μονάδας Συστημάτων Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, του Κωνσταντίνου Κύρκου, CIO, Allianz Greece και του Δημήτρη Κόλλια, Διευθυντή Πληροφορικής, Τσιμέντα Χάλυψ-Italcementi Group, αναλύθηκαν τα παρακάτω θέματα:
α) η άντληση αξίας από τον ολοένα αυξανόμενο όγκο των -δομημένων και αδόμητων- επιχειρησιακών δεδομένων
β) οι απαιτήσεις που εγείρουν τα Big Data σε συστήματα αποθήκευσης και ανάλυσης και το τι αποτελεί «έξυπνη επένδυση» για την κάλυψη των αναγκών αυτών, σήμερα
γ) ο ρόλος και η επιλογή του cloud για την εξυπηρέτηση των παραπάνω αναγκών.
Η διεξαγωγή της συζήτησης έγινε με τη χορηγία της Performance και της EMC, τις οποίες εκπροσώπησαν οι Ανδρέας Τσαγκάρης και Νίκος Μπρίκης, αντίστοιχα.
Διαχείριση δεδομένων: προκλήσεις και απαιτήσεις
Με δεδομένη την εκθετική αύξηση διαχείρισης των εγγράφων και των ηλεκτρονικών στοιχείων στις επιχειρήσεις και οργανισμούς, η Πληροφορική καλείται να αναπτύξει την κατάλληλη πλατφόρμα που θα χρησιμοποιεί ως μοχλό την υποδομή για να υποστηρίξει τις επιχειρησιακές ανάγκες και να παρέχει τη σωστή πληροφορία στο σωστό χρόνο για τη λήψη μιας επιχειρησιακής απόφασης.
Αυτό σημαίνει ότι η επιχείρηση θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιοποιεί τις σύγχρονες τεχνολογίες και τις επιχειρησιακές διαδικασίες, ώστε να δοµήσει τον όγκο των δεδομένων που δημιουργούνται και ανταλλάσσονται ανάµεσα στα τµήµατα και να τον µετατρέπει σε χρήσιμη πληροφορία, στην οποία οι εργαζόμενοι και οι συνεργάτες της έχουν πρόσβαση μέσα από εύχρηστες εφαρμογές που βρίσκονται σε ετερογενή μηχανογραφικά περιβάλλοντα. Οι εφαρμογές αυτές πρέπει να είναι γρήγορες και ευέλικτες, καθώς και να παρέχουν αξιοποιήσιμο και λειτουργικό περιεχόμενο σε σχέση µε τα δεδομένα που απεικονίζουν.
Σύμφωνα με τον Π. Θεοδωράκη, για να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες διαχείρισης δεδομένων, η Διεύθυνση Πληροφορικής θα πρέπει να στραφεί στις νέες τεχνολογίες: «Στη ΔΕΣΦΑ επιδιώξαμε να πετύχουμε οικονομίες κλίμακας, ώστε η διαχείριση να εξακολουθεί να γίνεται από την ίδια ομάδα. Η πρόκληση σε αυτό είναι να αντιληφθεί κανείς τη σημασία χρήσης νέων τεχνολογιών και ταυτόχρονα να καθοδηγήσει την ομάδα του προς αυτή την κατεύθυνση».
Στις προκλήσεις της ξαφνικής αύξησης των δεδομένων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Διεύθυνση Πληροφορικής του Mega εξαιτίας της μεγάλης πια χρήσης video στο site του καναλιού, και μάλιστα high definition, ενώ ο Λ. Δαραβέλης εστίασε στις ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις των κανονιστικών πλαισίων, που αφενός αυξάνουν τα δεδομένα, αφετέρου προσθέτουν πολυπλοκότητα στη διαχείρισή τους. Σε αυτή την άποψη συνηγόρησε και ο Κ. Κύρκος, ο οποίος επισήμανε ότι οι ανάγκες συμμόρφωσης επιφέρουν σημαντικές μεταβολές τόσο στον τρόπο διαχείρισης των δεδομένων όσο και στις αντίστοιχες εφαρμογές.
Ο Λ. Τσιγώνιας αναφέρθηκε στο τι γίνεται στα δεδομένα στις περιπτώσεις συγχωνεύσεων διαφορετικών εταιρειών, καθώς ο νέος νόμος για τις συγκοινωνίες ορίζει τη συγχώνευση σε μία εταιρεία και των τριών μέσων σταθερής τροχιάς, ενώ τη διάσταση της πίεσης για μείωση του κόστους έθεσε στο τραπέζι ο Δ. Κόλλιας, αφού η κρίση έχει «χτυπήσει» περισσότερο ή λιγότερο όλες τις εταιρείες.
Μεταφέροντας τις εμπειρίες του παρόχου τεχνολογιών διαχείριση δεδομένων, ο Α. Τσαγκάρης υποστήριξε ότι «διαπιστώνουμε μια αύξηση στις ανάγκες διατήρησης και υποστήριξης των δεδομένων, η οποία τις περισσότερες φορές είναι εκθετική». «Το κόστος είναι μια μεγάλη πρόκληση, ιδιαίτερα σήμερα», υποστήριξε, «η βέλτιστη διαχείρισή τους, όμως, είναι το βασικό ζητούμενο όλων των εταιρειών, προκειμένου να αντλήσουν αξία από τα δεδομένα αυτά».
Αντλώντας αξία
Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλες οι εταιρείες διαπιστώνουν μια αύξηση των δεδομένων, το ίδιο και οι προβλέψεις των αναλυτών… Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες τα δεδομένα αυτά πρέπει να αποθηκεύονται, να διαχειρίζονται, να ανακτώνται και το πιο σημαντικό να παραδίδουν αξία στην εταιρεία. «Τα data είναι χρήσιμα μόνο αν μπορείς να τα αναλύσεις και να αντλήσεις την πληροφορία που θα προσφέρει επιχειρηματική αξία», υπογράμμισε ο Λ. Τσιγώνιας.
Και η Διεύθυνση Πληροφορικής μέσα από τη βέλτιστη διαχείριση των δεδομένων «Πραγματικά μπορεί να δημιουργήσει επιχειρηματική αξία – αφού οι επιχειρηματικές ανάγκες δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη διαχείριση, αλλά κυρίως με την αξιοποίηση της πληροφορίας», όπως είπε χαρακτηριστικά ο Κ. Κύρκος. Αυτές οι επιχειρηματικές ανάγκες καλύπτονται από τις τεχνικές εξόρυξης δεδομένων (data mining) και επιχειρηματικής ευφυΐας (business intelligence) και μπορούν να επιφέρουν την επίτευξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των επιχειρήσεων στο χώρο που δραστηριοποιούνται, και βεβαίως τη μείωση του κόστους λειτουργίας με ταυτόχρονη αύξηση κερδών.
Οι εφαρμογές Business Intelligence αποτελούν το βασικό εργαλείο για τις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να αναπτύξουν συστήματα αναζήτησης χρήσιμων σχέσεων στα δεδομένα που συλλέγουν, για λόγους διαχείρισης σχέσεων πελατείας, για τη λήψη των βέλτιστων αποφάσεων, ταχύτερη ανταπόκριση στις ανάγκες της αγοράς κ.ά.
Κλείνοντας τον πρώτο κύκλο της συζήτησης, ο Ν. Μπρίκης, κατέθεσε την εμπειρία της EMC, υποστηρίζοντας ότι ο ρόλος της τεχνολογίας είναι να αναλάβει να διαχειριστεί την πολυπλοκότητα των υποδομών για λογαριασμό των ανθρώπων. «Η τεχνολογία που το επιτρέπει αυτό υπάρχει, απαιτείται όμως ένα είδος ‘παραχώρησης κυριαρχίας’ από τον άνθρωπο, στην τεχνολογία», είπε χαρακτηριστικά.
Storage και άλλες λύσεις στο cloud
Cloud computing σημαίνει μεγάλα κέντρα δεδομένων, τα οποία προσφέρουν οικονομίες κλίμακας, φθηνότερη υπολογιστική ισχύ και κυρίως, την ευελιξία να πληρώνει κανείς μόνο για ότι χρησιμοποιεί. Ισχυρά πλεονεκτήματα, τα οποία ωστόσο συνοδεύονται και από αντίστοιχους προβληματισμούς, «κυρίως για τη χρήση μοντέλων Infrastructure-as-a-Service, αφού το Software-as-Service θεωρείται πλέον σημαντικά διαδεδομένο», όπως επισήμανε ο Α. Τσαγκάρης.
Προφανώς μία επιχείρηση που λειτουργεί ήδη και έχει επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στη μηχανογραφική της υποδομή, δεν θα περάσει ξαφνικά στην αξιοποίηση υπηρεσιών cloud για θέματα storage. Απαιτείται απόσβεση, ωρίμανση και σταδιακή μετάβαση. Ισως εφαρμογές όπως το ERP να απαιτήσουν μεγαλύτερη ωρίμανση, αλλά άλλες όπως e-Mail services, office communication services, backup, storage και disaster recovery services είναι ήδη ώριμες να ενταχθούν στο cloud computing.
Η ασφάλεια των δεδομένων σε περιβάλλον cloud είναι ένα θέμα που γενικά δημιουργεί κάποιους προβληματισμούς. «Κατά συνέπεια απαιτείται διασφάλιση των συνθηκών προστασίας των δεδομένων εφαρμόζοντας τις πλέον προηγμένες τεχνολογίες και ακολουθώντας αυστηρά πιστοποιημένες διαδικασίες σε όλα τα στάδια διαχείρισής τους», είπε ο Κ. Κύρκος. Για τη λειτουργία αυτών των υπηρεσιών θα πρέπει να επιλέγονται data center με υποδομές υψηλής προστασίας.
Μονόδρομο χαρακτήρισε ο Π. Θεοδωράκης τις λύσεις cloud για τα επόμενα χρόνια, είτε private είτε public. «Στη ΔΕΣΦΑ ήδη εφαρμόζουμε στρατηγικές internal cloud», συμπλήρωσε και κατέληξε ότι ο προβληματισμός έγκειται κυρίως για την επιλογή του public cloud.
Στο ίδιο μήκος κύματος, και ο Λ. Φλωράκης υπερθεμάτισε της επιλογής του cloud, και μάλιστα εξωτερικού, μια επιλογή που ακολουθεί το Mega, τονίζοντας ωστόσο την ιδιαιτερότητα του μεγάλου όγκου δεδομένων που περιέγραψε παραπάνω όσον αφορά το video, ενώ εμφανίστηκε επιφυλακτικός για τη μετάβαση των υπόλοιπων, κρίσιμων δεδομένων και ευαίσθητων εφαρμογών της εταιρείας. Μια τέτοια κίνηση, άλλωστε, πέρα από τις αντικειμενικές παραμέτρους σχετίζεται και με τη νοοτροπία και τις ιδιαιτερότητες κάθε εταιρείας.
Μέσα στις επιλογές που εξετάζει και το Αεροδρόμιο είναι το cloud, σύμφωνα με τον Λ. Δαραβέλη, όμως και σε επίπεδο παρόχου, αφού η Πληροφορική στο ΔΑΑ είναι επιχειρηματική μονάδα η οποία εκτός των άλλων ‘πουλάει’ ΙΤ υπηρεσίες στην επιχειρηματική κοινότητα του αεροδρομίου και όχι μόνο. Τα πολλαπλά πλεονεκτήματα του cloud αναγνώρισε και ο Δ. Κόλλιας. Υποστήριξε ωστόσο ότι οι περισσότερες εταιρείες είναι ακόμα «συγκρατημένες», καθώς εκκρεμούν ακόμα σημαντικά θέματα ανάμεσά τους και ζητήματα νομικής φύσης, ενώ για «το φόβο του καινούργιου» που έχει να αντιμετωπίσει το cloud μέχρι να επικρατήσει ή να βρει τη θέση του στην αγορά, μίλησε ο Λ. Τσιγώνιας, υπογραμμίζοντας ότι προφανώς δεν είναι ένας αβάσιμος φόβος.
Το private cloud προς το παρόν φαίνεται ότι προτιμούν οι εταιρείες, σύμφωνα με τον Α. Τσαγκάρη, ενώ οι καινούργιες εταιρείες, τα λεγόμενα startups στρέφονται, για προφανείς λόγους, στο public cloud. Με την άποψη αυτή συμφώνησε και ο Ν. Μπρίκης, την οποία απέδωσε κυρίως στο γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν τόσο μεγάλους όγκους unstructured data.