Η «υπερ-διασύνδεση» (Hyperconnectivity), η ραγδαία εξάπλωση δηλαδή των συσκευών, των εφαρμογών και των κόμβων, αποτελεί ήδη πραγματικότητα. Πώς μετασχηματίζει αυτό το φαινόμενο τις τηλεπικοινωνίες;
Ο Daniel Blais, Director of Sales Engineering, Southern Europe, Middle East and Africa της Nortel, ένας από τους κεντρικούς ομιλητές του Nortel Forum 08 που πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαΐου στην Αθήνα, μίλησε στο netweek για το όραμα και τις τεχνολογίες υποδομής που διαμορφώνουν την κοινωνία και το επιχειρείν του «αύριο».
Ποιοι είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν τις τάσεις σχετικά με τις επενδύσεις υποδομής των παρόχων;
Daniel Blais: Η υπερ-διασύνδεση (Hyperconnectivity). Στη Nortel ορίζουμε την υπερ-διασύνδεση ως την κατάσταση σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των συσκευών, κόμβων και εφαρμογών που συνδέονται με το δίκτυο, ξεπερνούν κατά πολύ τον αριθμό των ανθρώπων που χρησιμοποιούν το δίκτυο. Και αυτό γίνεται πραγματικότητα με ταχείς ρυθμούς. Είναι ένας παράγοντας πρόκλησης αλλαγών που απαιτεί σημαντική δράση σήμερα κυρίως όσον αφορά την αλλαγή στην αντιμετώπιση του τρόπου με τον οποίο χτίζονται τα δίκτυα και οι εφαρμογές.
Η υπερ-διασύνδεση συμβαίνει τώρα. Η δυναμική της Nortel, η οποία εκτείνεται σε μια ευρεία σειρά από έξυπνες δικτυακές τεχνολογίες, σε συνδυασμό με την εμπειρία της να εκτελεί μεγάλου μεγέθους εγκαταστάσεις, με την τεχνογνωσία της στη σηματοδότηση (signaling), τα συστήματα διαχείρισης και τις real-time εφαρμογές, συνεισφέρει ώστε να προωθήσει την καινοτομία σε μια εξελισσόμενη αγορά και να επιταχύνει την πραγματοποίηση μιας πραγματικής εμπειρίας ενοποιημένων επικοινωνιών (unified communications).
Eίναι το mobile WiMAX απευθείας ανταγωνιστικό με το 3G; Ποια είναι η επίδραση του WiMAX στην παραδοσιακή αγορά των τηλεπικοινωνιών;
Daniel Blais: Στην πραγματικότητα, στην πλειοψηφία των αγορών, τα έργα WiMAX υλοποιούνται ως συμπληρωματικά προς το 3G, όπως περίπου οι τεχνολογίες WiFi που σήμερα εγκαθίστανται σε hotspots, ενώ το 3G χρησιμοποιείται σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα. Ο ανταγωνισμός θα περιορίζεται σε πολλές περιπτώσεις λόγω των συχνοτήτων που είναι διαθέσιμες.
Για παράδειγμα, η συχνότητα 3.5Ghz θα είναι μια συχνότητα αφιερωμένη στο WiMAX. Ωστόσο, σε κάποιες αναπτυσσόμενες αγορές όπου τεχνολογίες 3G δεν έχουν ακόμα εγκατασταθεί ευρέως και όπου υπάρχουν χαμηλά επίπεδα ευρυζωνικής πρόσβασης, θα δούμε τις υπηρεσίες WiMAX να ανταγωνίζονται απευθείας με τις αναπτυσσόμενες υπηρεσίες 3G.
Θα υπάρξει σύγκλιση μεταξύ των τεχνολογιών WiMAX και LTE;
Daniel Blais: Υπάρχει μια πιθανότητα να συγκλίνουν οι τεχνολογίες LTE και WiMAX ως μέρη του ίδιου δικτύου. Και οι δύο τεχνολογίες μοιράζονται τις ίδιες θεμελιώδεις radio και packet handling τεχνολογίες. Τεχνικά λοιπόν θα μπορούσε είτε να εξελιχθεί ένα δίκτυο WiMAX είτε να συγκλίνει με το LTE. Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο, ούτε οι τύποι των ασύρματων αδειών που προμηθεύονται οι carriers ούτε και το ρυθμιστικό περιβάλλον στην Ευρώπη επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Οι άδεις WiMAX σήμερα δεν επιτρέπουν τη χρήση του mobility ακόμα κι αν το standard 16e το επιτυγχάνει. Οι παραδοσιακοί πάροχοι υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας – που είναι και οι πιο πιθανοί να διαθέσουν στην αγορά LTE τεχνολογίες – έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις προμηθευτεί άδειες WiMAX. Πρόσφατες ανακοινώσεις μάλιστα θέλουν το LTE να αποκτά το δικό του Time Division Duplex (TDD) σύστημα (όπως αυτό καθοδηγείται από την Κίνα).
Επιπλέον, μένει να δούμε το επίπεδο των εξελίξεων στο οικοσύστημα του LTE TDD και πώς αυτό θα ταιριάξει με το WiMAX. Τέλος, εκτιμώ ότι ξεκινάμε να βλέπουμε το WiMAX ολοένα και περισσότερο ως μια λύση για την ευρυζωνική πρόσβαση σε αγορές όπου η ενσύρματη πρόσβαση (DSL ή FTTx) είναι οικονομικά ασύμφορη. Aναμένουμε την ευρεία εξάπλωση του LTE, μαζί με την πλήρη δυνατότητα mobility των ευρυζωνικών συνδέσεων, να συμβούν πολύ νωρίτερα σε ανεπτυγμένες αγορές, επιτρέποντας στους παραδοσιακούς παρόχους κινητής να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση, αλλά και στους παρόχους ευρυζωνικών υπηρεσιών πρόσβασης να συμπληρώσουν την προσφορά των ενσύρματων υπηρεσιών τους.
Τα Δίκτυα Επόμενης Γενιάς (NGNs) θεωρούνται το επόμενο βήμα για την υποδομή των παρόχων στην Ευρώπη. Ποιες είναι οι φάσεις που οδηγούν στην επιτυχή ολοκλήρωσή τους;
Daniel Blais: Οι προσεγγίσεις ποικίλλουν και εξαρτώνται από τον τύπο του παρόχου. Πολλοί εναλλακτικοί πάροχοι ξεκίνησαν τη μετάβαση στα NGN πολλά χρόνια πριν, με το να μεταφέρουν τα δίκτυα φωνής σε Voice over IP. Στη συνέχεια, μετά την απελευθέρωση μέσω Αποδεσμοποίησης από τον Τοπικό Βρόχο (LLU), κατέστη δυνατό για πολλούς ευρωπαϊκούς παρόχους να ξεκινήσουν να εγκαθιστούν «τυποποιημένες» υπηρεσίες double / triple play over ADSL. Βλέπουμε επίσης τους παρόχους να προσφέρουν καινοτόμες υπηρεσίες επόμενης γενιάς στην αγορά των επιχειρήσεων, είτε μέσω παρόμοιων τυποποιημένων επιχειρησιακών πακέτων που διασυνδέονται με παραδοσιακά τηλεφωνικά κέντρα αλλά και απευθείας ΙΡ διασυνδέσεις με το Επιχειρησιακό IP PABX. Το επόμενο βήμα μετά το NGN είναι η σύγκλιση Σταθερής – Κινητής Τηλεφωνίας (FMC).
Οι πάροχοι ολοκληρωμένων υπηρεσιών που διαθέτουν τόσο δίκτυα σταθερής και κινητής έχουν ήδη αρχίσει να προσφέρουν συγκλινόμενες υπηρεσίες FΜC. Στους οικιακούς καταναλωτές, αυτή η δυνατότητα προσφέρεται μέσω της χρήσης συσκευών δυνατοτήτων WiFi και GSM ενώ στους επιχειρησιακούς πελάτες μέσω καινοτόμων υπηρεσιών όπως το Mobile IP Centrex. Αμέσως μόλις αυτοί οι τύποι των FMC υπηρεσιών αρχίσουν να διαδίδονται ευρέως, θα κεντριστεί το ενδιαφέρον των παρόχων αυτών να μεταφέρουν τις υποδομές τους στο IMS. Αυτό θα τους δώσει τη δυνατότητα να προσφέρουν την ίδια ποιότητα υπηρεσιών στους πελάτες τους ανεξάρτητα από τον τύπο σταθερών ή κινητών συσκευών χρησιμοποιούν αυτοί για να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες.
Πώς σχολιάζετε τη ζήτηση για IMS δίκτυα στην περιοχή;
Daniel Blais: Τα δίκτυα IMS είναι σαφώς η αρχιτεκτονική στην οποία στοχεύει κάθε Πάροχος Ολοκληρωμένων Υπηρεσιών που θέλει να έχει τη δυνατότητα να διαθέτει εύκολα και γρήγορα καινοτόμες υπηρεσίες ανεξάρτητα από τη συσκευή που χρησιμοποιεί ο χρήστης. Το ερώτημα είναι πότε θα πρέπει να επενδύσει κανείς σε ένα δίκτυο IMS; Τα πρότυπα είναι ακόμα ανώριμα, οι εφαρμογές ακόμα περιορισμένες και τα επιχειρηματικά μοντέλα δεν μπορούν ακόμα να υποστηρίξουν το ύψος της επένδυσης που απαιτείται.
Η προσέγγιση της Nortel για το IMS εξελίσσεται. Έχουμε δώσει τη δυνατότητα σε μια σειρά από παρόχους να λανσάρουν καινοτόμες υπηρεσίες που προσομοιάζουν τις υπηρεσίες IMS χρησιμοποιώντας “IMS-ready” application server πλατφόρμες, οι οποίες εγκαθίστανται σε ένα περιβάλλον ΝGN και λειτουργούν – όταν απαιτηθεί – σε μια αρχιτεκτονική πλήρως συμβατή με την IMS αρχιτεκτονική.
Με την αδιαμφισβήτητη ζήτηση για bandwidth, το γεγονός ότι οι πάροχοι «στριμώχνουν» όλο και περισσότερα gigabit σε ένα καλώδιο οπτικών ινών, δεν ξενίζει. Ποια είναι η καινοτομία της Nortel στο χώρο των οπτικών ινών;
Daniel Blais: Μια από τις βασικές καινοτομίες είναι η δυνατότητα μεταφοράς 40G ραδιοκυμάτων πάνω από το ίδιο ITU-T grid της χωρητικότητας για 50GHz που χρησιμοποιείται ήδη για 10G και που οδηγεί τελικά σε χωρητικότητα 4 φορές πιο μεγάλη. Σε αυτή την περιοχή, η αξία της Nortel είναι να προσφέρει δυνατότητες 40G πάνω από υπάρχουσες υποδομές οπτικών ινών με παρόμοιες ή ακόμα καλύτερες αποδόσεις σε σχέση με αυτές που προσφέρονται σήμερα με τα 10G!
Δεν χρειάζεται πλέον η εγκατάσταση νέων δικτύων οπτικών ινών υψηλότερης ποιότητας. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούνται επιπρόσθετες πολύπλοκες συσκευές ώστε να αντισταθμίζουν κάποιες ανακρίβειες των οπτικών ινών όπως το chromatic dispersion (CD) και το polarization mode dispersion (PMD). Δεν απαιτείται πολύπλοκη μηχανική εργασία. Η Nortel ανέπτυξε μια τεχνολογία (ονόματι eDC40) που συνδυάζει αυτόματες ηλεκτρονικές «αντισταθμίσεις».
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το όραμα των παρόχων;
Daniel Blais: Η ανάπτυξη μιας προσιτής τεχνολογίας επικοινωνίας και ψυχαγωγίας που θα λύνει τα προβλήματα των ανθρώπων, θα καθιστά τη ζωή μας πιο εύκολη και πιο ευχάριστη σε έναν «υπερ-διασυνδεδεμένο» κόσμο. Αυτό τουλάχιστον είναι το όραμα της Nortel.