Μία και πλέον δεκαετία έχει συμπληρωθεί από τότε που η ηλεκτρονική διακυβέρνηση αποτέλεσε διακριτό άξονα στρατηγικής σε ευρωπαϊκό και, κατ’ επέκταση, εθνικό επίπεδο.
Λαμβάνοντας υπόψη την έμφαση που δίνει η νέα Ευρωπαϊκή Στρατηγική 2020 στην αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών προκλήσεων και τη μετατροπή τους σε οικονομικές ευκαιρίες, κρίνεται αναγκαίος ο απολογισμός όσων έχουν επιτευχθεί, προς αποφυγή αστοχιών του παρελθόντος. Το Παρατηρητήριο παρέχει πληθώρα στοιχείων και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, μέσω του θεσμοθετημένου ρόλου του ως φορέας παρακολούθησης και αξιολόγησης της ψηφιακής πορείας της χώρας.
Παράλληλα με τα παραδείγματα επιτυχημένων πρακτικών, εξίσου χρήσιμος είναι και ο εντοπισμός των σημείων όπου το τελικό αποτέλεσμα έργων ή δράσεων δεν επέφερε τις αναμενόμενες επιπτώσεις.
Για παράδειγμα, κοινό σημείο προβληματισμού των ευρωπαϊκών χωρών έχει αποτελέσει το γεγονός ότι η δημιουργία προηγμένων υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν ακολουθήθηκε από ανάλογη αποδοχή της χρήσης τους. Παρά τις αξιοσημείωτες επενδύσεις και ρυθμιστικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει για την ηλεκτρονική προσβασιμότητα και την ψηφιακή παιδεία, η Ευρώπη δεν έχει ακόμη πλησιάσει στην επίτευξη των στόχων της Υπουργικής δήλωσης της Ρίγας του 2006.
Χωρίς να αναιρείται διόλου η ανάγκη συνέχισης της καταγραφής στοιχείων αποτελεσματικότητας των δράσεων, είναι σαφές ότι απαιτείται μια μεταστροφή της ακολουθούμενης πρακτικής ως προς τη χρήση των ερμηνευτικών μοντέλων που στηρίζουν τη χάραξη ψηφιακής στρατηγικής. Με άλλα λόγια, πρέπει να εφαρμοστεί μια διαφορετική προσέγγιση ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα διαθέσιμα στοιχεία από τους αρμόδιους για το σχεδιασμό νέων δράσεων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Το Παρατηρητήριο παρακολουθεί στενά τις εν λόγω εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να συμβάλει και στην ενίσχυση της γνωστικής βάσης πάνω στην οποία θα διαμορφωθούν οι δράσεις για την ελληνική ψηφιακή στρατηγική.
Αποτελεί τον εθνικό συντονιστή-φορέα για την παροχή στοιχείων στην ΕΕ, προκειμένου αυτή με τη σειρά της, να καταρτίσει την ετήσια έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking) αναφορικά με την πρόοδο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στα Κράτη-Μέλη της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις 20 βασικές ψηφιακές υπηρεσίες.
Συμμετέχει, σε συνεργασία με την ομάδα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, στη συγγραφή της ελληνικής έκδοσης του Εgovernment factsheet, ενός έντυπου ενημερωτικού οδηγού που ετοιμάζει η ΕΕ για όλα τα Κράτη-Μέλη της, αναφορικά με την ετήσια πρόοδο της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης συνολικά σε καθένα από αυτά.
Τέλος κατέχει αναγνωρισμένο ρόλο στις εργασίες του φόρουμ για την «Ψηφιακή Ελλάδα 2020», ένα φιλόδοξο και καινοτόμο σχήμα που σαν σκοπό έχει να καταδείξει τη βέλτιστη διαδρομή για την ψηφιακή πορεία της χώρας την επόμενη δεκαετία.
Η καινοτομία του Φόρουμ έγκειται:
α. στο γεγονός ότι επιδιώκει το συγκερασμό απόψεων όλων των εταίρων για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, και στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση και
β. στο χαρακτήρα συνεχούς τροφοδότησής του με στοιχεία αξιολόγησης των δράσεων προκειμένου να λαμβάνονται διορθωτικές ενέργειες και να διασφαλίζεται η επιτυχής πορεία προς την εκπλήρωση των στόχων που έχουν τεθεί. Ορίζεται μάλιστα το Παρατηρητήριο ως ο φορέας που θα παρέχει στις ομάδες εργασίας τα απαραίτητα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία για την υποβοήθησή τους κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το σχεδιασμό νέων δράσεων και πολιτικών.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι μονόδρομος για τη διαφανή και αποτελεσματική λειτουργία κυρίως του δημόσιου τομέα, κάτι που είναι πλέον αποδεδειγμένο και αποδεκτό. Εκεί που πρέπει να εστιάσουμε είναι στη δημιουργία όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων καθώς και της απαραίτητης κουλτούρας στους πολίτες προκειμένου να μπορέσει η ηλεκτρονική διακυβέρνηση να αξιοποιηθεί από όλους στο έπακρο και να μην μείνει μόνο ως η απλή ψηφιοποίηση κακοσχεδιασμένων υπηρεσιών και διαδικασιών ή, όπως σκωπτικά αναφέρεται, ως «ηλεκτρονική γραφειοκρατία».