O Eric Martorell EMEA Sales Director - Business Critical Systems της HP μιλά στο netweek για το project Odyssey, ένα initiative της HP, που έχει σαν στόχο την ενοποίηση των UNIX servers με τους x86 servers, αλλά και τη θέση της εταιρείας για τη δικαστική διαμάχη με την Oracle.

netweek: Ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν την HP να ξεκινήσει το project Odyssey? Που θέλει να οδηγήσει την αγορά;

Eric Martorell: Αν δείτε την αγορά των servers σήμερα, υπάρχουν δυο ιδιαίτερα ισχυρά trends αυτή τη στιγμή. Το πρώτο αφορά στο κόστος ανά συνδιαλλαγή που πέφτει συνεχώς με ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς. Οπότε οποιοδήποτε νέο προϊόν μπαίνει στην αγορά (Linux, UNIX, Windows ή οτιδήποτε άλλο), θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι κατασκευάζεται με μειωμένο κόστος ώστε να παραμένει ο κατασκευαστής κερδοφόρος.

Το δεύτερο trend αφορά στην πολύ μεγάλη αύξηση που παρατηρείται στην αγορά των συστημάτων commodity και πιο συγκεκριμένα η αγορά του Intel® Xeon®processors που συνεχίζει να αυξάνεται και να ξεπερνά σε ρυθμούς ανάπτυξης την αγορά του Unix, η οποία ακολουθεί πολύ ελαφρά πτωτική πορεία. Αν κανείς συνδυάσει τις δυο αυτές τάσεις μπορεί να κατανοήσει τις κινήσεις που έχει πραγματοποιήσει η HP τα τέσσερα τελευταία χρόνια και αφορούν στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενοποίηση χαρακτηριστικών των δυο χώρων. Έτσι για παράδειγμα οι UNIX servers μπορούν να επωφεληθούν από τα χαμηλότερα κόστη κατασκευής των x86 servers.

Είναι απλό, από τη στιγμή που η αγορά του UNIX παραμένει σταθερή με ελαφρά πτωτικές τάσεις και αφού  του commodity μειώνει σημαντικά το κόστος της κάθε μια συνδιαλλαγής, η HP προσπαθεί όπως ανέφερα να πάρει τα καλύτερα και από τους δυο κόσμους.

Το πρώτο πράγμα που ενοποιήσαμε ήταν ο σχεδιασμός  των servers, οπότε έχουμε αντίστοιχα enclosures και στις δυο κατηγορίες προϊόντων, αντίστοιχους δίσκους, αντίστοιχες κάρτες δικτύου. Μάλιστα κάποια από αυτά τα components είναι κοινά, ενώ κάποια άλλα διαθέτουν απλά διαφορετικό firmware. Η λογική είναι ότι οι διαφορές θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιγότερες, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε σημαντική οικονομία κλίμακας.

Αντίστοιχα μεγάλη δουλειά στο θέμα της ενοποίησης έχει πραγματοποιήσει η Intel, όσον αφορά την ενοποίηση, σταματώντας να πραγματοποιεί την ανάπτυξη των επεξεργαστών σε ξεχωριστά εργαστήρια ανά προϊόν, αλλά με τη λογική ενός εργαστηρίου που ασχολείται με τα προϊόντα volume και ενός που ασχολείται με τα προϊόντα value. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει σημαντική προσπάθεια ανταλλαγής γνώσης.

Για παράδειγμα από το τμήμα που ασχολείται με τα volume προϊόντα, προέκυψαν οι Advanced Memory controllers, οι οποίοι είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί και χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή από την HP και άλλους παίκτες στην αγορά. Από την πλευρά του κομματιού value και ειδικότερα από τους Intel® Itanium®, όπου δημιουργήθηκε μια σειρά από registers που παρέχουν τη δυνατότητα να κατανοούμε τι γίνεται μέσα σε ένα κύκλο μηχανής του επεξεργαστή, κάτι το οποίο δεν υπήρχε στις προηγούμενες γενιές των  Intel® Xeon® και πλέον ενσωματώθηκε.

Μέσω του Odyssey αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε, είναι να πάρουμε κάποια στοιχεία από αυτά που υπάρχουν στην πλευρά του UNIX και πιο συγκεκριμένα στους Integrity servers της HP και να δούμε αν μπορούμε να τα φέρουμε στo Linux ή και στα Windows. Αν μπορέσουμε να βάλουμε κάποια από την προστιθέμενη αξία του UNIX και τη μεταφέρουμε στα συστήματα με Linux ή Windows, μπορεί να χάσουμε ένα μικρό τμήμα της αγοράς του HP-UX, αλλά είναι σίγουρο ότι θα μπορέσουμε να κερδίσουμε σημαντικά μερίδια από τις προτάσεις που στηρίζονται σε Solaris ή AIX, που προσπαθούν να μπουν στην αγορά στο μέσο και χαμηλότερο επίπεδο των επιχειρήσεων. Πως αναγνωρίζονται οι επιχειρήσεις που ανήκουν σε αυτά τα επίπεδα; Είναι αρκετά απλό.

Πρόκειται για εταιρείες που διαθέτουν servers με τη λογική – ένας server, ένα λειτουργικό σύστημα, ένα instant εφαρμογής. Δεν υπάρχει καμιά έννοια consolidation στην υποδομή τους, δεν υπάρχει παράλληλη επεξεργασία των διεργασιών σε μια βάση δεδομένων, υπάρχει μεγάλη έκθεση στους χρόνους απόκρισης. Αυτή η αγορά αποτελεί ευκαιρία για εμάς, ειδικότερα για τις περιπτώσεις που αυτή τη στιγμή βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα του Solaris ή του AIX. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αυξήσουμε το συνολικό αριθμό των πελατών μας. Δεν είναι κάτι καινούργιο, είναι κάτι που έχουμε ξανακάνει στην περίπτωση των blades  servers αλλά και στα σασί.

Και σε αυτή την περίπτωση είχαμε ακούσει τα ίδια πράγματα, ότι θα χάσουμε μερίδιο από το HP-UX αν φτιάξουμε blades x86 με χαρακτηριστικά που συναντάμε στα μοντέλα με UNIX. Αλλά αν καταφέρουμε να μπορούμε να βρούμε τα στοιχεία που έχουν ιδιαίτερα μεγάλο κόστος, το κάνουμε κοινό και πετύχουμε μεγάλο όγκο το τελικό αποτέλεσμα θα είναι θετικό.

Σαν ακριβώς αντίθετο παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η περίπτωση της Sun, η οποία τη στιγμή που εξαγοράστηκε από την Oracle ήταν σε ιδιαίτερα άσχημη οικονομική κατάσταση, δεν είχε κερδοφορία, είχε αναγκαστεί να κόψει το R&D, γιατί δεν διέθετε τον όγκο πωλήσεων, που έχει η HP από τους x86 servers.


netweek: Η Sun είχε προσπαθήσει να ενοποιήσει σε κάποιο βαθμό την πλατφόρμα της και δεν τα κατάφερε. Τι είναι διαφορετικό στην περίπτωση της HP, ώστε να είστε σίγουροι ότι θα πετύχει η δικής της προσπάθεια;

Eric Martorell: Είναι αρκετά διαφορετικές περιπτώσεις. Η Sun κράτησε ταυτόχρονα δυο τελείως διαφορετικές αρχιτεκτονικές. Από τη μία είχε τους επεξεργαστές Spark και από την άλλη τους επεξεργαστές αρχιτεκτονικής x86. Μιλάμε για δυο τελείως διαφορετικές πλατφόρμες και η προσπάθεια ενοποίησης σταμάτησε στο επίπεδο του software. Στην HP έχουμε ήδη ενοποιήσει τα form factors και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι σε μερικά χρόνια, θα μπορούν να φιλοξενούνται σε ένα Superdome τόσο HP-UX blade servers όσο και x86 blade servers, έτσι ώστε ο πελάτης να απολαμβάνει τη μεγαλύτερη δυνατή αξία.

Σύντομα με αυτές τις κινήσεις θα γίνει αντιληπτό ότι όταν μιλάμε για mission-critical servers, μιλάμε και για συστήματα που στηρίζονται σε επεξεργαστές Intel® Xeon®. Αυτή τη στιγμή η σειρά mission-critical είναι η σειρά Integrity και ορίζονται με έναν ιδιαίτερα απλό τρόπο, αφού πρόκειται για συστήματα που είναι I/O centric. Η άποψη της HP είναι ότι η καλύτερη επιλογή, όσον αφορά στην επεξεργαστική ισχύ είναι ο Intel® Xeon®. Υπάρχουν πρακτικά 2 δις χρήστες ανά τον κόσμο που τον δοκιμάζουν καθημερινά (σ.σ. πρόκειται για αναφορά στις ομοιότητες που έχει η οικογένεια επεξεργαστών Intel® Xeon® με αυτή των Intel® Core® i7).

Σήμερα το ποσοστό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που διαθέτει συστήματα με Intel® Xeon® φτάνει το 90%, κάτι που δεν ίσχυε ούτε κατά διάνοια πριν από 10 χρόνια. Ετσι αν οι ανάγκες του πελάτη είναι γύρω από την επεξεργαστική ισχύ, η πρόταση που έχουμε είναι η σειρά Proliant, ενώ αν είναι γύρω από το I/O, τότε πάμε στη σειρά Integrity. Σε δυο χρόνια από σήμερα, οι πελάτες που χρειάζονται αυτό το επίπεδο απόδοσης θα μπορούν να αποκτήσουν ένα σύστημα Integrity με επεξεργαστές Intel® Xeon® (σ.σ. δεν αποτελεί επίσημη ονομασία, αλλά απλά περιγραφή).

netweek: Με ποιους τρόπους η κρίση (ευρωπαϊκή και ελληνική) αλλά και η συρρίκνωση των budgets των τμημάτων IT επηρεάζει τις επιλογές τους;

Eric Martorell: Η απάντηση σχετίζεται με τη γεωγραφική περιοχή. Στη δυτική Ευρώπη η τάση για που υπάρχει όσον αφορά στο κόψιμο των budgets είναι η περικοπή αυτών που αποκαλούμε soft budgets και όχι των ανθρώπινων πόρων. Αποτελεί κομμάτι της κουλτούρας και είναι πεποίθηση όλων ότι οι άνθρωποι θα κάνουν την περισσότερη δουλειά που απαιτείται. Σε άλλες περιοχές τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα, γιατί υπάρχει τελείως διαφορετική οπτική, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί το απαραίτητο εκπαιδευμένο προσωπικό IT.

Εξαρτάται λοιπόν από την περιοχή. Το Linux και τα Windows αυξάνονται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην αγορά, κυρίως λόγω αυτών που προανέφερα αλλά και κυρίως λόγω του ότι οι άνθρωποι που φεύγουν από τα πανεπιστήμια αυτές τις μέρες γνωρίζουν κατά βάση και τα δυο. Σε ένα εταιρικό περιβάλλον λοιπόν μπορούν να εργαστούν άμεσα αν υπάρχει κάποιο από αυτά τα λειτουργικά, διαφορετικά θα πρέπει να περάσουν από εκπαίδευση. Τι σημαίνει όμως αυτό για τους πελάτες με συστήματα HP-UX.

Αυτό που θα πρέπει να κάνουν είναι να βάλει πάνω στο HP-UX τις εφαρμογές, που έχουν μεγαλύτερες απαιτήεις. Το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό, έστω και αν κινείται πτωτικά και είναι σίγουρα ότι τα συστήματα αυτά θα συνεχίζουν να βρίσκονται μαζί μας για πολλά χρόνια. Η Gartner είχε ανακοινώσει το 1992 ότι το mainframe έχει πεθάνει και ενώ έχουν περάσει πλέον 20 χρόνια, τα mainframes βρίσκονται ακόμη μαζί μας.

Στόχος είναι το όποιο ποσοστό υπάρχει ακόμη στην αγορά του Unix να παραμένει κερδοφόρο και να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα της υποστήριξης του πελάτη. Αυτό ακριβώς το στόχο εξυπηρετεί και το project Odyssey που φέρνει την ενοποίηση ανάμεσα στις πλατφόρμες. Και αυτό που έχουμε καταλάβει είναι ότι το λειτουργικό σύστημα πλέον δεν αποτελεί παράγοντα επιλογής. Τα Windows και το Linux αποτελούν αυτή τη στιγμή το στάνταρ, αλλά η διαφοροποίηση που μπορεί να φέρει το UNIX είναι το λειτουργικό περιβάλλον και δεν αναφέρομαι μόνο στα χαρακτηριστικά, αλλά και στην ενοποίηση τους σε ένα περιβάλλον διαχείρισης.

Πιστεύουμε ότι τώρα είναι η ώρα για να μεταφέρουμε αυτά τα χαρακτηριστικά στο Linux. Μέχρι πρότινος οι πελάτες δεν έδειχναν κάποια ιδιαίτερη προδιάθεση στο να μετακινηθούν σε κάποιο άλλο λειτουργικό. Εξαιτίας της κρίσης όμως και της αλλαγής πλεύσης σχετικά με τις δεσμεύσεις προς τους πελάτες από την πλευρά της Oracle, παρατηρείται μια αποσταθεροποίηση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των πελατών. Αν ζητήσετε από κάποιο πελάτη να ποντάρει 50 ευρώ στην πλατφόρμα που θα τρέχει τις εφαρμογές της Oracle σε 10 χρόνια από τώρα θα δείτε ότι δεν θα το κάνει.

Ο λόγος είναι ότι η Oracle έχει ανακοινώσει κατά καιρούς ότι για παράδειγμα το AIX δεν αποτελεί προτεραιότητα για αυτούς, όπως και η αρχιτεκτονική x86, ακόμη και σήμερα περιμένουμε να δούμε αν θα υπάρξει πιστοποίηση για το Red Hat Linux 6. Οι πελάτες λοιπόν είναι ανασφαλείς. Η προσέγγιση της HP είναι να μπορεί να προσφέρει στους πελάτες επιλογή, να έχουν την πλατφόρμα που θέλουν και να τρέχουν σε αυτή τις εφαρμογές που επιλέγουν. Αυτή η επιλογή μας έχει δικαιώσει.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 70, αρχές του 80 που η IBM αποφάσισε να παρέχει καθετοποιημένες λύσεις. Η επιλογή μας είχε σαν αποτέλεσμα να έχουμε μεγαλώσει από το 1990, σαράντα φορές, ενώ η IBM μόλις τέσσερις και τα κέρδη μας έχουν αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι οι πελάτες ζητούν την επιλογή και είναι διατεθειμένοι να την υποστηρίξουν. Αν η Oracle αποφασίσει να ακολουθήσει την ίδια πρακτική με της IBM, η αγορά θα αποσταθεροποιηθεί σε πρώτη φάση, αλλά μακροπρόθεσμα θα ωφεληθούν offerings όπως αυτό της HP που στηρίζεται στην παροχή επιλογής.

Η προσπάθεια της HP είναι να δείξει στους πελάτες μας, ότι η επιλογή των επεξεργαστών της Intel (Intel® Itanium®και Intel® Xeon®) είναι μια μακροπρόθεσμη στρατηγική. Μάλιστα παρέχουμε στους πελάτες επιστολή δέσμευσης για την υποστήριξη  του Intel® Itanium®, του HP-UX και του OpenVMS για τα επόμενα δέκα χρόνια. Είμαστε η μόνη εταιρεία, η οποία παρέχει συμβόλαιο δέσμευσης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.


netweek: Τι θα συμβεί στην περίπτωση που η Oracle σταματήσει να αναπτύσσει και να υποστηρίζει τις λύσεις της σε περιβάλλον HP-UX;

Eric Martorell: Η Oracle έχει ανακοινώσει ότι κάποια στιγμή στο μέλλον σκοπεύει να ολοκληρώσει το offering της, με άλλα λόγια να ενσωματώσει τις εφαρμογές της στα δικά της συστήματα και μόνο. Ανάμεσα στα άλλα που έχουν αναφέρει είναι ότι η επόμενη γενιά εφαρμογών δεν θα υποστηρίζεται στο HP-UX. Υπάρχει ένα ζήτημα όμως εδώ.

Η Oracle έχει προχωρήσει σε υπογραφή συμφωνίας με την HP, το Σεπτέμβριο του 2010, που αφορά στη μεταφορά των επόμενη έκδοση των εφαρμογών της στο HP-UX, στην υποστήριξη του ήδη υπάρχοντος software αλλά και των επόμενων γενεών στο ίδιο υψηλότατο επίπεδο υποστήριξης και χωρίς διαφοροποιήσεις στις τιμές. Οι ανακοινώσεις της Oracle έρχονται σε αντίθεση με τη συμφωνία μας και για αυτό το λόγο η HP, προχώρησε σε μήνυση στα δικαστήρια της Καλιφόρνια.

Μάλιστα η διαδικασία έχει επισπευτεί, κάτι στο οποίο έχουν συνεισφέρει τα στοιχεία που έχει δώσει η HP. Είμαστε πεπεισμένοι, ότι η κατάληξη θα είναι θετική για εμάς. Ολα τα στοιχεία αυτά είναι δημόσια και ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση. Η μήνυση μας αφορά τρία σημεία.

Το πρώτο είναι η αθέτηση συμφωνίας υποστήριξης και μεταφοράς του software στην αρχιτεκτονική μας.

Το δεύτερο αφορά στην παροχή ισοτιμίας στην τιμολογιακή πολιτική. Η αύξηση του κόστους της άδειας software για τον Intel® Itanium®, θεωρούμε ότι αντιβαίνει στη συμφωνία μας και ζητούμε από το δικαστήριο αναδρομική επαναφορά των τιμών.

Το τρίτο αφορά τη συκοφαντική δυσφήμιση, καθώς θεωρούμε ότι όταν η Oracle ανακοίνωσε ότι ο Intel® Itanium®είναι νεκρός, γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αληθές, τόσο εξαιτίας της δική μας δέσμευσης, αλλά και της μετακίνησης στελεχών από την HP στην Oracle. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν μηνύουμε την Oracle, γιατί δεν την συμπαθούμε. Προχωρήσαμε σε αυτή την κίνηση για να προστατεύσουμε τα συμφέροντα των πελατών μας. Στην περίπτωση που κερδίσουμε τη δικαστική διαμάχη θα υπάρχει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδοξο.

Θα είμαστε η μόνη εταιρεία, που θα μπορούμε να πούμε στους πελάτες μας με σιγουριά ότι υπάρχει μακροχρόνια δέσμευση της Oracle για την ανάπτυξη και υποστήριξη των εφαρμογών της για το HP-UX, κάτι που δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς άλλος πελάτης διαθέτει κάποια εφαρμογή της Oracle σε κάποια άλλη πλατφόρμα, πλην της δικής της και αυτό όταν ανακοινώσει κάτι αντίστοιχο.

netweek: Οι κινήσεις της Oracle είχαν κάποιες επιπτώσεις στις αποφάσεις σας για το project Odyssey;

Eric Martorell: Σαφέστατα πήραμε την απόφαση να επιταχύνουμε. Για παράδειγμα είχαμε παρουσιάσει την εφαρμογή clustering Serviceguard στο Linux και παρά το γεγονός ότι άρεσε σε πολλούς πελάτες μας, δεν ήταν αρκετός λόγος για να φύγουν από το HP-UX. Μας βοήθησε να κερδίσουμε κάποιους λογαριασμούς από την IBM και τη SUN.  Σήμερα όμως με το perception που έχει δημιουργηθεί για τους επεξεργαστές RISC και της κρίσης συνολικά, η αγορά του Linux ανεβαίνει θεαματικά. Tο Serviceguard θα επανέλθει λοιπόν στο Linux μέσα στο καλοκαίρι, θέλοντας να βοηθήσουμε τους πιστούς μας πελάτες, οι οποίοι είχαν αγοράσει άδειες από την προηγούμενη φορά.

Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα είχαν αγοράσει τόσο πολλές που τις χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα. Επιπλέον όμως είναι σαφές ότι και το Linux έχει ωριμάσει. Οι περισσότεροι application servers τρέχουν στο Linux, καθώς σε αυτή την περίπτωση δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός λειτουργικού περιβάλλοντος αλλά ενός λειτουργικού συστήματος. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να παραμείνει κάποιος στο HP-UX, αλλά σε πολλές περιπτώσεις το αποτέλεσμα που δίνει το Linux είναι αποδεκτό.

netweek: Αναφέρετε πολλές φορές το Linux. Εχετε δει ότι η μετάβαση ενός πελάτη από το UNIX είναι πιο απλή διαδικασία αν γίνει προς το Linux και πιο δύσκολη όταν γίνεται προς τα Windows;

Eric Martorell: Και οι δυο λύσεις είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές. Παρατηρήσαμε ότι υπάρχουν διαφορές στο τι θέλουν οι πελάτες, βάσει περιοχών και βάσει αναγκών. Για παράδειγμα στην περιοχή της Αφρικής οι χρήστες προτιμούν τα Windows, καθώς θέλουν ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον και εύκολη πρόσβαση σε εκπαίδευση, κάτι που η Microsoft παρέχει κατά κόρο σε όλο τον κόσμο.

Εμείς σαν HP δεν έχουμε κάποια προτίμηση, υποστηρίζουμε και τους δυο συνεργάτες. Η Microsoft τα καταφέρνει πολύ καλά και έχει ένα σημαντικό χαρτί, τον SQL Server, που μια αρκετά καλή database έχει εξελιχθεί σημαντικά σε θέματα BI και άλλα, με πολύ καλό και ξεκάθαρο pricing. Έτσι πολλοί πελάτες σκέφτονται να χρησιμοποιήσουν τον SQL Server σε offline data warehouses, όπου υπάρχει ανάγκη για μεγάλη υπολογιστική ισχύ. Υπάρχουν όμως και πολλοί που ζητούν Linux. Κατά βάση αποτελεί επιλογή του πελάτη.

Intel® Xeon® E7 – Επιλογή για business critical εφαρμογές
Οι σύγχρονες επιχειρήσεις στηρίζονται σε servers με Intel® Xeon® για τις εφαρμογές που έχουν ιδιαίτερα μεγάλες απαιτήσεις σε δεδομένα αλλά και γενικότερα όλες τις business critical εφαρμογές. Χαρακτηριστικά όπως είναι η αξιοπιστία, η διαθεσιμότητα και η λειτουργικότητα (Reliability, Availability, Serviceability – RAS) είναι κρίσιμα ζητήματα για τα σύγχρονα IT shops των επιχειρήσεων που διανέμουν κρίσιμες εφαρμογές και υπηρεσίες, καθώς μια αστοχία σε κάποια εφαρμογή που θα έχει προκύψει από το downtime ενός συστήματος μπορεί να κοστίσει ιδιαίτερα ακριβά.

Επιπλέον η πιθανότητα για τέτοιες αστοχίες, αυξάνει στατιστικά με το μέγεθος των servers, των δεδομένων και της απαιτούμενης μνήμης για τέτοιου είδους εγκαταστάσεις. Η οικογένεια των επεξεργαστών Intel® Xeon® E7 παρέχει ένα ιδιαίτερα εκτεταμένο και ισχυρό σύνολο χαρακτηριστικών RAS με τα οποία παρέχει ανίχνευση λαθών, διόρθωση,  περιορισμό και ανάκτηση σε όλα τα paths δεδομένων που αφορούν σε επεξεργαστές, μνήμη και Ι/Ο.

Αυτό το σύνολο χαρακτηριστικών είναι μια ισχυρή βάση πάνω στην οποία οι vendors, τόσο hardware όσο και software, μπορούν να «χτίσουν» υψηλότερα επίπεδα RAS ώστε να ενισχύεται η συνολική αξιοπιστία των servers σε ολόκληρο το stack (hardware και software) από το πυρίτιο μέχρι τη διάθεση εφαρμογών και υπηρεσιών. Η οικογένεια Intel® Xeon® E7 παρέχει όλα τα χαρακτηριστικά RAS σε ιδιαίτερα ανταγωνιστική τιμή και κατανάλωση, η οποία συγκρίνεται με τις παραδοσιακές λύσεις RISC της αγοράς.