H μεγάλη πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τις πληροφοριακές υποδομές των σύγχρονων επιχειρήσεων αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των CIOs σήμερα. To hyperconverged infrastructure μπορεί να δώσει λύση σε αυτό το πρόβλημα, μειώνοντας την πολυπλοκότητα.
To hyperconverged infrastructure (HCI) πλασάρεται ως η νέα ελπίδα για το enterprise IT. Πρόκειται για μια τεχνολογία που ενσωματώνει απρόσκοπτα όλα τα συστατικά μιας πληροφοριακής υποδομής – servers, δίκτυo και storage – σε τυποποιημένα δομικά στοιχεία που μπορούν να συνδυαστούν και να επεκταθούν με την ελάχιστη διατάραξη στη λειτουργία του υφιστάμενου συστήματος και με ευρεία εφαρμογή σε περιοχές όπως τα Big Data και το mobility, όπου η ευελιξία και η επεκτασιμότητα είναι κρίσιμα για να προσφερθεί η αξία που αποζητούν οι χρήστες. Όλα τα δομικά στοιχεία μιας HCI πλατφόρμας διαχειρίζονται μέσω ενός software layer, ενώ το μεγάλο πλεονέκτημα που αποκτάνε όσοι CIOs στραφούν σε αυτήν την πλατφόρμα είναι ότι θα χρειαστεί να επικοινωνήσουν μόνο ένα vendor αν πάει κάτι στραβά, αυξάνοντας τις πιθανότητες να επιλύσουν γρηγορότερα το πρόβλημα.
Μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά
To hyperconverged infrastructure δεν υπήρχε ως concept πριν από 2-3 χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, αποτελεί μία από τις πιο ταχύτητα αναπτυσσόμενες μεθόδους ανάπτυξης πληροφοριακών υποδομών, βοηθώντας τις Διευθύνσεις Πληροφορικής να προσαρμοστούν στο νέο τους ρόλο στην επιχείρηση και στις νέες απαιτήσεις που θέτονται σε αυτούς. Η Gartner εκτιμάει ότι η σχετική αγορά θα αναπτυχθεί από το μηδέν το 2012 σε μια αγορά της τάξης των 5 δισ. δολαρίων το 2019, αποτυπώνοντας χαρακτηριστικά το μεγάλο δυναμικό ανάπτυξής της. Για να αντιληφθεί κανείς γιατί το hyperconvergence έχει γίνει τόσο γρήγορα τόσο πολύ δημοφιλές είναι απαραίτητο να σκεφτεί και τις άλλες τάσεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας.
Σήμερα, υπάρχει μια πίεση στις Διευθύνσεις Πληροφορικής ώστε να προσφέρουν άμεσα τους πληροφοριακούς πόρους που απαιτούνται, όλο και περισσότερες εφαρμογές είναι πλέον κατάλληλες για συστήματα scale out, το software defined storage υπόσχεται μεγάλη αύξηση της απόδοσης, η αύξηση του όγκου των δεδομένων είναι απρόβλεπτη κ.ο.κ. Όλο και περισσότεροι οργανισμοί βλέπουν τη δημιουργία software προϊόντων και λογισμικού ως ένα τρόπο για να αυξήσουν τα έσοδα και ως εκ τούτου θέλουν να υιοθετήσουν agile μεθόδους ανάπτυξης λογισμικού, που απαιτούν ένα μεγαλύτερο βαθμό ευελιξίας από το ΙΤ.
Με άλλα λόγια, θέλουν να δημιουργήσουν και να εγκαταστήσουν λογισμικό πολύ πιο συχνά από ότι συνήθιζαν να κάνουν πριν, όπερ σημαίνει ότι το ΙΤ πρέπει να μπορεί να αναπτύσσει και να τρέχει ταχύτερα νέες εφαρμογές. Προς το παρόν, ωστόσο, οι εταιρείες σπάνια εκμεταλλεύονται το hyperconverged infrastructure γι’ αυτόν το λόγο, αλλά το χρησιμοποιούν πρωτίστως για εξυπηρέτηση φορτίων εργασίας γενικού σκοπού, υποδομές virtual desktop, analytics και για τη διεκπεραίωση του όγκου εργασίας στα γραφεία τους. Σε λιγότερες περιπτώσεις, οι εταιρείες το χρησιμοποιούν για να τρέξουν mission critical εφαρμογές, server virtualization ή storage υψηλής απόδοσης. Σε ακόμα πιο λίγες περιπτώσεις, το hyperconverged infrastructure βρίσκεται πίσω από το private ή το υβριδικό cloud ή αποτελεί τη βάση για εκείνα τα ευέλικτα περιβάλλοντα που υποστηρίζουν την ταχύτατη ανάπτυξη εκδόσεων λογισμικού.
H Gartner εκτιμάει ότι αυτή η κατάσταση θα αλλάξει, καθώς η αγορά θα εξελίσσεται και οι χρήστες θα αποκτήσουν μεγαλύτερη οικειότητα με αυτήν την αρχιτεκτονική. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να έχει κανείς κατά νου, ότι το hyperconvergence αποτελεί, απλώς, μία από τις προσεγγίσεις στις υποδομές και ότι δεν μπορεί να δώσει την απόλυτη λύση σε όλα τα προβλήματα της Διεύθυνσης Πληροφορικής. Η υπόσχεση που αφήνει το Hyperconverged infrastructure είναι η απλότητα και η ευελιξία του, ωστόσο αυτές οι δύο λέξεις μπορεί να σημαίνουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Η συμβουλή που δίνει η Gartner σε όσους εξετάζουν το hyperconvergence infrastructure είναι να καταλάβουν τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις και στη συνέχεια να δουν ποιος από τους vendors μπορεί να τους ικανοποιήσει καλύτερα σε αυτό. Εντέλει, το hyperconvergence infrastructure είναι μια ενδιαφέρουσα πρόταση που δίνει λύσεις σε αρκετά προβλήματα., εφόσον, ωστόσο, χρησιμοποιείται κατάλληλα και στο σωστό μέρος.
Προκλήσεις
Παρά τους λόγους για τους οποίους μια επιχείρηση θα επένδυε σε ένα σύστημα hyperconverged – εύκολη ενσωμάτωση, επεκτασιμότητα εκ φύσεως – αυτή η τεχνολογία διαθέτει και τα μειονεκτήματά της. Και σίγουρα, πάντως, το γεγονός ότι το hyper-converged infrastructure είναι σήμερα υπερεκτιμημένο δεν βοηθάει στην σωστή αξιολόγηση και εκμετάλλευσή του – ως εκ τούτου είναι σημαντικό να υπολογίζει κανείς τις διάφορες επιλογές που υπάρχουν με μεγάλη προσοχή και με τα μάτια ανοικτά. Σαφώς, πρόκειται για ένα περιβάλλον διαμοιρασμού των πάντων, και στο πλαίσιο αυτό η απομόνωση της επίδοσης για ένα συγκεκριμένο φόρτο εργασίας και η διασφάλιση των επιδόσεων μπορεί να αποτελέσουν σημαντικές προκλήσεις. Ένας καλός πρακτικός κανόνας για να αποφευχθούν οι πτώσεις επιδόσεων είναι να διασφαλιστεί ότι το σύστημα hyperconverged μπορεί να προσφέρει περισσότερα IOPS από τα μέγιστα που θα χρειαστεί μια εφαρμογή για να εκτελεστεί, σε οποιαδήποτε στιγμή.
Η υπερχείλιση των πόρων είναι μια ακόμα περιοχή στην οποία θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή. Λόγω της κομβικής δομής ενός hyperconverged συστήματος, η χωρητικότητα και οι επιδόσεις χρειάζεται συχνά να κλιμακωθούν σε άμεση συνάφεια μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το χρειάζεται να κλιμακωθούν και τα δύο ή όχι. Αυτό ίσως δεν δημιουργεί πρόβλημα σε μικρές επιχειρήσεις, αλλά στις μεγάλες μπορεί να προκαλέσει αναποτελεσματικότητα. Μερικοί προμηθευτές συστημάτων προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, προσφέροντας κόμβους που χρησιμοποιούνται ειδικά για χωρητικότητα ή ειδικά για υπολογιστική ισχύ. Σε κάθε περίπτωση, οι προκλήσεις των συστημάτων hyperconverged είναι περισσότερες για τις μεγάλες επιχειρήσεις από ότι στις μικρές.
Άλλωστε όλα τα είδη υποδομών γίνονται περισσότερα πολύπλοκα ενόσω αναπτύσσονται και το hyperconvergence δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Ένα άλλο θέμα που πρέπει να προσεχθεί είναι η συμβατότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις ένα hyperconverged σύστημα μπορεί να μην καταφέρει να ενσωματωθεί σε ένα υπάρχον SAN ή NAS. Εκτός αυτού, πολλές hyperconverged υλοποιήσεις υποστηρίζουν μόνο έναν hypervisor. Έτσι αν θελήσει κανείς να αναμίξει hypervisors ή να επιλέξει έναν συγκεκριμένο, τότε μπορεί να συναντήσει έναν τοίχο απέναντί του (όσον αφορά συγκεκριμένες hyperconverged αρχιτεκτονικές).
Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό τα στελέχη του ΙΤ να καλλιεργήσουν νέες βασικές δεξιότητας για να υλοποιήσουν με επιτυχία ένα HCI project. Μερικές από αυτές τις δεξιότητες, ειδικά όσον αφορά την παρακολούθηση συστήματος, είναι τεχνολογικές εκ φύσεως. Εντούτοις, οι πιο σημαντικές σχετίζονται με τη διαχείριση διεργασιών και αλλαγών. Με το hyperconvergence infrastructure το ΙΤ αποκτά μια μοναδική ευκαιρία και ευθύνη για να καταργήσει τα παραδοσιακά silos, ώστε να αποκομίσει τα επιδιωκόμενα οφέλη και να κάνει πραγματικότητα το όραμα της σύγκλισης των υποδομών.
Converged vs. hyperconverged
Τα συστήματα converged infrastructure (CI) ενσωματώνουν το storage, το δίκτυο και τον server σε συμπαγή και επεκτάσιμα δομικά στοιχεία. Έτσι, τουλάχιστον θεωρητικά, η προσθήκη ενός νέου συστήματος είναι τόση απλή όσο το plug-and-play. Τα συστήματα hyperconverged infrastructure (HCI) πάνε ένα βήμα παραπέρα, απλοποιώντας αυτά τα δομικά στοιχεία , μετασχηματίζοντάς τα σε συσκευές που μπορούν να προσθέτονται άμεσα, η μία πάνω στην άλλη. Η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο αρχιτεκτονικές είναι ο τρόπος που κλιμακώνονται: στο converged infrastructure αυτό γίνεται αυξάνοντας τη χωρητικότητα των υπαρχόντων δομικών στοιχείων, ενώ στο hyperconverged infrastructure απαιτείται η προσθήκη νέων συσκευών πάνω στις υπάρχοντες. Σε ένα βασικό επίπεδο και οι δύο προσεγγίσεις υποδομών υπόσχονται να μειώσουν τα κόστη CapEx, να βελτιώσουν την ποιότητα υπηρεσιών και να απλοποιήσουν τη διαχείρισή. Kαι αυτό είναι σημαντικό όταν εφαρμόζονται σε τεχνολογίες που είναι εξαιρετικές πολύπλοκες και απαιτούν μεγάλη επεκτασιμότητα όπως είναι τα VDI, τα Big Data και τα mobile services.
Appliance vs. Software-only
Όλα τα συστήματα hyperconverged είναι, στον πυρήνα τους, software- based. Oι, δε, κατασκευαστές τους ακολουθούν δύο βασικές προσεγγίσεις για την υλοποίησή τους – είτε προσφέρουν μια προ- ενσωματωμένη συσκευή hardware είτε ένα ειδικό software που μπορεί να γίνει download.
- Appliance: όλο το σύστημα, hardware και software, διατίθεται ως μια απλή μονάδα. Αυτή η ενσωμάτωση προσφέρει ευκολίες τόσο στον πελάτη όσο και στον προμηθευτή, απλοποιώντας την υποστήριξη και διευκολύνοντας την ενσωμάτωση σε ένα υπάρχον σύστημα.
- Software-only: Ο vendor προσφέρει το software και αφήνει στους πελάτες την απόφαση να επιλέξουν το hardware της αρεσκείας τους. Αυτή η δυνατότητα προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία, όσον αφορά την επιλογή hardware. Είναι ταυτόχρονα και πιο οικονομική, καθώς οι οργανισμοί μπορεί να αξιοποιήσουν το υπάρχον hardware εξοπλισμό ή να προμηθευτούν νέο hardware σε τιμές που θα μπορούν να παζαρευτούν, αφού θα έχουν περισσότερες επιλογές. Το μειονέκτημα της software- only προσέγγισης είναι ότι απαιτεί σχεδιασμό εκ των προτέρων και πιθανώς μια πιο χρονοβόρα διαδικασία ενσωμάτωσης.