Παρά το μαζικό migration προς το υπολογιστικό νέφος, οι παραδοσιακές δομές ΙΤ δείχνουν να εξακολουθούν να αποδίδουν αξία, ειδικά όταν οι διαχειριστές τους δεν διστάζουν να δοκιμάσουν να τις συνδυάσουν με τις σωστές δόσεις cloud και edge εφαρμογών, αναβαθμίζοντας την παραδοσιακή IT infrastructure σε μια νέα hybrid μορφή επαυξημένων δυνατοτήτων.

Η επί σχεδόν μία δεκαετία αυξανόμενη δυναμική του cloud, απογειώθηκε τα τελευταία χρόνια κάνοντας τις προβλέψεις (ακόμα και αυτές προ τριών χρόνων) για την αύξηση του business value του υπολογιστικού νέφους να μοιάζουν σήμερα απαισιόδοξες. Χαρακτηριστική η μελέτη του 2018 της McKinsey η οποία προέβλεπε ότι ως το τέλος του 2021 το 35% του παγκόσμιου workload θα φιλοξενείται στο cloud και πως το 40% των επιχειρήσεων θα έχουν τουλάχιστον δύο εταιρείες ως providers, με τις Infrastructure as a service (IaaS) και Software as a Service πρωταγωνιστές ανάμεσα τους.

Ελέω πανδημίας και των έκτακτων αναγκών της και σύμφωνα και με πρόσφατη έρευνα της Harvey Nash, εταιρείας technology recruitment, IT outsourcing και leadership services, ως το 2020 το 69% των εταιρειών είχε καταφύγει παγκοσμίως σε μία τουλάχιστον εφαρμογή cloud για να διατηρήσει τα operations της. Ενώ ως το τέλος του 2021 αυτό το ποσοστό εκτιμάται να ανέβει στο 90%!

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε και ο research vice president της Gartner, Sid Nag, «ακόμα και χωρίς την πανδημία θα υπήρχε μια σοβαρή μείωση της όρεξης του κοινού για παραδοσιακά data centers. Η πανδημία όμως λειτούργησε σαν πολλαπλασιαστής του ενδιαφέροντος των CIO’s για το cloud». Και το «ενδιαφέρον» μετριέται σε μια αύξηση δαπανών σε cloud κατά 23,1%, που μεταφράζεται σε αύξηση δαπανών από τα 270 δις δολάρια του 2020 σε 332,3 δις δολάρια ως το τέλος του 2021 για cloud adoption.
Παρόλα αυτά, η ίδια η McKinsey υπογράμμισε το φαινόμενο πάνω από το 60% με 65% των εταιρειών να διατηρούν -σε διαφορετικούς βαθμούς- την παραδοσιακή IT υποδομή τους, αντιστεκόμενες σθεναρά στις σειρήνες του pay per use και του scale on demand του ταξιδιού προς τα σύννεφα. Προφανώς λοιπόν ακόμα και εταιρείες που μόλις πέρασαν, χάρη σε cloud εφαρμογές το στίβο μάχης του κορονοϊού, δεν απεμπολούν τις on premise παραδοσιακές τους ΙΤ υποδομές.

Οι λόγοι ποικίλουν και δημιουργούν ένα μεγάλο πλέγμα που ξεκινά από το total cost of ownership της υποδομής ΙΤ που πρέπει να αποσβεσθεί, την απουσία ή χαμηλή ποιότητα υποδομών cloud ανά περιοχή, την πάντα παρούσα ανησυχία για την κυβερνοασφάλεια, την αδυναμία χάραξης στρατηγικής πλήρους μετάβασης σε cloud λειτουργία με όρους οικονομικής και επιχειρησιακής βιωσιμότητας και κέρδους ή και έναν δυσεπίλυτο συνδυασμό όλων των παραπάνω. Αλλά και την επιλογή ενός «τρίτου δρόμου» ανάμεσα στο παραδοσιακό IT infrastructure και το cloud και περνά από την παράλληλη με αυτό χρήση των edge εφαρμογών. Οι λύσεις είναι πολλές και οι συνδυασμοί μεταξύ παραδοσιακού IT Infrastructure και cloud εφαρμογών άπειρες. Θυμίζοντας παρτίδα σκάκι, όπου κάθε λύση και εφαρμογή έχει τα αδύνατα και δυνατά σημεία της και καμία να μην μπορεί να κυριαρχήσει μόνη της, ακριβώς όπως κάθε διαφορετικό πιόνι. Γι’ αυτό και στο netweek απευθύνθήκαμε σε μερικούς από τους Έλληνες ΙΤ «μετρ» αυτού του «παιχνιδιού» -από ένα μεγάλο φάσμα του ελληνικού επιχειρησιακού ΙΤ οικοσυστήματος- για να μας δώσουν την προσωπική τους εμπειρία και απόψεις για το πώς «παίζεται» η σκακιέρα των ΙΤ αναγκών του σήμερα.

To Cloud or not to Cloud?
«Διανύουμε μία περίοδο αναταραχής, τόσο λόγω της οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε πριν 10 χρόνια όσο και εξαιτίας του COVID-19. Ο Peter Drucker είχε πει ότι “σε περιόδους αναταραχής, ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η ίδια η αναταραχή αλλά το να λειτουργούμε με τον τρόπο σκέψης που είχαμε πριν”. Στην περίοδο αναταραχής που διανύουμε, ζητείται μετασχηματισμός, νέος τρόπος σκέψης και η ελπίδα που αυτός συνεπάγεται» εξηγεί ο δρ. Γιάννης Ηλιάδης μέλος Δ.Σ., (ISC)2 Hellenic Chapter και Διευθυντής Υποδομών Πληροφορικής, Τειρεσίας Α.Ε. Εξ’ ου και το δίλημμα «To Cloud or not to Cloud?» θα μπορούσε να το έχει εκφράσει πρώτος ο Άμλετ πριν από 420 χρόνια, όπως λέει χαρακτηριστικά, μιας και τα τελευταία χρόνια, το Cloud αποτελεί πόλο έλξης για επιχειρήσεις ακριβώς επειδή δίνει την ευκαιρία για μετασχηματισμό. Γεγονός που όπως μας λέει ερμηνεύει και γιατί το 2020 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο οι παγκόσμιες επενδύσεις σε υποδομές Cloud υπερέβησαν αυτές του OnPrem.

Για τον Γρηγόρη Κατσαρό, Enterprise Architecture Senior Manager, Architecture, Online & Operattions της Wind, η ερώτηση αν στο μέλλον το cloud θα αντικαταστήσει πλήρως την παραδοσιακή δομή του inhouse ΙΤ, είναι ενδιαφέρουσα, αλλά «δύσκολη». Αναγνωρίζει ότι το digitization, αλλά και η ταχύτητα και το agility που η χρήση cloud υπηρεσιών προσφέρει ήταν πολύ βολική και ζωτική στην ανταπόκριση του ΙΤ στην πανδημία, καλύπτοντας μια ανάγκη για remote και virtual λειτουργία, που προήλθε χωρίς προγραμματισμό και ανάγκασε τις εταιρείες να την καλύψουν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αλλά να αντικαταστήσει πλήρως το παραδοσιακό ΙΤ infrastructure; «Πιστεύω πως όχι 100%. Η Ελλάδα είναι κάποια βήματα πίσω, καθώς υπάρχει προβληματισμός και σκεπτικισμός. Διεθνώς περάσαμε από μια φάση excitement για το cloud, -όταν πολλές εταιρείες πέρασαν σε full cloudification- που τώρα έχει καταλαγιάσει, σε μια hybrid πραγματικότητα, όπου συνυπάρχουν on prem και off prem εγκαταστάσεις. Αυτό στην Ελλάδα θα συντηρείται για λίγο καιρό ακόμα και γιατί το regulatory framework σε διάφορους κλάδους είναι ακόμα συντηρητικό. Η τάση του cloud first και του migration υπάρχει για συγκεκριμένους λόγους, αλλά η λέξη hybrid στον κόσμο των υποδομών αρχίζει και επικρατεί».

Αντίθετα για τον Γιάννη Παπίδη, Chief Technology & Business Change Officer της Dixons South East Europe, το cloud ήταν η εξαρχής βασική παραδοχή στην αρχιτεκτονική της εταιρείας, η οποία μετατρέπεται σε 100% cloud based σε μια στρατηγική που ολοκληρώνεται τον επόμενο χρόνο. «Για εμάς το cloud είναι μονόδρομος και έχει πάρα πολλά οφέλη σε ταχύτητα, αλλά και οικονομικά, αφού μπορείς να αντιμετωπίζεις τα εποχιακά peeks και valleys πολύ καλύτερα, χωρίς να έχεις μηχανές που θα κρατάς άδειες το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, περιμένοντας απλώς τα peeks, που για μας είναι πολύ σημαντικά. Σκεφθείτε ότι ο φόρτος στο Black Friday είναι 10πλάσσιος του κανονικού! Αλλά το να κρατάς την υποδομή στο 10πλάσιο για δύο μέρες που θα τη χρειαστείς είναι πρόβλημα» μας λέει. «Έτσι και αλλιώς η υποδομή μας ήταν outsourced στην ΙΒΜ εδώ και 5 χρόνια, γιατί στην εταιρεία πιστεύουμε ότι οι υποδομές μας δεν ήταν στο core competency μας. Σήμερα ήδη το μεγαλύτερο μέρος της υποδομής μας είναι σε cloud και δεν εννοώ μόνο infrastructure, αλλά και SaaS λύσεις, στις οποίες καταφεύγουμε όπου αυτό είναι εφικτό» συμπληρώνει.

Ο Γιώργος Μπλυμάκης Διευθυντής Διεύθυνσης Συστημάτων Πληροφορικής της Alpha Bank πάλι θεωρεί ότι με την εισαγωγή της τεχνολογίας cloud, δίνονται πολλές ευκαιρίες για νέες καινοτόμες λύσεις και βελτιώσεις σε αδυναμίες παλαιότερων υποδομών. «Η τεχνολογία του cloud παρέχει αναβαθμισμένα SLAs, ανώτερο user experience, αλλά και περισσότερη δημιουργικότητα σε περιβάλλον development. Οι εφαρμογές στα διάφορα cloud περιβάλλοντα, φυσικά, δεν προσφέρουν μόνο μία καλύτερη εμπειρία στους πελάτες, αλλά και στην ίδια την επιχείρηση, η οποία μπορεί πλέον να εισάγει με μεγαλύτερη ευκολία καινοτόμες λύσεις τεχνολογίας που εξυπηρετούν, με τη σειρά τους, καινοτόμες πρακτικές, όπως Agile, DevOps κ.λπ», όπως εξηγεί. Υπογραμμίζει την μεγαλύτερη ευκολία που προσφέρουν στις νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας, αφού η χρήση υπηρεσιών cloud computing είναι ιδανική, καθώς τους παρέχει ευελιξία, ταχύτητα και χαμηλό λειτουργικό κόστος.

Cloud Migration: «Ναι μεν, αλλά…»
Μπορεί οι περισσότεροι να υπερθεματίζουν του cloud adoption, αλλά αυτό γεννά και το ερώτημα του πως να ερμηνευτεί η παραμονή τόσο μεγάλου μέρους της ΙΤ αγοράς στην ήδη υπάρχουσα IT Infrastructure. «Όσο παλαιότερη η υποδομή τόσο περιπλοκότερη η μεταφορά» είναι η απάντηση του Λεωνίδα Φλωράκη, Διευθυντή Πληροφοριακών Συστημάτων της Kosmocar A.E. και είναι ενδεικτική των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το ΙΤ στη μετάβαση του στο cloud. Στην εμπειρία του, η μεταφορά των υποδομών στο Cloud ξεκίνησε εδώ και πολλά χρόνια. «Στην αρχή μεταφέραμε περιφερειακές εφαρμογές στο Cloud, συνυφασμένες με το corporate site και πλέον με το eShop. Το πραγματικό όμως έναυσμα για μεταγωγή στο Cloud μας το έδωσε η τεχνολογία του Virtualization που πρώτα εφαρμόσαμε στο δικό μας Data Center και κατόπιν χρησιμοποιήσαμε στο Cloud.

Αντίστοιχα βοήθησε και η μετεξέλιξη των Applications σε Web. Κατόπιν κάναμε χρήση της ωριμότητας και πληρότητας των διαθέσιμων platforms όπως το 365 για να «ανεβάσουμε» όλο το Mail & Collaboration. Τέλος, ήρθε η σειρά των ERPs που συνήθως αποτελεί και τον «δεινόσαυρο» της κάθε εταιρείας. Άρα είναι προφανές ότι μια start up μπορεί να πάει κατευθείαν στο cloud, πλην όμως όλες οι υπόλοιπες εταιρείες πρέπει να περάσουν την βάσανο του hybrid περιβάλλοντος που διαρκεί αρκετό χρόνο». Παρόλα αυτά τα οφέλη που αναγνωρίζει είναι πολλαπλά: Resilience & Elasticity, Flexibility & Scalability, Automation (με την χρήση SaaS για παράδειγμα), χαμηλά Running Costs (αν και όχι πάντα).

Όπως εντοπίζει και ο Γρηγόρης Κατσαρός το cloud adaptation έχει συγκεκριμένες προκλήσεις. Μια από αυτές είναι το κόστος. Έχουν γίνει επενδύσεις σε υποδομές και θα πρέπει να ολοκληρωθεί το return on investment, πριν αντικατασταθούν. Επιπλέον πολλές legacy εφαρμογές του παρελθόντος δεν είναι fit για ένα cloud περιβάλλον. «Όχι χωρίς refactoring, modernization και αλλαγή του συστήματος. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αν και το cloud είναι μια flexible υπηρεσία υποδομών, μπορεί να αποδειχθεί πολύ ακριβή. Θέλει προσοχή, σχεδιασμό, προγραμματισμό και παρακολούθηση και απαιτεί άλλα skills, αρχιτεκτονική και mentality» λέει. «Για να χτίσουμε νέες υπηρεσίες σε cloud απαιτούνται καινούργια skills, τα οποία δεν υπάρχουν σε έναν παραδοσιακό ΙΤ οργανισμό. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τις cloud υποδομές, ίδιες με ένα data center. Ακόμα και αν είναι fit μια εφαρμογή για ένα lift and shift από το ΙΤ σε ένα «μεγάλο κουτί» στο cloud, μπορεί να μην έχει νόημα και οικονομικό όφελος. Οπότε αυτό είναι ένα challenge που όποιοι θέλουν να μπουν στο ταξίδι του cloud transformation πρέπει να λάβουν υπόψιν».

Κάπου στη «μέση του δρόμου», στέκεται και η προσέγγιση του Γιώργου Μπλυμάκη, ο οποίος θεωρεί ότι όσον αφορά τους μεγάλους οργανισμούς, με υπάρχουσες μεγάλες υποδομές και data centers, απαιτούνται μία ειδική στρατηγική και ένα σαφώς προδιαγεγραμμένο road map για την υιοθέτηση των cloud υπηρεσιών. Ενώ παράλληλα χρειάζεται επανεξέταση των εφαρμογών και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη μεταφορά του φόρτου εργασίας στο cloud. «Προσεγγίσεις μετάβασης στο cloud με μεθοδολογία lift and shift δεν θα προσδώσουν τα μέγιστα οφέλη. Αντιθέτως, η αναθεώρηση legacy εφαρμογών και η χρήση νέων τεχνολογιών (π.χ. ανάπτυξη containers, ανάπτυξη cloud native εφαρμογών) σε συνδυασμό με τις κατάλληλες cloud υπηρεσίες θα αποφέρουν τα μέγιστα. Η κατ’ αρχήν υιοθέτηση ενός hybrid multi cloud μοντέλου είναι αναπόφευκτη για την ομαλή μετάβαση των μεγάλων οργανισμών, οι οποίοι θα πρέπει να προσαρμόσουν αναλόγως το λειτουργικό τους μοντέλο» εξηγεί.

Για τον Γιάννη Παπίδη οι αναστολές είναι πολύ μικρότερες. «Δεν ξέρω αν το retail, αλλά και όλο το industry έχει πια νόημα να ασχολείται με την υποδομή. Δεν είναι ότι αφαιρείς από πάνω σου έναν πονοκέφαλο. Δεν είναι στρατηγική κόστους, αλλά enabler. Το σημαντικότερο benefit είναι ότι αποκτώντας πρόσβαση σε πολύ χρήσιμες τεχνολογίες, κάνεις enable τον οργανισμό σου να ανοίξει τα σύνορα του ΙΤ και να μην γράφουν κώδικα και να δίνουν λύσεις μόνο οι άνθρωποι της πληροφορικής αλλά όλη η εταιρεία. Για εμάς σημαντικά είναι τα operations και εκεί χτίζουμε. Όπου μπορούμε βγάζουμε το κομμάτι της υποδομής τελείως από την εξίσωση με SaaS λύσεις. Έτσι στο μέλλον θα νιώθουν όλα τα business units ότι η πληροφορική είναι στα χέρια τους και ότι μπορούν να φτιάξουν και οι ίδιοι τις λύσεις τους και δεν χρειάζεται να πάρουν τηλέφωνο κάποιον πληροφορικάριο και να του πουν τα σπεκς. Ναι μεν cloud βέβαια, αλλά όχι ακυβέρνητο. Θέλεις ένα καλό government structure μέσα στην εταιρεία».

Ασφάλεια …πτήσεων
Οι κυβερνοαπειλές, τα κανονιστικά πλαίσια προσωπικών δεδομένων, ή η απώλεια του έστω «τοπικού» ελέγχου του παραδοσιακού ΙΤ , πρωταγωνιστούν στους φόβους γύρω από το cloud; Οι απαντήσεις ποικίλουν, αλλά το ζήτημα της γενικότερης ασφάλειας φαίνεται να απασχολεί σχεδόν τους πάντες. Για τον Γρηγόρη Κατσαρό το security concern «ακούστηκε» πολύ την τελευταία πενταετία» και υπάρχει ακόμα. «Αν και αρχίζει σιγά-σιγά να απομυθοποιείται, αφού παγκόσμια πολλές εταιρείες δουλεύουν full on cloud, οπότε υπάρχουν οι τεχνολογίες που εξασφαλίζουν δικλείδες ασφαλείας, σε ένα zero trust μοντέλο» όπως σημειώνει.

Όπως μας εξήγησε και στην αφήγηση του cloud migration ταξιδιού του ο Λεωνίδας Φλωράκης η είσοδος στους «ουρανούς» δεν έγινε χωρίς προβλήματα. Όπως λέει χαρακτηριστικά «η κατάσταση επιδεινώθηκε με το θέμα Security. Ενώ λοιπόν τεχνολογικά υπάρχουν πολλαπλές λύσεις (IaaS, PaaS, SaaS) οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες για Security και κατόπιν η απαίτηση του GDPR, επέτειναν την δυσκολία υλοποίησης, ακριβώς σε αυτήν την υβριδική φάση που λίγο πολύ βρισκόμασταν όλοι. Θα έλεγα άρα ότι ο ορθός τίτλος είναι πλέον Hybrid IT Infrastructure and Security».

Η Ελένη Κονσολάκη, Compliance & Data Protection Manager, της DPO Delivery Hero, Greece & Cyprus, συμφωνεί και υπογραμμίζει ότι οι αυξημένες νομικές υποχρεώσεις, είναι ίσως οι σημαντικότερες, ειδικά όπως διαμορφώνονται ταυτόχρονα με τις τεχνολογικές εξελίξεις και θεμελιώνουν ένα δυναμικά αναδυόμενο οικοσύστημα. «Οι κανονισμοί προστασίας δεδομένων, όπως ο ΓΚΠΔ και άλλοι κανονισμοί και πρότυπα, όπως το PCI DSS, απαιτούν την προστασία των δεδομένων των πελατών-χρηστών και επιβάλλουν αυστηρές κυρώσεις για αστοχίες ασφάλειας.

Όταν μεταφέρονται δεδομένα σε υπολογιστικά νέφη η επίτευξη κανονιστικής συμμόρφωσης γίνεται πολύπλοκη, καθώς οι εταιρείες έχουν περιορισμένο έλεγχο σε κάποια επίπεδα της υποδομής τους» μας λέει και εξηγεί ότι στο παγκόσμιο cloud οικοσύστημα, οι υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους προσφέρονται στην πλειοψηφία τους από αμερικανικές επιχειρήσεις -κολοσσούς, με πλήθος γεωγραφικά κατανεμημένων κέντρων δεδομένων. Όπως επισημαίνει «σε αρκετές περιπτώσεις, οι εταιρείες που κάνουν χρήση του υπολογιστικού νέφους ενδέχεται να μη γνωρίζουν την ακριβή τοποθεσία αποθήκευσης και διατήρησης των δεδομένων των πελατών-χρηστών τους, καθιστώντας ελλιπή τη συμμόρφωσή τους με τις κείμενες διατάξεις περί διαβίβασης δεδομένων σε μία Ευρώπη που αμφισβητεί την επάρκεια του κανονιστικού πλαισίου (υπόθεση Schrems I, II)».

Έτσι οι κανονισμοί προστασίας δεδομένων, όπως το GDPR, επιφορτίζουν ακόμα περισσότερο τους CIOs ως προς την απαίτηση διασφάλισης του απορρήτου, της φύλαξης της ασφάλειας των δεδομένων των πελατών και της διατήρησης αναφορών, όπως εξηγεί και ο Νίκος Μανιάτης, Διευθυντής Τομέα Τεχνολογίας, της ΙΒΜ για Ελλάδα και Κύπρο, ενώ παράλληλα, όπως λέει, οι ίδιοι πρέπει να μεριμνούν για την άμεση απόκριση στους επιχειρηματικούς στόχους του οργανισμού τους.
Για τον Γιώργο Μπλυμάκη οι απαιτήσεις απαιτήσεις κανονιστικής συμμόρφωσης με εποπτικές αρχές, ασφάλειας πληροφοριών, κυβερνοασφάλειας και λειτουργικού κινδύνου, μπορεί και να καλύπτονται πιο εύκολα στο cloud, τόσο χάρη στον αρτιότερο σχεδιασμό των συστημάτων των οργανισμών όσο και των νέων, καινοτόμων λύσεων των παρόχων.

Στον αντίποδα ο Γιάννης Ηλιάδης τονίζει το ζήτημα τις κυβερνοασφάλειας του υπολογιστικού νέφους. Σύμφωνα με έρευνες, εξηγεί, με την εξάπλωση του Cloud διπλασιάσθηκε το πλήθος των επιθέσεων και επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ασφαλή παραμετροποίηση των υποδομών τους. Σχετίζει μάλιστα με αυτές και τη δήλωση του Πρόεδρου του US Federal Reserve, Jerome Powell, ότι οι «κυβερνοκίνδυνοι ξεπερνούν… τους κινδύνους που οδήγησαν στη μεγάλη ύφεση του 2008». «Τα προαναφερθέντα οδηγούν κάποιες επιχειρήσεις στο να θεωρούν τη σχετική επαγγελματική πιστοποίηση Ασφάλειας Πληροφοριών (ISC)2 CCSP ως προαπαιτούμενο για απασχόληση επαγγελματιών στον τομέα του Cloud, παρακινώντας τα στελέχη τους να την αποκτήσουν». Ειδικά όταν όπως σημειώνει υπάρχουν επιχειρήσεις που επιστρέφουν στον OnPrem κόσμο -ή στο Private Cloud-, «σταματώντας νωρίς το Public Cloud ταξίδι τους, γιατί η σχετική επένδυση έγινε μάλλον βιαστικά και δημιούργησε ένα νέο κέντρο αβέβαιου και απρόβλεπτου λειτουργικού κόστους, που δεν συνοδεύθηκε από αξία για τον οργανισμό, ούτε ήταν αναγκαία η ύπαρξή του».

Γι’ αυτό όπως εξηγεί και ο Νίκος Μανιάτης μια υλοποίηση αποκλειστικά public cloud μπορεί να μην είναι η κατάλληλη λύση για όλα τα workloads. Και για αυτό για λόγους ασφάλειας, συμμόρφωσης, πολυπλοκότητας και συνολικού κόστους ιδιοκτησίας, κάποιοι CIOs επιλέγουν να μεταβούν σε μια λύση hybrid multi- cloud. «Μια hybrid multi-cloud αρχιτεκτονική επιτρέπει στους CIOs να μεταβούν σε ένα περιβάλλον που αξιοποιεί όλα τα οφέλη που προσφέρει το cloud, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης φορτίων εργασίας (workloads) όπου και όποτε θέλουν, της μετατόπισης αυτών μεταξύ on-prem και public cloud και της αξιοποίησης της επεκτασιμότητας και της ασφαλείας που παρέχει η εν λόγω λύση. Επιπλέον, παρέχει μια ενιαία αρχιτεκτονική διαχείρισης και λειτουργικότητας που συμπεριλαμβάνει αυτοματοποιημένο έλεγχο, management υπηρεσιών, συμβάντων και προβλημάτων καθώς και διαχείριση του multi-cloud για διασφάλιση υψηλής διαθεσιμότητας και ανθεκτικότητας. Ακόμα οι τεχνολογίες open-source ενός hybrid clοud διευκολύνουν και αυξάνουν την καινοτομία (innovation) μέσα σε ένα οργανισμό και αποφεύγουν τα εμπόδια μιας λύσης που οδηγεί στο λεγόμενο vendor lock-in». NW

Δήλωσαν…

Ελένη Κονσολάκη, Compliance & Data Protection Manager, της DPO Delivery Hero, Greece & Cyprus
«Η εμπιστοσύνη των πελατών-χρηστών είναι ένα από τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία μιας εταιρείας, γι’ αυτό και η ασφάλεια και προστασία των δεδομένων τους και στο cloud είναι η βασικότερη προϋπόθεση για τη διατήρηση αυτής της εμπιστοσύνης και μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις των εταιρειών στην Ψηφιακή Δεκαετία της Ευρώπης»

Λεωνίδας Φλωράκης, Διευθυντής Πληροφοριακών Συστημάτων της Kosmocar A.E.
«Όσο παλαιότερη η υποδομή τόσο περιπλοκότερη η μεταφορά. Είναι προφανές ότι μια Start up μπορεί να πάει κατευθείαν στο cloud, πλην όμως όλες οι υπόλοιπες εταιρείες πρέπει να περάσουν την βάσανο του Hybrid περιβάλλοντος που διαρκεί αρκετό χρόνο»

Γιώργος Μπλυμάκης, Διευθυντής Διεύθυνσης Συστημάτων Πληροφορικής της Alpha Bank
«Το σημαντικότερο ίσως είναι πως, στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, τα cloud περιβάλλοντα προσφέρουν στις επιχειρήσεις την ευκαιρία να μειώσουν σημαντικά το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα και να γίνουν πιο “πράσινες”»

Γιάννης Παπίδης, Chief Technology & Business Change Officer της Dixons South East Europe
«Στο τέλος της ημέρας δίνεις την ευθύνη της υποδομής σε τρίτους και κρατάς εσύ το ανταγωνιστικό σου πλεονέκτημα, που δεν είναι το να διατηρείς υποδομή, αλλά η εμπειρία του πελάτη και η παραγωγή υπηρεσιών για αυτόν»

Γρηγόρης Κατσαρός, Enterprise Architecture Senior Manager, Architecture, Online & Operations της WIND.
«Το transformation έχει και ένα initial κόστος, απαιτεί κατάλληλο training, σχεδιασμό και πρέπει να καταλάβουν, ειδικά οι ΙΤ, ότι το cloud δεν είναι data center, ώστε να το προσεγγίσουν με την κατάλληλη μεθοδολογία»

Δρ. Γιάννης Ηλιάδης, μέλος Δ.Σ., (ISC)2 Hellenic Chapter και Διευθυντής Υποδομών Πληροφορικής, ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.
«Για μία επιχείρηση, το Cloud είναι ένα εργαλείο, όπως το κατσαβίδι. Εφόσον υπάρχει καλά μελετημένο business case, το Public Cloud μετατρέπεται δυνητικά από εργαλείο σε ευκαιρία προς εκμετάλλευση και σε δυνατό στοιχείο της επιχείρησης. Αλλιώς, παραμένει απλά άλλο ένα εργαλείο»

Νίκος Μανιάτης, Διευθυντής Τομέα Τεχνολογίας, της ΙΒΜ για Ελλάδα και Κύπρο
«Η μεγαλύτερη πρόκληση για τους Chief Information Officers (CIOs) σήμερα είναι ο εκσυγχρονισμός της κύριας υποδομής πληροφορικής στην εποχή του cloud, ο οποίος πρέπει να λάβει υπόψη τις νέες απαιτήσεις ασφάλειας, αλλά και την άμεση εξυπηρέτηση των πελατών, ενώ παράλληλα να ισορροπήσει το κόστος με την αυξανόμενη πολυπλοκότητα του νέου
μοντέλου πληροφορικής»