Δε χρειάζεται να πάμε περισσότερα από 20 χρόνια πίσω για να θυμηθούμε περιστατικά που οι εργαζόμενοι ζητούσαν να έχουν την επιλογή της τηλε-εργασίας και οι οργανισμοί αντιδρούσαν σθεναρά. Πριν την πανδημία κάποιες πρωτοπόρες εταιρείες είχαν γίνει πιο ελαστικές. Μετά την πανδημία, όλοι οι οργανισμοί υποχρεώθηκαν να γίνουν πιο ελαστικοί.
Την περίοδο που γράφονταν αυτό το άρθρο, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων και η ελληνική είχαν αποφασίσει να επαναφέρουν το μέτρο του αυξημένου ποσοστού τηλε-εργασίας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την επέλαση της μετάλλαξης Όμικρον της γνωστής πλέον σε όλους μας COVID-19. Ωστόσο, η επικοινωνία μας με οργανισμούς στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, αποκαλύπτει ότι για πολλούς από αυτούς το καθεστώς τηλε-εργασίας δεν επανέρχεται γιατί πρακτικά δεν σταμάτησε να ισχύει μετά την πρώτη εφαρμογή του στο ξεκίνημα της πανδημίας.
Είναι πολύ συνηθισμένο πλέον να καλούμε σε κάποιον οργανισμό και είτε το τηλεφώνημα να εκτρέπεται στην οικία του εργαζόμενου, είτε να μας ενημερώνουν ότι το άτομο που ψάχνουμε εργάζεται από το σπίτι. Ακόμα και συντηρητικοί οργανισμοί, όπως οι τράπεζες, έχουν επιλέξει να διατηρήσουν την εργασία από το σπίτι για πολυάριθμες εργασιακές ομάδες, όπως για παράδειγμα το τμήμα IT. Πρόσφατα, CIO τράπεζας που είχε αναλάβει τη θέση στο πλαίσιο της πανδημίας, μας έλεγε ότι το τμήμα του απασχολεί σχεδόν 250 άτομα, από τα οποία είχε γνωρίσει δια ζώσης ελάχιστα.
Με την πρώτη ματιά, η εικόνα της νέας κατάστασης μόνο οφέλη φαίνεται να έχει, όπως η μείωση του κυκλοφοριακού προβλήματος, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου για τους εργαζόμενους, οι οποίοι αν μη τι άλλο κερδίζουν το χρόνο μετακίνησης και η δυνατότητα του οργανισμού να μειώσει τα λειτουργικά του έξοδα, προσφέροντας ένα ποσοστό της μείωσης ως αύξηση του μισθού των εργαζόμενων. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι συχνά τόσο ρόδινα όσο θα ήθελε η φαντασία μας.
Η τηλε-εργασία δεν είναι απαραίτητα συνδεδεμένη με το σπίτι
Σε αρκετά άρθρα θα δούμε αντί της λέξης τηλε-εργασία να χρησιμοποιείται η φράση εργασία από το σπίτι. Πρόκειται για μια προσέγγιση, η οποία αποκλείει ένα ποσοστό των επιλογών του εργαζόμενου, ο οποίος μπορεί να εργάζεται από οπουδήποτε υπάρχει ρεύμα και μια σύνδεση στο Internet. Αν μάλιστα δε θεωρήσουμε απαραίτητο το ρεύμα, επειδή ο εργαζόμενος έχει backup από μπαταρίες, τότε ο χώρος της εργασίας θα μπορούσε να είναι ακόμα και η έρημος Καλαχάρι με τη βοήθεια μιας δορυφορικής σύνδεσης στο Internet.
Ίσως για κάποιους που το πλαίσιο του σπιτιού ακούγεται αποπνικτικό ή δεν θέλουν να συνδέσουν το στρες της εργασίας με το χώρο που έχουν για να ηρεμούν, η επιλογή της εργασίας εκτός σπιτιού, έστω και όχι τόσο μακριά όσο η έρημος Καλαχάρι, ακούγεται ευχάριστη. Τι θα μπορούσε όμως να χαλάσει αυτήν την εικόνα; Το ένα εμπόδιο, όπως είπαμε είναι η ενεργειακή αυτάρκεια, για την οποία θα μπορούσαμε να βρούμε λύση. Το δεύτερο εμπόδιο είναι οι τηλεπικοινωνίες και όπως έχουμε διαπιστώσει η υπέρβασή τους δεν εξαρτάται από τις δικές μας δυνάμεις.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δεκαπλασιάστηκαν οι κλήσεις παραπόνων προς τις εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες σταθερής-κινητής τηλεφωνίας και ενσύρματου-ασύρματου Internet. Το μέγεθος θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο, αν οι εταιρείες είχαν τον απαραίτητο αριθμό εργαζόμενων για να εξυπηρετήσουν όλες τις κλήσεις παραπόνων, πολλές εκ των οποίων κατέληγαν σε παραίτηση των συνδρομητών. Όσον αφορά τον μέσο όρο ταχύτητας σύνδεσης στο Internet μέσω δικτύου κινητής τηλεφωνίας, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ μαζί με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ενώ για τις επίγειες συνδέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο η χώρα μας βρίσκεται στην 98η θέση από τις 100, με το Μπαγκλαντές και τη Σενεγάλη να είναι ελαφρά χειρότερες.
Οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας φαίνεται να μην έχουν την ίδια εικόνα με αυτή που αποτυπώνουν τα προγράμματα μέτρησης ταχυτήτων και απορούν πως γίνεται μετά από επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων να συμβαίνει αυτό το πράγμα. Το πρόβλημα όμως είναι υπαρκτό, με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις η εργασία από την έρημο Καλαχάρι να είναι περισσότερο εφικτή σε σχέση με την εργασία από μια ελληνική μητρόπολη.
Επομένως, αν η εργασία σχετίζεται με επεξεργασία κειμένου ή λογιστικών φύλλων τότε ακόμα και μια σύνδεση 10 Mbps, όπως αυτή που έχουν πολλοί από τους συνδρομητές που πληρώνουν για 24 Mbps είναι αρκετή. Αν όμως η εργασία απαιτεί μεταφορά αρχείων μεγάλου μεγέθους, εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Ρεαλιστικά -και αυτό το ζήσαμε- δυσκολεύουν ακόμα και για τηλεδιασκέψεις με video. Ένας από τους πολλούς λόγους αποτυχίας της τηλε-εκπαίδευσης στα σχολεία, ήταν η αδυναμία των καθηγητών να έχουν οπτική επαφή με τους μαθητές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ήταν δύσκολη ακόμα και η επικοινωνία με φωνή.
Σύμφωνα με μια εκτεταμένη έρευνα που πραγματοποίησε η McKinsey και αφορά σε 800 τομείς εργασίας σε 9 χώρες, υπάρχουν τομείς, όπως οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπου το ποσοστό τηλε-εργασίας θα μπορούσε θεωρητικά να φτάσει μέχρι και το 86% και άλλοι, όπως για παράδειγμα η αγροτική παραγωγή που δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει το 8%. Στο σύνολο της έρευνας, ο μέγιστος θεωρητικός μέσος όρος τηλεργασίας ήταν 39%.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ίδια έρευνα, η προσέγγιση του μέσου όρου είναι περισσότερο πιθανή στις προηγμένες οικονομίες, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η χώρα μας. Οπότε ένας στόχος κοντά στο 15% θα ήταν περισσότερο εφικτός, αν θεωρήσουμε ότι βρισκόμαστε στο ίδιο επίπεδο με την Κίνα, το Μεξικό ή την Ινδία. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 50% τηλε-εργασίας που συχνά επιβάλουν τα μέτρα προστασίας απέναντι στην πανδημία, αναπόφευκτα συνδέεται με χαμηλότερη παραγωγικότητα.
Θα μπορούσαν οι υπηρεσίες cloud να κάνουν την εικόνα καλύτερη;
Όταν πριν αρκετά χρόνια, η Hewlett Packard πρωτοπόρησε δίνοντας στους εργαζόμενους της τη δυνατότητα τηλε-εργασίας, είχε χρειαστεί να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρωτόκολλο ασφάλειας, το οποίο μεταξύ άλλων περιλάμβανε τη διάθεση προσωπικού υπολογιστή, στον οποίο ο εργαζόμενος δεν μπορούσε να εγκαταστήσει κανένα λογισμικό που δεν ήταν εγκεκριμένο από την εταιρεία.
Επίσης, η επικοινωνία γίνονταν μέσω VPN και το σύνολο του ελέγχου πρόσβασης ήταν αρμοδιότητα του τμήματος ασφάλειας της HP. Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο εργαζόμενος χρησιμοποιεί οποιαδήποτε συσκευή έχει διαθέσιμη, συνδέεται στο δίκτυο από οποιοδήποτε σημείο βρίσκεται, όπως ένα καφέ ή μια βιβλιοθήκη και ένα μεγάλο ποσοστό του ελέγχου πρόσβασης δεν είναι αρμοδιότητα της εταιρείας που εργάζεται. Όπως μας έλεγε πρόσφατα εκπρόσωπος εταιρείας που προσφέρει ασφαλιστικές υπηρεσίες απέναντι στο κυβερνοέγκλημα, ένα μεγάλο ποσοστό των πελατών πιστεύουν ότι από τη στιγμή που χρησιμοποιούν τις cloud υπηρεσίες ενός παρόχου, είναι ασφαλείς, αφού αυτός έχει φροντίσει να είναι ασφαλείς. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει.
Ένα μεγάλο ποσοστό των περιστατικών ransomware δεν οφείλονται σε εγγενή προβλήματα των πληροφοριακών συστημάτων που παραβιάστηκαν, αλλά σε παράδοση των “κλειδιών της πόλης” στους κυβερνοεγκληματίες. Επομένως, οι υπηρεσίες cloud από τη μία έχουν διευκολύνει πολύ την τηλε-εργασία, παράλληλα όμως έχουν αυξήσει και τις πιθανότητες παραβίασης των κεντρικών πληροφοριακών συστημάτων της εταιρείας. Το πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα, γίνεται φανερό από την αύξηση κατά 50% έως και 60% των συμβολαίων cyber-insurance, τα οποία θα συνεχίσουν να ακριβαίνουν τα ερχόμενα χρόνια.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες ζητούν πλέον από τους οργανισμούς να λάβουν πολύ πιο αυστηρά μέτρα προστασίας, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνουν αλλαγές και στον τομέα της τηλε-εργασίας, καθώς οι εργαζόμενοι θα χρειαστεί να τηρούν καθορισμένα πρωτόκολλα.
Δεν γνωρίζουμε ακόμα πως αυτό θα επιδράσει στην καθημερινότητα της εργασίας, είναι όμως βέβαιο ότι θα προσθέσει μια ακόμα ανησυχία στους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν θα ήθελαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για μια διαρροή δεδομένων που μπορεί να κοστίσει στην εταιρεία που εργάζονται εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια ευρώ.
Προσωπικά δεδομένα, μια ανοιχτή πληγή
Μια από τις απορίες καθηγητών, μαθητών και γονέων που χρησιμοποίησαν την υπηρεσία Webex της Cisco για την τηλε-εκπαίδευση, ήταν σχετικά με τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων. Όπως έγινε γνωστό, για τις υπηρεσίες που πρόσφερε η Cisco χρησιμοποιούσε servers, οι οποίοι ήταν στη Βρετανία, δηλαδή εκτός ΕΕ. Επίσης, δεν έχει γίνει γνωστό τι προέβλεπε η σύμβαση που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με τη Cisco και επομένως δε γνωρίζουμε αν εικόνες και φωνές των χρηστών, εικόνες από το εσωτερικό σπιτιών και δεκάδες χιλιάδες ώρες μαθημάτων, βρίσκονται τώρα αποθηκευμένα και διαθέσιμα προς ανάλυση σε κάποιους servers της Cisco. Το ίδιο βέβαια ισχύει και με άλλες υπηρεσίες που χρησιμοποιήθηκαν για τηλε-διασκέψεις, όπως το Zoom και το Microsoft Teams που είχαν και τα μεγαλύτερα ποσοστά χρήσης στον επιχειρηματικό κυρίως κόσμο.
Νομικά, ο χώρος του σπιτιού είναι απαραβίαστος, με εξαίρεση την επίδειξη εντάλματος έρευνας από εισαγγελέα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κάμερα που χρησιμοποιείται για να συνδέσει τον εργαζόμενο με την εταιρεία που εργάζεται ή με κάποιο δημόσιο οργανισμό, είναι παραβίαση του ιδιωτικού του χώρου; Οι συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει γύρω από το θέμα της τηλε-εργασίας και των προσωπικών δεδομένων, είναι ακόμα φρέσκες και δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα, πόσο μάλλον σε δράσεις. Τον περασμένο Αύγουστο, η Ελληνική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων δημοσίευσε τις συστάσεις της σχετικά με το θέμα της τηλε-εργασίας. Μεταξύ άλλων, η Αρχή θεωρεί τον εργοδότη υπεύθυνο για οποιαδήποτε διαρροή προσωπικών δεδομένων εργαζομένων και με μια πρώτη ανάγνωση, φαίνεται να απαλλάσσει τον εργαζόμενο στην περίπτωση που ο υπολογιστής του λειτουργήσει ως πύλη για μια κυβερνοεπίθεση.
Είναι αναμενόμενο ότι κάποιες εταιρείες με αυστηρές διαδικασίες θα προσπαθήσουν να τηρήσουν όσο καλύτερα γίνεται αυτές τις συστάσεις, ενώ άλλες θα κρατήσουν μια πιο χαλαρή στάση, ελπίζοντας ότι δε θα συμβεί το “κακό”. Οπότε, το ερχόμενο χρονικό διάστημα και δεδομένου ότι οι επιθέσεις ransomware βαίνουν διαρκώς αυξανόμενες, θα δούμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση στην πράξη.
Είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε τις συνήθειες μας;
Ακόμα και αν η τεχνολογία μπορούσε σε αυτήν τη φάση να προσφέρει τις βέλτιστες λύσεις, η επιτυχία των μοντέλων της τηλε-εργασίας και τηλε-εκπαίδευσης θα ήταν αμφίβολη, καθώς υπάρχουν ανθρώπινες συνήθειες αιώνων που είναι συνδεδεμένες με την εργασία. Ακόμη και στα κάτεργα των εργοστασίων στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και στις δημόσιες υπηρεσίες πριν από αυτήν, οι εργάτες είχαν άμεση επικοινωνία με τους συνεργάτες τους. Στους σύγχρονους εργασιακούς χώρους, όπου το διάλειμμα είναι θεσμοθετημένο, η επικοινωνία μεταξύ των συνεργατών για ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι ή για ένα καφέ στο διπλανή καφετέρια, είναι κάτι συνηθισμένο και ευχάριστο. Εκτός όμως της απουσίας επικοινωνίας, η εργασία από το σπίτι ή και εκτός αυτού, δημιουργεί και άλλα προβλήματα.
Σε μια οικογένεια για παράδειγμα που έχει παιδιά, η συμβίωση στο πλαίσιο των πιεστικών εργασιακών υποχρεώσεων δεν είναι εύκολη και ειδικά αν πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια. Επιπλέον, στην τηλε-εργασία, ο χώρος του σπιτιού συνδέεται με το περιβάλλον εργασίας και έτσι για πολλούς εργοδότες και εργαζόμενους σταματούν να είναι σαφή τα όρια του χρόνου εργασίας. Διαφορετικές μελέτες που έγιναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, απέδειξαν ότι ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζόμενων εργάζονται περισσότερες ώρες με το μοντέλο της τηλε-εργασίας με αποτέλεσμα να εμφανίζουν συχνότερα το φαινόμενο του burn out εξαιτίας και του πιεστικού πλαισίου που δημιουργεί ο φόβος της πανδημίας. Η εικόνα που έχουμε σε αυτήν τη φάση δεν είναι ενθαρρυντική για το μέλλον της τηλε-εργασίας.
Το αναμενόμενο είναι το ποσοστό των τηλε-εργαζόμενων που θα διατηρήσουν αυτό το μοντέλο εργασίας και μετά το πέρας της πανδημίας να είναι μεγαλύτερο από αυτό πριν την πανδημία, είναι όμως μάλλον απίθανο να φτάσει σε ποσοστά που θα ξεπερνούν αυτά των δια ζώσης εργαζόμενων. Σύμφωνα με τις τρέχουσες μελέτες σε χώρες, όπως η Ελλάδα, ένα ποσοστό κοντά στο 20% θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχία.