Η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης όσον αφορά στην ψηφιακή ένταση των επιχειρήσεων, με τις επιδόσεις της να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έφερε στη δημοσιότητα η Eurostat για το 2023, η χώρα μας κατατάσσεται τρίτη από το τέλος, καθώς μόνο η Βουλγαρία και η Ρουμανία εμφανίζουν χειρότερες επιδόσεις.

Ειδικότερα, το 56,2% των ελληνικών επιχειρήσεων καταγράφει πολύ χαμηλό επίπεδο ψηφιακής έντασης, έναντι του 59% των επιχειρήσεων στην ΕΕ που έχουν τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο. Η ψηφιακή ένταση μετράται βάσει της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το cloud computing, η διαχείριση σχέσεων πελατών (CRM) και οι πωλήσεις μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου.

Ενώ χώρες όπως η Φινλανδία (13%), η Μάλτα (11,4%) και η Ολλανδία (11%) βρίσκονται στην κορυφή με υψηλά επίπεδα ψηφιακής ωριμότητας, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω. Η έλλειψη επενδύσεων σε ψηφιακές υποδομές και τεχνολογίες, σε συνδυασμό με τη δυσκολία των επιχειρήσεων να προσαρμοστούν στις σύγχρονες απαιτήσεις, έχει κρατήσει τη χώρα πίσω στην ψηφιακή μετάβαση.

Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι, παρά τις θετικές εξαιρέσεις που υπάρχουν, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, καθώς και στην ΕΕ συνολικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην επίτευξη υψηλών επιπέδων ψηφιακής έντασης.

Μόνο το 4,4% των ΜΜΕ στην ΕΕ φτάνει σε πολύ υψηλό επίπεδο, ενώ το 42,3% βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Για να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι της Ψηφιακής Δεκαετίας, η οποία θέτει ως στόχο το 90% των ΜΜΕ να φτάσουν σε τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης μέχρι το 2030, η Ελλάδα θα χρειαστεί σημαντικές αλλαγές, με τις φωνές που υποστηρίζουν ότι το τρένο αυτό έχει ήδη χαθεί να πολλαπλασιάζονται.

Χωρίς την απαραίτητη ψηφιακή ανάπτυξη, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να υστερούν, θέτοντας σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητά τους στην παγκόσμια αγορά.