Παρέχοντας από φθηνότερες ως και δωρεάν υπηρεσίες που μέχρι πρότινος είχαν υψηλές χρεώσεις, οι ψηφιακές τράπεζες αλλάζουν τις συναλλακτικές μας δραστηριότητες.

Στις 29 Ιουνίου του 2015, ασυνήθιστα μεγάλο πλήθος ανθρώπων σε όλη την Ελλάδα περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία τη στιγμή που θα έφτανε μπροστά από ένα ATM. Την προηγούμενη μέρα, η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει την έναρξη των κεφαλαιακών ελέγχων και τη διακοπή λειτουργίας των τραπεζικών καταστημάτων για 6 ημέρες, οι οποίες τελικά έγιναν σχεδόν 20. Σε αυτό το διάστημα εκατομμύρια Έλληνες ανακάλυψαν την αξία της χρεωστικής κάρτας που μέχρι τότε σπάνια χρησιμοποιούσαν.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ελληνική αγορά μεταμορφώθηκε με ασύλληπτη ταχύτητα όσον αφορά τις οικονομικές συναλλαγές. Στις αρχές του 2018, το ποσοστό χρήσης χρεωστικών καρτών ήταν αυξημένο πάνω από 200% σε σχέση με τις αρχές του 2015. Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτή τη μεταμόρφωση είναι η εκπαίδευση στη χρήση πλαστικού χρήματος από “αντιδραστικά” σύνολα του πληθυσμού, όπως άτομα άνω των 45 ετών, μικροεπιχειρηματίες και επαγγελματίες.

Δωρεάν χρεωστικές κάρτες, αναλήψεις μετρητών και συναλλαγές στο εξωτερικό
Για περισσότερα από 20 χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες προσπαθούσαν, επενδύοντας εκατομμύρια ευρώ σε μάρκετινγκ, να πετύχουν αυτό που οι κεφαλαιακοί έλεγχοι πέτυχαν σε λίγους μήνες. Τα οφέλη της χρήσης πλαστικού χρήματος είναι πολλά για το τραπεζικό σύστημα, με βασικότερο τη μείωση του κόστους διαχείρισης χρήματος. Σε “μια νύχτα” οι μέτοχοι είδαν το λειτουργικό τους κόστος να μειώνεται, ενώ επιπλέον απέκτησαν πρόσβαση σε τεράστιες ποσότητες δεδομένων από συναλλαγές, τα οποία με τα κατάλληλα τεχνολογικά εργαλεία ανάλυσης δεδομένων, θα γίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις ίδιες και τους συνεργάτες τους, όπως για παράδειγμα με την αξιοποίηση τους για στοχευμένο μάρκετινγκ. Η αύξηση της χρήσης πλαστικού χρήματος δημιούργησε ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού, το οποίο δεν είχε σχέση με τις καταθέσεις ή τα δάνεια του πελάτη, αλλά με τη γνώση των συναλλαγών του. Αν ο πελάτης έχει στο πορτοφόλι του κάρτες αναλήψεων τριών τραπεζών, περισσότερο κερδισμένη είναι η τράπεζα της οποίας η κάρτα έχει την περισσότερη χρήση.

Και ενώ όλα έδειχναν ονειρικά όμορφα, μια νέα παρουσία στο χρηματοπιστωτικό τομέα ήρθε να ταράξει την ηρεμία. Η παρουσία ξεπήδησε μέσα από το σύμπαν της τεχνολογίας, το οποίο είναι σχετικά άγνωστο στο τραπεζικό σύστημα. Η “επανάσταση” άρχισε να φουντώνει το Φεβρουάριο του 2013 στη Γερμανία με την ίδρυση της N26, μιας σχεδόν 100% ψηφιακής τράπεζας, η οποία επιτρέπει στους κατοίκους της ζώνης του ευρώ να αποκτήσουν ένα τραπεζικό λογαριασμό και μια χρεωστική κάρτα μέσω μιας διαδικασίας που ολοκληρώνεται σε 8 μόλις λεπτά. Στην Ελλάδα, η επανάσταση έφτασε μέσω της βρετανικής ψηφιακής τράπεζας Revolut, η οποία ιδρύθηκε το 2015 και σε λιγότερο από 3 χρόνια, προσέλκυσε επενδύσεις 336 εκατομμυρίων δολαρίων και 2,5 εκατομμύρια πελάτες. Η Revolut ξεκίνησε να προσφέρει δωρεάν άνοιγμα λογαριασμού και χρεωστική κάρτα τον Απρίλιο του 2018 και έχει ήδη διαθέσει περισσότερες από 70.000 κάρτες. Στο δρόμο προς την ΕΕ είναι και η Paysend, η οποία έχει συγκεντρώσει από επενδυτές 20 εκατομμύρια δολάρια. Ενώ στο προσκήνιο έκανε πρόσφατα την εμφάνισή της η ελληνική Praxiabank, η οποία σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες θα έχει ένα υβριδικό μοντέλο λειτουργίας, προσφέροντας στον πελάτη και τη δυνατότητα να εξυπηρετείται και σε φυσικά καταστήματα, πολύ λιγότερα όμως σε αριθμό από αυτά των παραδοσιακών τραπεζών.

Από τα μέχρι τώρα δεδομένα, πλεονεκτήματα που φαίνεται πως έλκουν περισσότερο το ελληνικό κοινό είναι η μηδενική προμήθεια σε συναλλαγές στο εξωτερικό, ακόμα και αν πρόκειται για αναλήψεις μετρητών και η δωρεάν αποστολή χρημάτων μεταξύ των κατόχων κάρτας της ίδιας εταιρείας.

Ο κάτοχος της κάρτας έχει τη δυνατότητα να τροφοδοτήσει το λογαριασμό του, στέλνοντας έμβασμα από άλλο δικό του λογαριασμό, είτε λαμβάνοντας ποσά από λογαριασμούς τρίτων, μέχρι του ποσού των 60.000 ευρώ. Τα χρήματα αυτά “αποταμιεύονται” και από εκεί είναι διαθέσιμα για πληρωμές, εμβάσματα και αναλήψεις από ATM, θεωρητικά από οπουδήποτε στον κόσμο.

Πού βρίσκονται οι ψηφιακές τράπεζες;
Oπουδήποτε στον κόσμο. Συνήθως η φυσική τους παρουσία είναι ελάχιστη και τα ψηφιακά συστήματα που εξασφαλίζουν τη λειτουργία τους, μπορούν να βρίσκονται όπου υπάρχει ηλεκτρισμός και τηλεπικοινωνίες. Ένα σημαντικό τους πλεονέκτημα είναι οι “φρέσκες” τεχνολογικές υποδομές, οι οποίες τους δίνουν μεγάλη ευελιξία στη δημιουργία νέων υπηρεσιών. Σε αυτή τη βάση, η ψηφιακή τράπεζα μπορεί να διαθέσει στο πελατολόγιο της υπηρεσίες που δεν ανήκουν άμεσα στο φάσμα των “παραδοσιακών” τραπεζικών υπηρεσιών, όπως ασφαλιστικά και επενδυτικά προϊόντα.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των ψηφιακών τραπεζών ορίζεται από τη χώρα που έχουν την έδρα τους. Η Revolut για παράδειγμα λειτουργεί στο πλαίσιο του Financial Conduct Authority, ο οποίος ρυθμίζει τη λειτουργία περισσότερων από 58.000 χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στη Βρετανία. Η δραστηριότητα των ψηφιακών τραπεζών στις χώρες της ΕΕ καθορίζεται από οδηγία, η οποία επιτρέπει σε κάθε εταιρεία που διαθέτει το “emoney passport” να δραστηριοποιείται σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης.

Στο χειρότερο σενάριο, αυτό της χρεοκοπίας, τα χρήματα που έχει στο λογαριασμό του ο πελάτης, προστατεύονται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που υπάγεται η κάθε ψηφιακή τράπεζα, τα οποία συνήθως καλύπτουν μέχρι 100.000 ευρώ. Όσον αφορά τη χρήση των καρτών που διαθέτουν οι ψηφιακές τράπεζες στους πελάτες τους, υπεύθυνοι είναι οι οργανισμοί Mastercard και VISA, όπως γίνεται και με όλες τις υπόλοιπες κάρτες.

Από τι λοιπόν θα μπορούσε να κινδυνεύσει ο πελάτης μιας ψηφιακής τράπεζας; Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ανταγωνισμού, οι ψηφιακές τράπεζες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να χρεοκοπήσουν, επειδή τα κεφάλαια που έχουν στη διάθεση τους είναι ένα μικρό κλάσμα των κεφαλαίων των παραδοσιακών τραπεζών. Άρα μπορεί μεν ο πελάτης τους να μη χάσει τα χρήματα του, θα ταλαιπωρηθεί όμως εμπλεκόμενος στη διαδικασία αποζημίωσης.

Παραβλέποντας το χειρότερο δυνατό σενάριο, οι εξελίξεις από την πλευρά του πολίτη δείχνουν ευχάριστες. Το “νέο αίμα” που μπαίνει στο πεδίο του ανταγωνισμού, θα προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες, αναγκάζοντας και το υπόλοιπο σύστημα να εξελιχθεί, ώστε να μην εξαφανιστεί. Όπως ήδη συμβαίνει, ο πολίτης θα έχει συνεργασία με περισσότερες από μια τράπεζες με στόχο να πετύχει το καλύτερο προσωπικό όφελος.

Σε αυτή τη φάση, οι παραδοσιακές τράπεζες αγωνιούν, αλλά χωρίς έντονο χτυποκάρδι, δεδομένου ότι το μερίδιο των ψηφιακών τραπεζών είναι ακόμα ένα ελάχιστο κλάσμα του συνόλου της αγοράς. Τι θα συμβεί όμως αν εταιρείες όπως οι Apple, Google και Facebook με δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε αποθέματα και δισεκατομμύρια χρήστες και άρα εν δυνάμει πελάτες, αποφασίσουν να μπουν στο παιχνίδι;