Η γνώση είναι δύναμη και η πληροφορία ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του επιχειρείν. Το παραπάνω θεωρείται ως θέσφατο στον επιχειρηματικό κόσμο, και ίσως όχι άδικα. Η αίσθησή μας υπαγορεύει ότι όσο πιο πολλά γνωρίζουμε για κάτι τόσο πιο σίγουροι θα έπρεπε να είμαστε για αυτό.

Στην πράξη, όμως, τα πράγματα είναι συνήθως πιο περίπλοκα και ισχύει το αντίστροφο. Οσο περισσότερα μαθαίνουμε, η βεβαιότητά μας συχνά μειώνεται ή αμφισβητείται.

Στο χώρο της κβαντικής φυσικής, οι επιστήμονες παλεύουν εδώ και καιρό με το δίλημμα της βεβαιότητας. Σε ένα μακροσκοπικό επίπεδο, τα φυσικά φαινόμενα προσφέρουν ακλόνητη βεβαιότητα ότι υπακούν ή ακολουθούν προβλέψιμες συμπεριφορές. Αλλά σε ένα μικροσκοπικό, υποατομικό επίπεδο, η βεβαιότητα είναι σχετικά ανύπαρκτη.

Οι περισσότεροι ηγέτες και τα στελέχη επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν την εξής πρόκληση: όσο αποκτούν περισσότερες πληροφορίες για την επιχείρηση και τις αγορές τους, τόσο αυξάνεται ο χρόνος που απαιτείται για να καταλήξουν σε μια απόφαση.

Το βασανιστικό ερώτημα για κάθε έξυπνο επιχειρηματία ή στέλεχος δεν είναι πόση πληροφορία μπορεί να συγκεντρωθεί, αλλά ποια πληροφορία χρειάζεται προκειμένου να υποστηρίξει αποτελεσματικά συμπεράσματα μέσα στο ολοένα συρρικνούμενο παράθυρο ευκαιριών, σε αυτή τη δύσκολη και συνεχώς μεταβαλλόμενη εποχή που διανύουμε.

Πολλοί από μας, και η γράφουσα δεν αποτελεί εξαίρεση, από φόβο ή ανασφάλεια ότι μπορεί να χάσουμε κάτι σημαντικό, πέφτουμε στην παγίδα συγκέντρωσης τεράστιου όγκου πληροφοριών – στη λογική του «όσο πιο πολύ, τόσο πιο καλά».

Η πληροφορία, όμως, δεν είναι φαγητό για να ανησυχούμε ότι δεν θα φτάσει για τους καλεσμένους μας. Και σίγουρα δεν μπορεί να αξιολογείται μόνο με ποσοτικούς όρους. Το κρίσιμο ζητούμενο για τις επιχειρήσεις είναι η ποιότητα και η καταλληλότητα της πληροφορίας που συγκεντρώνεται.

Ποιος είναι ο ρόλος της τεχνολογίας σε αυτή την πρόκληση; Ποια είναι τα εργαλεία ή οι διαδικασίες αυτές που μπορούν να διαχωρίσουν την ήρα από
το στάρι;

Περιμένω τις απαντήσεις σας και τις απόψεις σας στο [email protected]