Συμπληρωματική δράση των ασύρματων και fixed τεχνολογιών βλέπει ο Margit Brandl, Head of Telecom Regulation & Spectrum Policy της NSN, για αρκετά χρόνια ακόμα, θεωρώντας ότι το VDSL είναι μια καλή λύση άμεσα και οι οπτικές ίνες ένα ενδιαφέρον project, του οποίου ο προϋπολογισμός θα πρέπει να επανεκτιμηθεί.
NetWeek: Δεδομένου ότι η NSN παρέχει εξοπλισμό που μπορεί να επιτρέψει την υλοποίηση όλων των παραπάνω τεχνολογιών, υπάρχει κάποια που προκρίνει ως επένδυση για την επόμενη 20ετια;
Margit Brandl: Πιστεύουμε ότι η τεχνολογία VDSL είναι η καλύτερη λύση για τα ερχόμενα χρόνια, δεδομένου ότι αξιοποιεί και την υπάρχουσα υποδομή καλωδίων χαλκού. Μεσομακροπρόθεσμα πιστεύουμε ότι όσο περισσότερο επεκτείνεται η εγκατάσταση οπτικών ινών, η τεχνολογία WDM (Wavelength Division Multiplex), ένας νέος τύπος παθητικής υποδομής οπτικών ινών, θα είναι η ιδανική επιλογή για ευρυζωνικά κανάλια υψηλών ταχυτήτων. Οι τεχνολογίες mobile broadband και ειδικά η τεχνολογία LTE, θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά, καλύπτοντας πολύ καλύτερα τις ανάγκες χρηστών με φορητές συσκευές στα μεγάλα αστικά κέντρα και λειτουργώντας εναλλακτικά της οπτικής ίνας σε λιγότερο κατοικημένες περιοχές που η οπτική ίνα είναι ασύμφορο να φτάσει.
NetWeek: Πιστεύετε ότι η τεχνολογία LTE θα μπορέσει να παρέχει τις ταχύτητες και την αξιοπιστία του fiber, όταν πλέον θα έχει ωριμάσει;
Margit Brandl: Ναι, αν και οι πραγματικές ταχύτητες και ο ρυθμός μεταφοράς δεδομένων, εξαρτώνται από αρκετές παραμέτρους, μεταξύ των οποίων το διαθέσιμο φάσμα συχνοτήτων και ο αριθμός των χρηστών ανά cell. Ωστόσο, θεωρώ ότι οι δύο τεχνολογίες θα συνεχίσουν να είναι συμπληρωματικές και στο απώτερο μέλλον. Το LTE θα εξυπηρετήσει κυρίως τις ανάγκες πρόσβασης του τελικού χρήστη, ενώ το fiber θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται, όπου υπάρχει απαίτηση για backbone. Σχετικά με το φάσμα, αυτή την περίοδο δίνεται μια μάχη στις χαμηλές συχνότητες, το αποτέλεσμα της οποίας θα κρίνει και τις μέγιστες επιδόσεις της τεχνολογίας LTE. Στην περίπτωση που δεν καταφέρουμε να κερδίσουμε επαρκείς χαμηλές συχνότητες, τα femtocells θα μας επιτρέψουν να διεισδύσουμε καλύτερα μέσα σε κτήρια, χωρίς όμως να αναβαθμίζουν τη βασική ταχύτητα πρόσβασης.
NetWeek: Στην περίπτωση που αναλαμβάνατε το έργο του FTTH, το οποίο έχει εξαγγείλει η ελληνική κυβέρνηση, πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να το φέρεται σε πέρας όχι τόσο σε επίπεδο τεχνογνωσίας όσο σε επίπεδο διέλευσης και των προβλημάτων που αυτή συνεπάγεται;
Margit Brandl: Η τεχνογνωσία σίγουρα δεν αποτελεί εμπόδιο για εμάς, όσον αφορά την υλοποίηση ενός τέτοιου έργου. Ωστόσο, η βοήθεια του ελληνικού κράτους στο θέμα των δικαιωμάτων διέλευσης είναι πολύ σημαντική, καθώς τα εμπόδια που θα παρουσιαστούν μπορεί να αυξήσουν τόσο το χρόνο υλοποίησης όσο και το κόστος του έργου.
NetWeek: Θεωρείτε ότι ο προϋπολογισμός των 2,1 δισ. ευρώ που έχει γίνει για αυτό το έργο είναι επαρκής;
Margit Brandl: Δεδομένης της γεωμορφολογίας και του θέματος των δικαιωμάτων διέλευσης, το πιθανότερο είναι ότι ο συγκεκριμένος προϋπολογισμός δεν επαρκεί. Πιστεύω ότι ο προϋπολογισμός αυτός θα μπορούσε να αφορά μόνο το dark fiber, δηλαδή την υλοποίηση του δικτύου, χωρίς τα ηλεκτρονικά που θα επιτρέπουν τη λειτουργία του. Αυτό σημαίνει ότι το τελικό κόστος θα μπορούσε να είναι και διπλάσιο. Ενδεικτικά, αναφέρω ότι σε μια συνάντηση που έγινε πρόσφατα στις Βρυξέλες, ειπώθηκε ότι για λύσεις FTTH στην Ευρώπη, το τελικό κόστος μπορεί να κυμανθεί από 1.500 έως 5.000 ευρώ ανά οικία. Επομένως, αν θεωρήσουμε ακόμα και έναν ευνοϊκό μέσο όρο στα 2.000 ευρώ, το συνολικό κόστος για το ελληνικό έργο FTTH μπορεί εύκολα να ξεπεράσει τα 4 δισ. ευρώ.