Από τη μια, οι κατασκευαστές κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να ωθήσουν την τεχνολογία 5G στις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες, οι οποίες για κάποια διαστήματα συντονίζονται με τη «μανία» ανάπτυξης. Στη συνέχεια οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες κοιτούν το μέλλον, πλέον και μέσα από το πρίσμα της πανδημίας και ρίχνουν τους τόνους. Αυτές οι «συναισθηματικές» μεταβολές έχουν ήδη παρελθόν ετών.

Στις 20 Φεβρουαρίου μια από τις κεντρικές ειδήσεις των βρετανικών και διεθνών μέσων, ήταν η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να μην κλείσει την πόρτα στις κινέζικες εταιρείες που θα ήθελαν να προμηθεύσουν τους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών με εξοπλισμό για 5G δίκτυα. Λίγες μέρες αργότερα, η κυβέρνηση χρειάστηκε να διευκρινίσει ότι η απόφαση αφορά μόνο τις κεραίες και όχι τις κρίσιμες υποδομές του backbone.

Πριν από μερικές μέρες, η στάση της βρετανικής κυβέρνησης έγινε ακόμα πιο σκληρή και πλεόν δεν επιτρέπει στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους να χρησιμοποιήσουν κινέζους προμηθευτές και επιπλέον τους αναγκάζει να ξηλώσουν τον εξοπλισμό. Η Η British Telecom, από τις πρώτες που αντέδρασαν στις απαιτήσεις της κυβέρνησης, εκτιμά ότι το κόστος των αλλαγών θα είναι κοντά στα 500 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας, ενώ η Vodafone ανεβάζει το νούμερο πάνω από το ένα δισεκατομμύριο λίρες Αγγλίας.

Σύμφωνα με έρευνα της Strand Consult, οι αλλαγές εξοπλισμού σε όλη την Ευρώπη θα ξεπεράσουν σε κόστος τα 3,5 δισεκατομμύριο δολάρια. Στην ίδια έρευνα αναφέρεται ότι τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιούν αμιγώς κινέζικο εξοπλισμό στα δίκτυα 4G. Συγκεκριμένα, Βέλγιο, Μάλτα, Κύπρος και Λιθουανία βασίζονται σχεδόν 100% σε εξοπλισμό κινέζικων εταιρειών, ενώ το μερίδιο στη Γερμανία είναι 57%, σε Ισπανία και Ιταλία πάνω από 50%, στη Βρετανία 40% και στη Γαλλία 25%.

Ωστόσο, η εικόνα αυτή δε σχετίζεται μόνο με τις οικονομικές δυσκολίες που έχει ο αποκλεισμός κάποιων προμηθευτών, αλλά και με τη ρευστότητα της κατάστασης, η οποία επηρεάζεται έντονα από πολιτικούς παράγοντες. Η παραπάνω ρευστή εικόνα παρατηρείται σε όλον τον κόσμο, ακόμα και μέσα στην Κίνα ή σε κοντινές τις χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, όπου υπάρχουν εταιρείες που έχουν αρχικά επιλέξει Ευρωπαίους κατασκευαστές για να υλοποιήσουν δίκτυα 5G, αξιοποιώντας τον εξοπλισμό τους και σε κρίσιμες υποδομές.

Στην Ελλάδα το πιο πρόσφατο στοιχείο σε αυτήν την ανακατάταξη της αγοράς, ήταν η απόφαση της Cosmote να υλοποιήσει το δίκτυο της με ευρωπαϊκή εταιρεία. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτήν τη δυναμική κατάσταση, είναι η αναβάθμιση του ρόλου της Ευρώπης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, καθώς οι δύο μεγαλύτεροι κατασκευαστές εξοπλισμού 5G, είναι ευρωπαϊκές εταιρείες ή θα ήταν καλύτερα να πούμε είναι ακόμα ευρωπαϊκές εταιρείες, καθώς η μια εξ αυτών πολιορκείται στενά το τελευταίο διάστημα από εταιρεία των ΗΠΑ.

Μετά τη γεωπολιτική  έρχεται η επιχειρηματικότητα
Όποιος και αν είναι τελικά ο προμηθευτής για κάθε τηλεπικοινωνιακή εταιρεία, κάποια στιγμή το λαμπάκι με την ένδειξη 5G θα ανάψει. Οπότε αναδύεται το ερώτημα ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να συμβεί αυτό, ώστε να ξεκινήσει με έναν ικανοποιητικό ρυθμό η απόσβεση της επένδυσης. Σύμφωνα με τις πρόσφατες ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η δημοπράτηση των αδειών για δίκτυα 5G θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος αυτής χρονιάς.

Οπότε, οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, λογικά έχουν ξεκινήσει εσωτερικά συζητήσεις σχετικά με το ποσό που θα δαπανήσουν για την αγορά μιας άδειας. Αν και οι συζητήσεις αυτές, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν γίνονται σε στρογγυλό τραπέζι που συμμετέχουν όλοι οι προμηθευτές, πρακτικά τα τμήματα ανάλυσης και ρίσκου των εταιρειών ζουν και κινούνται στο ίδιο αγοραστικό περιβάλλον, οπότε έχουν μια κοινή αντίληψη για την εικόνα της αγοράς και τις δυνατότητές της.

Είναι λοιπόν αναμενόμενο να έχουν καταλήξει σε ένα ποσό που αξίζει μια άδεια και μένει να δουν αν το ποσό αυτό θα είναι κοντά στην τιμή εκκίνησης που θα θέσει η ΕΕΤΤ. Εκπλήξεις πάντοτε γίνονται, αλλά μάλλον τα δύο νούμερα θα είναι κοντά και επομένως το πιθανότερο σενάριο είναι ότι ο διαγωνισμός θα τελεσφορήσει. Όμως μετά αρχίζουν τα δύσκολα.

Όπως μας έλεγε εκπρόσωπος της αγοράς, δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε στα δίκτυα 5G το ρυθμό επενδύσεων που είδαμε στα δίκτυα 4G. Τα βήματα θα είναι προσεκτικά ακόμα και για τα μεγάλα αστικά κέντρα, ώστε η ζήτηση και η προσφορά να είναι ισορροπημένες. Θεωρητικά, η υλοποίηση λέγεται ότι θα ξεκινήσει από το πρώτο εξάμηνο του 2021, αλλά ακόμα υπάρχουν αρκετά προβλήματα που πρέπει να λυθούν μέχρι τότε, με σημαντικότερο το πρόβλημα αδειοδότησης των κεραιών.

Η πυκνότητα του δικτύου κεραιών για τα δίκτυα είναι καθοριστικής σημασίας και στα δίκτυα 5G χρειάζεται να είναι μεγαλύτερη από αυτήν των 4G δικτύων. H πραγματικότητα είναι ότι σε αυτήν τη φάση δεν υπάρχει κάποια έρευνα που να εγγυάται ότι η τεχνολογία 5G είναι ασφαλής. Ωστόσο, ούτε για την τεχνολογία 4G υπήρχε μια ανάλογη έρευνα και παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την αρχή της λειτουργίας της, υπάρχουν ακόμα μελέτες που διαφωνούν με την ασφάλεια της.

Αν και κάπως κυνικό, πρακτικά οι περισσότεροι έχουμε αποδεχτεί ότι ζούμε μέσα σε ένα πείραμα, τα αποτελέσματα του οποίου θα είναι ορατά αρκετά χρόνια αργότερα ή είναι ήδη ορατά αλλά δεν τα αντιλαμβανόμαστε.

Ας βάλουμε όμως και αυτόν τον παράγοντα στην άκρη, θεωρώντας ότι ξαφνικά γινόμαστε φιλικά προσκείμενοι στην τεχνολογία 5G και πλέον μένει να βρούμε τα χρήματα για να αγοράσουμε τις συσκευές και τις υπηρεσίες που την αξιοποιούν. Σε αυτό το στάδιο, το βιοτικό επίπεδο κάθε χώρας παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Σίγουρα, ένα ποσοστό αγοραστών με απόθεμα στο πορτοφόλι τους, θα είναι διατεθειμένοι να δοκιμάσουν τις ταχύτητες και τις υπηρεσίες 5G.

Ωστόσο, η συμβίωση μας με την κινητή τηλεφωνία, εδώ και δεκαετίες, κάνει κάθε χρόνο τη σχέση μας όλο και πιο στενή. Αν θεωρήσουμε ότι το 4G άρχισε να γίνεται mainstream το 2013, οπότε χρειάστηκε περίπου 5 χρόνια για να φτάσει στα σημερινά ποσοστά, ποιο αναμένουμε ότι θα είναι το αντίστοιχο διάστημα για το 5G; Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι αυτή που κρίνει το ρυθμό των επενδύσεων, εφόσον αγνοήσουμε οποιοδήποτε άλλο εμπόδιο.

Επι του πιεστηρίου
Κοντά στα 367 εκατομμύρια ευρώ προσδοκά η κυβέρνηση, εφόσον πουληθούν όλες οι προς διάθεση φασματικές περιοχές. Το συνολικό τίμημα αφορά τις τιμές εκκίνησης της δημοπρασίας και το πιθανότερο είναι ότι θα είναι ελαφρά χαμηλότερο, καθώς αναμένεται να μην εκδηλωθεί ενδιαφέρον για την περιοχή από 26,5 έως 27,5 GHz. Σύμφωνα με την προκήρυξη που είναι πλέον σε διαβούλευση μέχρι τις 4 Αυγούστου, τα δικαιώματα που θα αποδοθούν είναι για τις ζώνες των 700MHz, 3400-3800MHz και 26GHz και τη ζώνη των 2GHz, καθώς το 2021 λήγουν τα χορηγηθέντα δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων. Η κατάθεση αιτήσεων συμμετοχής στη δημοπρασία ορίστηκε για την 1 Οκτωβρίου. Την ίδια μέρα θα γίνει και η δημοσιοποίηση των συμμετεχόντων, οι οποίοι μέχρι 5 Οκτωβρίου θα πρέπει να καταθέσουν τυχόν ενστάσεις. Στις 13 Οκτωβρίου θα έχει ολοκληρωθεί η λίστα συμμετεχόντων και θα έχουν ενημερωθεί επίσημα οι συμμετέχοντες για την οριστική ημερομηνία εκκίνησης της δημοπρασίας.

«Δε χρειάζεται να περιμένουμε την τεχνολογία 5G για να υλοποιήσουμε έργα IoT…»
Πρακτικά, ο τίτλος αυτός δεν είναι δικός μας. Είναι φράση εκπροσώπου τηλεπικοινωνιακής εταιρείας, η οποία συμπληρώθηκε από την πρόταση, «…μπορούμε να αξιοποιήσουμε την τεχνολογία NB-IoT και να έχουμε εξίσου καλά αποτελέσματα». Εν μέρει αυτό ισχύει με εξαίρεση κυρίως εφαρμογές που είναι latecny sensitive. Στις εφαρμογές που οι διακοπές στη ροή των δεδομένων δεν είναι κρίσιμης σημασίας, η τεχνολογία 5G εκτός του NB-IoT έχει ανταγωνιστές και από τον τομέα των δορυφορικών τεχνολογιών. Μέχρι πρόσφατα, ένα εμπόδιο στην Ελλάδα ήταν η περιορισμένη γεωγραφική κάλυψη των υπηρεσιών NB-IoT. Πλέον το πρόβλημα αυτό έχει λυθεί σχεδόν πλήρως και επομένως, ακόμα και ένας αγρότης που το χωράφι του βρίσκεται σε κάποια πεζούλα των Κυκλάδων, έχει τη δυνατότητα να ελέγχει το αμπέλι του με τη βοήθεια αισθητήρων και καμερών. Επίσης, η τεχνολογία NB-IoT προσφέρεται για εφαρμογές που ανήκουν στην κατηγορία του ανοιχτού λογισμικού ή ακόμη (αν και με κάποιους περιορισμούς του ανοιχτού hardware). Τα δύο αυτά στοιχεία κάνουν την υλοποίηση λύσεων σίγουρα οικονομικότερη και προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία σε διαμορφώσεις που είναι πιο κοντά στις ανάγκες του χρήστη.